Η συμμετοχή των εργαζομένων στην απεργιακή κινητοποίηση στις 10 Ιούνη έδωσε ηχηρό μήνυμα σε κυβέρνηση, εργοδοσία και τους μηχανισμούς τους, που όλο αυτό το διάστημα προσπαθούν να παρουσιάσουν το «μαύρο-άσπρο» και να πείσουν ότι το αντεργατικό τερατούργημα που φέρνουν για νομοθέτηση είναι «επ’ αγαθώ της κοινωνίας»!
Απέναντι στο μαστίγιο και το καρότο εργοδοσίας – κυβέρνησης, αλλά και στην προσπάθεια υπονόμευσης του ίδιου του απεργιακού μετώπου και ιδιαίτερα του περιεχομένου του, από τον εργοδοτικό-κυβερνητικό συνδικαλισμό και τις πολιτικές δυνάμεις που καλλιεργούν τη λογική της «διόρθωσης», μέσω της κυβερνητικής εναλλαγής, χιλιάδες απεργοί και διαδηλωτές έδωσαν τη μόνη ρεαλιστική απάντηση που υπάρχει και είναι: Να αποσυρθεί ΤΩΡΑ αυτό το νομοθετικό έκτρωμα!
Με απεργία απαντήσαμε σε ένα νομοσχέδιο που, εκτός από την κατάργηση του 8ωρου και την επιβολή απλήρωτου 10ωρου, την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας στους περισσότερους κλάδους, την ουσιαστική απελευθέρωση των απολύσεων, επιδιώκει και την κατάργηση του κατακτημένου -με αγώνες και αίμα- απεργιακού δικαιώματος.
Όταν οι 9 στις 10 απεργίες βγαίνουν από τα δικαστήρια παράνομες ή καταχρηστικές, οι διατάξεις κατά του απεργιακού δικαιώματος έρχονται να συμπληρώσουν και να ανοίξουν τον δρόμο της εφαρμογής στις υπόλοιπες ανατροπές του αντεργατικού τερατουργήματος, στη δίωξη και ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης.
Επικαλούμενη το «δικαίωμα στην εργασία» που το ίδιο νομοσχέδιο υπονομεύει (διευκολύνοντας τους εργοδότες να απολύουν) η κυβέρνηση διώκει την απεργία και προστατεύει την απεργοσπασία, αφού το νομοσχέδιο προβλέπει ότι σε μέρα απεργίας το συνδικάτο πρέπει να διασφαλίζει «τουλάχιστον το ένα τρίτο της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας σε επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας» ή να διαθέτει εκ των προτέρων στον εργοδότη το «προσωπικό ασφαλείας». Προφανώς, εργοδότες και κυβέρνηση ζήλεψαν τη δόξα άλλων καπιταλιστικών κρατών, όπου η απεργία έχει ήδη μετατραπεί σε συμβολική πράξη, «ανώδυνη» για τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Επιπλέον, ποινικοποιείται η περιφρούρηση της απεργίας, η προστασία, δηλαδή, των απεργών απέναντι στην εργοδοτική απειλή και τρομοκρατία. Ανοίγει, έτσι, ο δρόμος για προβοκατόρικες ενέργειες σε βάρος των σωματείων και των εργαζόμενων που αγωνίζονται. Ακόμα και η διανομή ανακοίνωσης σε έναν εργασιακό χώρο τη μέρα της απεργίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ψυχολογική βία», να οδηγήσει στο να κριθεί η απεργία παράνομη, να στοχοποιηθούν και να σέρνονται στα δικαστήρια πρωτοπόροι εργαζόμενοι.
Αυξάνονται τα εμπόδια που ήδη έχει βάλει ο απεργοκτόνος νόμος του ΣΥΡΙΖΑ στα επιχειρησιακά σωματεία για τη λήψη απεργιακής απόφασης, με την «εισαγωγή» της εξ’ αποστάσεως ηλεκτρονικής ψηφοφορίας και της «πλειοψηφίας» του 50+1% των μελών. Είναι τουλάχιστο προκλητικό, αυτοί που κυβερνούν με ποσοστά μειοψηφίας, να επικαλούνται την «πλειοψηφία» στα σωματεία, στοχεύοντας στο τσάκισμα των πρωτοπόρων «μειοψηφιών» που, όπως αποδεικνύεται ιστορικά, μπαίνουν μπροστά και παλεύουν, πετυχαίνοντας κατακτήσεις για το σύνολο των εργαζόμενων.
Το αντιαπεργιακό οπλοστάσιο ενισχύεται με τη ρύθμιση που απαγορεύει την κήρυξη απεργίας σε μια επιχείρηση από δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια οργάνωση, όταν κριθεί παράνομη η αντίστοιχη απόφαση της πρωτοβάθμιας οργάνωσης, κάτι που θα έχει αρνητικές προεκτάσεις στη λειτουργία των δευτεροβάθμιων οργανώσεων, απονευρώνοντάς τες, καθιστώντας τες «διακοσμητικά» όργανα.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι σε μια κοινωνία εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων με αντικρουόμενα συμφέροντα, το νομοσχέδιο αυτό, όπως και όλοι οι νόμοι που έχουν ψηφιστεί από όλες τις κυβερνήσεις, ούτε ουδέτερο είναι, ούτε για το «κοινό καλό», που έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει. Πρόκειται για ένα ταξικό νομοσχέδιο που υπηρετεί το γενικότερο σχεδιασμό των καπιταλιστών, για πιο αδύναμους, απομονωμένους κι εκμεταλλεύσιμους εργαζόμενους, για συνδικαλιστική οργάνωση ενσωματωμένη στις επιδιώξεις τους. Είναι το προαπαιτούμενο για το Ταμείο Ανάκαμψης, στα πλαίσια των «βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών».
Γι’ αυτό και πρώτα-πρώτα ο ΣΕΒ έσπευσε να εκφράσει την ικανοποίησή του και να θέσει τις ακόμα μεγαλύτερες αντεργατικές απαιτήσεις του, ως «βελτιωτικές» προτάσεις.
Όσο για τους «συνδικαλιστές» που θεωρούν πως με τη δική τους παρέμβαση μπορεί να βελτιωθεί αυτό το τερατούργημα, πιστοί στη λογική ότι «καπιταλιστική ανάπτυξη» και «ευημερία εργαζομένων» μπορούν να συμβαδίσουν, τους αφήνουμε στη μιζέρια και τη χρεοκοπία της ενσωμάτωσής τους.
Οι εργαζόμενοι έχουν ιστορική πείρα, για να αντιπαλέψουν όσους και όσα επιβουλεύονται τη ζωή τους και να τα τοποθετήσουν εκεί που αρμόζει, στα σκουπίδια. Για να βάλουν στο προσκήνιο τις σύγχρονες ανάγκες τους και να διεκδικήσουν διευρυμένα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα.
Συνεχίζουμε με κλιμάκωση και νέα απεργία στις 16 Ιούνη.
(Η Γιώτα Ταβουλάρη είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργαζομένων Φαρμακευτικών & Συναφών Επαγγελμάτων Ελλάδας)