Πέντε χρόνια μετά τη συνομολόγηση της κοινής δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας και τις αλλαγές που σημειώθηκαν έκτοτε στην εθνική νομοθεσία για το άσυλο, έρχεται η αναγνώριση της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας με την πρόσφατη Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου και Αν. Υπουργού Εξωτερικών. Η απόφαση αυτή αφορά πολίτες προερχόμενους από τη Συρία, τη Σομαλία, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές και πρακτικά σημαίνει ότι τα αιτήματα ασύλου που υποβάλλονται από αυτές τις χώρες δε θα εξετάζονται εφεξής στην ουσία τους. Αντικείμενο εξέτασης, θα αποτελεί μόνο το αν η Τουρκία είναι για τον κάθε αιτούντα ασφαλής χώρα, με τον κίνδυνο στην πλειοψηφία τους να απορρίπτεται ως απαράδεκτα. Πρόκειται για μία κρίσιμη αλλαγή, διότι θα επηρεάσει την πλειοψηφία των αιτούντων άσυλο στη χώρα, καθώς οι πολίτες Αφγανιστάν, Σομαλίας και Συρίας αποτελούν την πλειοψηφία των αφίξεων, που εκτιμάται περίπου στο 70%.
Πολλά μπορεί να πει κανείς για την επιλογή της χρονικής στιγμής της αναγνώρισης της Τουρκίας ως ασφαλούς χώρας. Το μείζον θέμα εδώ είναι με ποια κριτήρια χαρακτηρίζεται η Τουρκία ως ασφαλής τρίτη χώρα και γιατί τώρα; Ένα ακόμη ερώτημα είναι γιατί κρίνεται η Τουρκία ασφαλής για τις συγκεκριμένες ιθαγένειες και όχι για άλλες. Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν και τη βάση για τις παρακάτω επισημάνσεις.
1. Από τον Μάρτιο του 2020 η Τουρκία επικαλέστηκε τις δυσκολίες που επέφερε το ξέσπασμα της πανδημίας του Covid-19 και δεν δέχεται επιστροφές από την Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του 2021, η Ελλάδα κατέθεσε αίτημα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη Frontex για την επιστροφή 1.450 αλλοδαπών που δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας, βάσει της Κοινής Δήλωσης ΕΕ- Τουρκίας. Το αίτημα αυτό εκκρεμεί μέχρι σήμερα, όπως επιβεβαίωσε και ο αρμόδιος υπουργός. Αν η ΚΥΑ αυτή εφαρμοστεί, τα αιτήματα επιστροφής στην Τουρκία θα πολλαπλασιαστούν. Με δεδομένη την παρούσα παύση των επιστροφών, τίθεται αναπόδραστα το ερώτημα, τι εξυπηρετεί η έκδοση της απόφασης αυτής τώρα. Η αναγνώριση της Τουρκίας ως ασφαλούς αποτελεί αναμφισβήτητα πολιτικό δώρο για τη γείτονα. Και τούτο διότι η Τουρκία δέχεται διαρκή κριτική για ζητήματα δικαιωμάτων. Ο χαρακτηρισμός της ως ασφαλούς και μάλιστα σε ένα θέμα καθαρά δικαιωματικό όπως η προσφυγική προστασία είναι ένα σημαντικό αντιστάθμισμα στο ιστορικό της. Παράλληλα, είναι η χώρα που φιλοξενεί τους περισσότερους πρόσφυγες παγκοσμίως. Γεγονός που σημαίνει ότι η αναγνώριση αυτή ενδεχομένως να επιφέρει και οικονομικές αξιώσεις από την Ε.Ε., προκειμένου να συνεχίσει να το κάνει. Μία απάντηση λοιπόν στην ερώτηση γιατί τώρα, είναι η άσκηση πίεσης στην Τουρκία προκειμένου να δεχτεί την επανέναρξη των επιστροφών. Αν αυτό ισχύει βέβαια, η απόφαση αυτή δεν επιδεικνύει πολιτικό ρεαλισμό. Οι επιστροφές στην Τουρκία από την αρχή της εφαρμογής της κοινής δήλωσης τον Απρίλιο του 2016 έως τα τέλη Μαρτίου 2020, αντιστοιχούν σε 2,140. Αναντίστοιχος αριθμός θα μπορούσαμε να πούμε σε σχέση με τα νούμερα των αφίξεων των τελευταίων ετών. Ακόμα και αν η Τουρκία δεχτεί την επανέναρξη των επιστροφών δεν μπορεί κανείς να περιμένει τα νούμερα να εκτοξευτούν και ένα σύστημα που δεν δούλεψε πέντε χρόνια να αρχίσει ξαφνικά να έχει αποτελέσματα. Αντίθετα, η λογική συνέχεια των πραγμάτων θα είναι ο εγκλωβισμός χιλιάδων ανθρώπων στη χώρα χωρίς τη δυνατότητα επιστροφής αλλά ούτε νομιμοποίησης, σε μία επισφαλή και ευάλωτη κατάσταση νομικής και κοινωνικής αβεβαιότητας.
2. Ο φόβος των δευτερογενών μετακινήσεων αποτελεί μείζον ζήτημα για την Ε.Ε. Δευτερογενής είναι η μετακίνηση από ένα κράτος μέλος της Ε.Ε. σε ένα άλλο, όπως εν προκειμένω από την Ελλάδα στη Γερμανία. Αυτό αποδεικνύεται και από την επιστολή που απέστειλαν η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ελβετία και η Ολλανδία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με αίτημα τη διευθέτηση των μαζικών δευτερογενών μετακινήσεων που έχουν παρατηρηθεί από την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η Γερμανία ανέφερε ότι το τελευταίο έτος 17.000 αναγνωρισμένοι πρόσφυγες στην Ελλάδα, εκμεταλλευόμενοι το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης για 90 ημέρες, παρέμειναν στη Γερμανία και έχουν καταθέσει αίτημα ασύλου εκεί. Ο αριθμός είναι εξωφρενικός. Σημαντικές, είναι και οι αποφάσεις γερμανικών δικαστηρίων που δεν επιστρέφουν πίσω στην Ελλάδα τους αιτούντες λόγω της επισφαλούς κατάστασης που υπάρχει γι’ αυτούς στη χώρα. Αναγνωρισμένοι πρόσφυγες στην Ελλάδα κάνουν αιτήσεις ασύλου στη Γερμανία και η Γερμανία δεν τους επιστρέφει. Είναι σα να λέει ότι η Ελλάδα δεν είναι χώρα αποστολής προσφύγων. Σκεφτείτε το λίγο! Αυτός είναι ο καθρέπτης της ενταξιακής πολιτικής της χώρας μας. Η επιστολή αυτή καθιστά σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δέχεται πίεση από ισχυρά κράτη να τεθεί υπό έλεγχο η κινητικότητα από την Ελλάδα.
3. Έως σήμερα, η Ελλάδα είχε το ρόλο του buffer state με τόπο εφαρμογής τα νησιά της. Μιας ζώνης εγκλωβισμού εντός της Ε.Ε., προκειμένου να μην επηρεαστούν άλλα κράτη-μέλη από τις προσφυγικές αφίξεις. Αν η απόφαση αυτή εφαρμοστεί, buffer state θα γίνει ολόκληρη η χώρα. Μία πραγματική ευρωπαϊκή ασπίδα στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τη χαρακτήρισε και η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, κατά της διάρκεια της επίσκεψής της στη χώρα τον Φεβρουάριο του 2020. Είναι κρίσιμο ότι η Τουρκία ήδη πριν από την πανδημία του Covid-19 δεν δεχόταν επιστροφές παρά μόνο από τα νησιά. Αυτό ήταν και το βασικό επιχείρημα των αρχών για τη μη μεταφορά αιτούντων άσυλο στην ενδοχώρα. Γεγονός που δημιούργησε τη ζοφερή πραγματικότητα του εγκλωβισμού χιλιάδων ανθρώπων στα νησιά. Ο εγκλωβισμός στα νησιά δεν αφορούσε, φυσικά, αποκλειστικά την Τουρκία, αλλά είχε και τη σύμφωνη γνώμη της Ε.Ε, προκειμένου να αποφεύγονται οι δευτερογενείς μετακινήσεις. Η λογική είναι ότι αν έφευγαν από τα νησιά και βρίσκονταν στην ενδοχώρα, θα διέσχιζαν παράτυπα τα σύνορα προς τα βόρεια κράτη μέλη. Όσο μένουν στα νησιά αυτός ο κίνδυνος δεν υφίσταται. Μεγάλο ερώτημα, λοιπόν, αποτελεί το αν η Τουρκία θα δεχτεί επιστροφές και από την ενδοχώρα. Αν όχι, ο εγκλωβισμός στη χώρα σε κατάσταση limbo παραμένει και εδώ η απάντηση.
4. Οι επιστροφές αποτελούν το πιο δύσκολο κομμάτι της μεταναστευτικής πολιτικής. Αυτό συμβαίνει γιατί για να πραγματοποιηθούν επιστροφές πολιτών τρίτων χωρών χρειάζεται η τρίτη χώρα να αποδεχθεί την επιστροφή. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τόσο στην προηγούμενη σύνθεσή της όσο και στην τωρινή τις θέτει ως προτεραιότητα. Έχει, δε, ήδη λάβει μέτρα για την εξάρτηση θεωρήσεων εισόδου με τη συνεργασία των τρίτων χωρών στο κομμάτι των επιστροφών. Το ίδιο ισχύει και με ότι έχει να κάνει και με την προστασία των συνόρων. Η προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής ταυτίζεται απροκάλυπτα πια με την προστασία των συνόρων στον λόγο των ευρωπαίων αξιωματούχων. Στα τελευταία αυτά δύο σημεία, αποτυπώνεται και η ουσία των προτάσεων της Επιτροπής στο Σύμφωνο για το Άσυλο και τη Μετανάστευση, που πάντως έξι μήνες μετά την παρουσίασή του δεν φαίνεται να υιοθετείται από τα κράτη μέλη.
Συνοψίζοντας, ο χαρακτηρισμός της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας φαίνεται τη στιγμή αυτή να έχει πολιτικά οφέλη για όλους τους άλλους εκτός από την Ελλάδα, η οποία θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη διαχείριση ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων που δεν θα μπορεί ούτε να επιστρέψει, ούτε να νομιμοποιήσει. Ακόμα και αν η Τουρκία αρχίσει να δέχεται ξανά επιστροφές με βάση την κοινή δήλωση, σε καμία περίπτωση αυτές δεν θα καλύψουν τον αριθμό που θα δημιουργηθεί από τις μαζικές απορρίψεις αιτημάτων ασύλου.
Θα έχει δηλαδή έναν πληθυσμό χωρίς χαρτιά, που θα βρίσκεται σε νομικό κενό έως ότου υλοποιηθεί η επιστροφή του, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή μέτρων κράτησης. Δυσκολεύομαι πολύ να σκεφτώ έναν λόγο που η Ελλάδα επωφελείται από αυτή την κίνηση τώρα. Η απόφαση αυτή ενισχύει μεν την πολιτική αποτροπής και θεμελιώνει προοπτικά την εξωτερικοποίηση της προσφυγικής προστασίας, την ανάθεση δηλαδή της προστασίας των προσφύγων σε κράτη εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Τουρκία και η Λιβύη. Ωστόσο, κυοφορεί ευρύτερες συνέπειες για την εσωτερική διαχείριση του προσφυγικού πληθυσμού. Έχουμε ήδη δει σε μικροκλίμακα τα αποτελέσματα του εγκλωβισμού στα νησιά. Ας αναρωτηθούμε τι θα σημαίνει αυτό σε επίπεδο επικράτειας και αν το θέλουμε.
Η Γεωργία Σπυροπούλου είναι νομικός, επιστημονική συνεργάτης στην ΕλΕΔΑ