Όσο κι αν σε πολλά μέρη του κόσμου οι δημοκρατίες δοκιμάζονται από την πανδημία, καθώς τα περιοριστικά μέτρα για την εξάπλωση του ιού περιορίζουν εξ ορισμού δραστικά τη συλλογικότητα κάθε μορφής, η ένταση μεταξύ υγειονομικής προστασίας και διαφύλαξης της δημοκρατίας δεν είναι μονόδρομος – το ακριβώς αντίθετο. Στις σύγχρονες κοινωνίες, με βαθιά ριζωμένη στη συλλογική συνείδηση το δημοκρατικό και το δικαιοκρατικό κεκτημένο, η μόνη περίπτωση να εφαρμοστούν αποτελεσματικά τα από κάθε άποψη σκληρά μέτρα που επιβάλλονται, και μάλιστα επί μήνες ήδη και με άγνωστο ακόμα το τέλος της κρίσης, είναι αυτά να προέρχονται μέσα από την ίδια τη δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας.
Η δημοκρατική λειτουργία σε καιρό πανδημίας δεν εξαντλείται στα ελάχιστα αυτονόητα: κανονική λειτουργία του κοινοβουλίου, πλήρη διασφάλιση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, τήρηση όλων των ουσιαστικών και διαδικαστικών συνταγματικών κανόνων και περιορισμό δικαιωμάτων μόνο στο βαθμό που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο και πρόσφορο για την αντιμετώπιση της πανδημίας με βάση την αρχή της αναλογικότητας και χωρίς σε καμία περίπτωση να θίγεται ο πυρήνας κάθε δικαιώματος. Ακόμα και σε έκτακτες συνθήκες, η δημοκρατία και τα δικαιώματα παραμένουν ο κανόνας και όλα τα υπόλοιπα η εξαίρεση.
Η δημοκρατική διαχείριση της πανδημίας ορίζεται – πολύ περισσότερο λόγω και των ειδικών συνθηκών – και από τις εξής ειδικότερες προϋποθέσεις:
Πρώτον, την πλήρη διαφάνεια στη λειτουργία των οργάνων της πολιτείας και, ιδίως, στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν τη διαχείριση της πανδημίας : αιτιολόγηση της προτίμησης συγκεκριμένων μέτρων έναντι άλλων, ανάλυση των επιδιωκόμενων σκοπών και αξιολόγηση της υλοποίησης και των αποτελεσμάτων κάθε μέτρου που λαμβάνεται, ενημέρωση για την πορεία της πανδημίας και τις προβολές για την εξέλιξή της, τις εισηγήσεις των ειδικών και τα πρακτικά της επιτροπής τους,
Δεύτερον, τη διαρκή και πλήρη κοινωνική λογοδοσία της κυβέρνησης : Οι πολίτες θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουν αναλυτικά και τεκμηριωμένα την κατάσταση του συστήματος υγείας, τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση για τη στήριξή του, το σχεδιασμό για τη στήριξη όσων πλήττονται από την πανδημία και τα τυχόν lockdown, τα προληπτικά μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση για την αποφυγή της διάδοσης του ιού πριν καταφύγει σε μέτρα περιορισμού (για τις συγκοινωνίες, τα σχολεία, την ασφάλεια και την υγεία στους χώρους εργασίας κ.ο.κ.), τα προβλήματα που υπάρχουν, χωρίς προσπάθειες ωραιοποίησης από τη μία ή καλλιέργειας αισθήματος φόβου από την άλλη.
Τρίτον, τη δημοκρατική διαβούλευση με όλα τα διαθέσιμα μέσα, τόσο τα καθιερωμένα ήδη στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας (δημόσια διαβούλευση νομοσχεδίων, ακρόαση φορέων στις κοινοβουλευτικές επιτροπές), όσο και με νέους και άτυπους τρόπους, ώστε τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα και όλοι οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών να μπορούν να καταθέτουν τις προτάσεις τους επί των κυβερνητικών σχεδιασμών και τη γνώμη τους επί των κυβερνητικών πεπραγμένων.
Τέλος, τη δημιουργία συνθηκών που προάγουν τον πλουραλισμό στη δημόσια συζήτηση, και ιδίως στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Οι περιορισμοί στη φυσική κίνηση των ανθρώπων οδηγούν σε εξαφάνιση σχεδόν της φυσικής δημόσιας σφαίρας, η οποία πλέον τείνει να αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη σφαίρα των ΜΜΕ και τον ψηφιακό χώρο των κοινωνικών δικτύων. Επομένως, η ούτως ή άλλως κρίσιμη για τη δημοκρατία πλουραλιστική και ανεξάρτητη ενημέρωση αποκτά ακόμη πιο κεντρική σημασία, καθώς γίνεται σχεδόν το μόνο σημείο επαφής των ανθρώπων με τον έξω κόσμο, το μόνο βήμα διαλόγου και επαφής των διαφορετικών απόψεων, πολιτικών και επιστημονικών, με την κοινωνία.
Δυστυχώς, η διαχείριση της πανδημίας από την ελληνική κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν έχει καμία σχέση με αυτό το μοντέλο – και όχι τυχαία. Έχοντας προαποφασίσει πολιτικά – και σε πλήρη αντίθεση με όσα υπόσχονταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο διάγγελμά του τον περασμένο Μάρτιο – να εφαρμόσει την «ανοσία της αγέλης» και στην υγεία και στην οικονομία και να ευνοήσει τον κοινωνικό δαρβινισμό που θέλει τους πιο ευάλωτους να μένουν πίσω, έχοντας προαποφασίσει να μην κάνει την παραμικρή επένδυση ή πρόσληψη στο δημόσιο σύστημα υγείας, στην παιδεία, στις συγκοινωνίες, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται ότι όχι μόνο δεν έχει σκοπό να διαχειριστεί την πανδημία εμβαθύνοντας τη δημοκρατία, αλλά ότι αντίθετα θα χρησιμοποιήσει την πανδημία ως πρόσχημα για να «απαλλαγεί» από κάθε κριτική φωνή, κάθε διεκδίκηση, κάθε κοινωνικό έλεγχο, την ίδια στιγμή που διαμηνύει ότι θα συνεχίσει ακάθεκτη την υλοποίηση του «μεταρρυθμιστικού» της προγράμματος, με τεράστιες ανατροπές στο πεδίο της εργασίας και αλλού.
Το προηγούμενο διάστημα είχαμε ήδη τις πρώτες ενδείξεις αυτής της επιλογής : Από το καθεστώς μονοφωνίας στην ενημέρωση και την επιλεκτική στήριξη κάποιων ΜΜΕ μέσω της «λίστας Πέτσα», τη συστηματική – στα όρια της προπαγάνδας – προσπάθεια μετάθεσης της αποκλειστικής ευθύνης για την πανδημία στην ατομική συμπεριφορά των πολιτών, την αδιαφάνεια ως προς την πραγματική δυναμικότητα του ΕΣΥ σε ΜΕΘ και τη στοχοποίηση ολόκληρης της νεολαίας, τον συλλήβδην χαρακτηρισμό οποιουδήποτε αναρωτιόταν ή έκανε κριτική στην κυβέρνηση ως «συνωμοσιολόγου», «αρνητή της επιστήμης» ή «υπόκοσμου του διαδικτύου», μέχρι την ψήφιση του νέου νόμου για την επί της ουσίας απαγόρευση των διαδηλώσεων, την καταστολή των κινητοποιήσεων των υγειονομικών, το λοκ-άουτ μέσω τηλεκπαίδευσης στις μαθητικές καταλήψεις και ούτω καθεξής. Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, η οριζόντια απαγόρευση των συναθροίσεων χωρίς υγειονομικά κριτήρια και το όργιο καταστολής που δέχτηκαν ακόμα και κοινοβουλευτικά στελέχη πρώτης γραμμής των κομμάτων της Αριστεράς διέλυσαν και τις τελευταίες αμφιβολίες περί των κυβερνητικών προθέσεων.
Η επιλογή αυτή της κυβέρνησης δεν αποτελεί μόνο μια βαθιά πληγή στην ουσιαστική λειτουργία της δημοκρατίας. Αποτελεί και έναν ολισθηρό δρόμο που κινδυνεύει να οδηγήσει σε περαιτέρω εκτροχιασμό τη διαχείριση της πανδημίας. Η αποτελεσματική υγειονομική προστασία, την οποία η κυβέρνηση επικαλείται, δεν επιτυγχάνεται ούτε μέσω της προπαγάνδας ούτε μέσω της καταστολής. Εξαρτάται πλήρως από τη δημιουργία ενός αισθήματος ασφάλειας, εμπιστοσύνης και σταθερότητας για όλους τους πολίτες, από τη συμπεριληπτική λειτουργία της δημόσιας ζωής, από την εξασφάλιση συναίνεσης και αποδοχής των αποφάσεων, από διαμόρφωση των προϋποθέσεων ενσυνείδητης συμμόρφωσης με όσα μέτρα απαιτούνται, από τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης. Οτιδήποτε άλλο επιτείνει την ούτως ή άλλως συσσωρευμένη κόπωση, καλλιεργεί την καχυποψία και, τελικά, ευνοεί τους πραγματικούς ακροδεξιούς αρνητές του κορονοϊού, με ολέθρια αποτελέσματα και για τη δημόσια υγεία.
(Η Δανάη Κολτσίδα είναι διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς)