Σε μια εποχή που βεβαιότητες δεκαετιών, ακόμη και αιώνων καταρρέουν καθημερινά μπροστά μας, πρότυπα και ρόλοι αμφισβητούνται διαρκώς στην πράξη, στο καμίνι της ζώσας πραγματικότητας και όχι στο φαντασιακό κάποιας φιλοσοφικής ενατένισης, είναι ώρα να δούμε ξανά απ’ την αρχή το θέμα της Αναπηρίας.
Είναι αλήθεια ότι η Ανθρωπότητα έχει διανύσει μεγάλη απόσταση από τους (υπαρκτούς ή συμβολικούς) «Καιάδες» τους οποίους επεφύλασσαν οι αρχαιότερες κοινωνίες για σωματικά μειονεκτούντα άτομα, όπως κυρίαρχα αντιμετωπίζονταν για αιώνες ανάπηροι και χρόνια πάσχοντες. Ωστόσο, και με όλη την ανά τους αιώνες πρόοδο, ακόμη και σήμερα δεν έχουμε ξεφύγει από την κεντρική ιδέα πως η αναπηρία είναι πρόβλημα.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τα βασικά: Είναι η αναπηρία πρόβλημα; Πρέπει να την αντιμετωπίζουμε ως πρόβλημα; Μήπως η αναπηρία είναι απόλυτα συνυφασμένη με τον άνθρωπο; Μήπως η αναπηρία είναι μια διαφορετική κατάσταση που προσδιορίζει με έναν άλλο τρόπο συνανθρώπους μας;
Προσωπικά προτιμώ τη δεύτερη ανάγνωση. Η αναπηρία είναι μια κατάσταση που στον τρόπο που είναι οργανωμένη η ανθρώπινη κοινωνία πολύ συχνά στέκεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τα δικαιώματά του. Η αναπηρία δεν πρέπει πια να είναι κυρίαρχα θέμα Υγείας, αλλά θέμα Δικαιωμάτων, θέμα Δημοκρατίας και Κράτους Δικαίου.
Ας δούμε καταρχήν ενδεικτικά κάποια στοιχεία: οι άνθρωποι που γεννήθηκαν ή συνάντησαν κάποια στιγμή της ζωής τους την αναπηρία συνιστούν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό 15% του συνολικού πληθυσμού, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, και στις χώρες της ΕΕ υπολογίζονται σε πολλές δεκάδες εκατομμύρια πολιτών. Οι άνθρωποι αυτοί φυσικά δεν αποτελούν ένα ενιαίο και ομοιογενές σύνολο με συμπαγή χαρακτηριστικά. Έχουν διαφορετικές ταξικές αναφορές, προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα, συναντούν διαφορετικά επίπεδα αποδοχής στον στενό τους περίγυρο. Ωστόσο, ακόμη και στις μέρες μας βρίσκονται εκτεθειμένοι σε υψηλά επίπεδα κινδύνων, υψηλότερα από εμάς τους μη-ανάπηρους.
Στη νέα Στρατηγική για τα Δικαιώματα των Αναπήρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την περίοδο 2021-2030 διαβάζουμε - μεταξύ άλλων -πως διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού σε ποσοστό 28,4%, δραματικά μεγαλύτερο από τα μη ανάπηρα άτομα που το αντίστοιχο ποσοστό είναι 18,4%. Πάνω από 1.000.000 ανάπηρα παιδιά και ενήλικες ηλικίας κάτω των 65 και περισσότερα από 2.000.000 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω ζουν σε ιδρύματα. Το ποσοστό απασχόλησης των αναπήρων ατόμων δεν ξεπερνά το 50,8%, σε σύγκριση με το 70-75% των ατόμων χωρίς αναπηρία, ενώ ποσοστό άνω του 50% των αναπήρων ατόμων ανέφεραν ότι υπέστησαν διακρίσεις το 2019.
Οι αριθμοί δεν αφήνουν περιθώριο παρερμηνείας: Οι Ανάπηροι συμπολίτες μας αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας, διακρίσεων, αποκλεισμού. Και αυτό δεν σημαίνει μόνο λιγότερο συμπεριληπτικές κοινωνίες, δεν αποτελεί μόνο ένα ηθικό στίγμα για την χώρα μας και την ΕΕ, αλλά συνιστά ένα ουσιαστικό πρόβλημα Δημοκρατίας και λειτουργίας της, πρόβλημα που αγγίζει τον πυρήνα του Κράτους Δικαίου, θεμελιακού όρου ύπαρξης της μεγάλης μας Ευρωπαϊκής Οικογένειας.
Μία από τις κεντρικές συγκρούσεις στο πλαίσιο της ΕΕ είναι η προσπάθεια των Δυνάμεων της Δεξιάς και των Συμμάχων της να «περιορίσουν» το πεδίο δράσης της Ένωσης στον τομέα της Οικονομίας κρατώντας χαμηλά τα θέματα Δημοκρατίας και Κράτους Δικαίου.
Εννοείται φυσικά πως ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και η Ευρωομάδα της Αριστεράς αγωνιζόμαστε απέναντι σ’αυτήν τη λογική που επιβάλλει μνημόνια δήθεν οικονομικής εξυγίανσης και εξορθολογισμού, όπως στην Ελλάδα, αλλά αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του κάθε κράτους – μέλους τη μέριμνα για τα κορυφαία ζητήματα της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.
Ε, λοιπόν, όχι. Η Δημοκρατία, η συμμετοχή, δεν μπορεί να είναι μικρότερης αξίας προτεραιότητες από το έλλειμμα και τους δείκτες της Ανάπτυξης. Η ισότητα στην πράξη, η συμπεριληπτική κοινωνία, η άρση αποκλεισμών και εμποδίων για τους ανάπηρους Ευρωπαίους πρέπει να γίνει κεντρική πολιτική προτεραιότητα. Μακριά από την αγαπημένη Ευρωπαϊκή πρακτική της απλής καταγραφής εν είδει «ρεπόρτερ» και της ανακοίνωσης φιλόδοξων στόχων που όμως ποτέ δεν συνοδεύονται από ρήτρες υποχρεωτικότητας, με χρονοδιάγραμμα, και σαφές πλαίσιο ελέγχου.
Η ΕΕ χρειάζεται εδώ και τώρα όχι μια ακόμη διεκπεραιωτική ανανέωση στόχων και πολιτικών στο θέμα της Αναπηρίας αλλά μια στρατηγική στροφή που θα καθιστά τους νέους στόχους υποχρεωτικούς και εκτελεστέους, με ένα σαφές και ολοκληρωμένο σχέδιο με στόχο τη σύγκλιση όλων των κρατών-μελών.
Είναι ώρα η ΕΕ να βάλει τα ζητήματα της Αναπηρίας και της προσβασιμότητας στον πυρήνα ακόμη κι αυτών των ενταξιακών διαδικασιών επιβάλλοντας στα νέα κράτη-μέλη ένα «κοινοτικό κεκτημένο» που δεν περιορίζεται σε οικονομικούς δείκτες αλλά βάζει στην πρώτη γραμμή τον Άνθρωπο και τις ανάγκες του.
Μπορεί να υπάρξει καλύτερη αρχή για έναν τέτοιο στόχο;
Ο Κώστας Αρβανίτης είναι Ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία / The Left, μέλος της Επιτροπής LIBE (Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων) του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλίου