Πέρασε απαρατήρητο μέσα στο τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, αλλά και τη γενικότερη αδιαφορία για τους νεκρούς από την πολιτεία και τα μέσα ενημέρωσης που άλλοτε τρομοκρατούσαν τους πολίτες:
Η χώρα, το Σάββατο, ξεπέρασε τους 30.000 επισήμως καταγεγραμμένους θανάτους από τον κορονοϊό - για την ακρίβεια οι καταγεγραμμένοι θάνατοι ανήλθαν σε 30.012.
Η χώρα, δηλαδή, στα χρόνια της πανδημίας έχασε ήδη περίπου μια πόλη όπως η Κόρινθος (30.176 κατοίκους στην περασμένη απογραφή) και οδεύει ολοταχώς προς την απώλεια εντός του καλοκαιριού μιας πόλης όπως η Τρίπολη (30.886 κάτοικοι).
Για να υπολογίσουμε το μέγεθος των απωλειών η Ελλάδα είχε απώλειες κατά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 5.000 στρατιώτες στο πεδίο των μαχών, ενώ έχασαν τη ζωή τους και 132.000 πολίτες. Στο δε Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με πληθυσμό πριν εισέλθει σε αυτόν 7,22 εκατ. κατοίκων είχε απώλειες 35.100 ζωών στα πεδία των μαχών, 171,800 από άμαχους που σχετίζονται με πολεμικές δράσεις (π.χ. εκκαθαρίσεις πληθυσμών), ενώ οι απώλειες από τις συνθήκες ασιτίας και κακουχίας εκτιμώνται μεταξύ 300.000 και 600.000.
Η Ελλάδα είναι από τις χειρότερες χώρες στην Ευρώπη στα αποτελέσματα της πανδημίας, ιδίως από το περασμένο Σεπτέμβριο, οπότε και ουσιαστικά υιοθετήθηκε μια ιδιότυπη στρατηγική της «ανοσίας της αγέλης». Αντιθέτως, «πρωτιά» υπήρξε στην πολιτική εκμετάλλευση του θέματος, με την στοχοποίσηη της αντιπολίτευσης και την προσπάθεια ταύτισής της με τους αντεμβολιαστές, τις «λίστες Πέτσα» για τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, την κατασυκοφάντηση των διαδηλώσεων, τη δημιουργία Success Story –ποιος δεν θυμάται τα «διαγγέλματα Μητσοτάκη» και τις δηλώσεις του για τη …λήξη και το …τελευταίο μίλι της πανδημίας! Ταυτόχρονα, χρησιμοποιήθηκε η κατάσταση για να κερδίσει ο ιδιωτικός τομέας σε βάρος του ιδιωτικού, που ουσιαστικά όχι μόνο δεν καταπονήθηκε από την πανδημία, αλλά και βγήκε κερδισμένος από αυτήν!
Το χειρότερο, βεβαίως, είναι ότι αν και υπάρχουν προειδοποιήσεις ότι με τις πανδημίες δεν τελειώσαμε, η προετοιμασία του συστήματος υγείας για το μέλλον είναι κατά κοινή ομολογία ανεπαρκής.