Από την πρώτη παρατήρηση της σκοτεινής πλευράς στη Σελήνη κατά τη δεκαετία του ’60, είναι σαφές ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ της πλευράς της Σελήνης που βλέπουμε πάντα και αυτής της πλευράς που δεν φαίνεται στη Γη.
Η νεότερη ανάλυση αποκάλυψε, σύμφωνα με το IFL Science, ότι η διαφορά αυτή δεν είναι επιφανειακή, αλλά βαθιά. Το εσωτερικό στη Σελήνη, στην πλευρά που είναι ορατή στη Γη, είναι διαφορετικό από εκείνο της σκοτεινής πλευράς.
A new analysis has revealed a profound difference between the moon’s interior on the nearside, and that on the far side. 🔭 https://t.co/2A6XGReo9s
— IFLScience (@IFLScience) May 14, 2025
Τι έδειξε η μελέτη για τη Σελήνη
Η ανάλυση των δεδομένων που συλλέχθηκαν από την αποστολή GRAIL (Gravity Recovery and Interior Laboratory) της NASA, έδειξε ότι υπάρχει σαφής διαφορά θερμοκρασίας στην ορατή πλευρά της Σελήνης. Η ερευνητική ομάδα υπολόγισε τους παλιρροϊκούς αριθμούς στη Σελήνη, τιμές που περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο ένα ουράνιο σώμα παραμορφώνεται κάτω από μια εξωτερική βαρυτική δύναμη.
Αυτό επέτρεψε στους ερευνητές να δημιουργήσουν έναν εξαιρετικά ακριβή χάρτη υψηλής ανάλυσης του βαρυτικού πεδίου στη Σελήνη. Σε αυτόν τον χάρτη διαπιστώθηκε ότι η διχοτόμηση μεταξύ ορατής και αόρατης πλευράς επεκτείνεται βαθύτερα από ό,τι νομίζαμε.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι το εσωτερικό της Σελήνης δεν είναι ομοιόμορφο», δήλωσε στο IFL Science ο επικεφαλής συγγραφέας, Δρ. Ράιαν Παρκ, ανώτερος ερευνητής στο Εργαστήριο Aεριώθησης (JPL) της NASA, και πρόσθεσε: «Η πλευρά που είναι στραμμένη προς τη Γη, δηλαδή η κοντινή πλευρά, είναι θερμότερη και πιο ενεργή γεωλογικά στο βάθος από ό,τι η μακρινή πλευρά. Αυτή η διαφορά συνδέεται με την ηφαιστειακή ιστορία της Σελήνης και εξηγεί γιατί οι δύο πλευρές φαίνονται τόσο διαφορετικές».
Ακόμα ο ίδιος πρόσθεσε: «Η κοντινή και η μακρινή πλευρά της Σελήνης φαίνονται πολύ διαφορετικές, όπως φαίνεται από τις διαφορές στην τοπογραφία, στο πάχος του φλοιού και στην ποσότητα των στοιχείων που παράγουν θερμότητα στο εσωτερικό της. Αυτές οι διαφορές μπορεί να προέρχονται από διαφοροποιήσεις βαθιά στο εσωτερικό της Σελήνης, με αποτέλεσμα η μία πλευρά να είναι θερμότερη και πιο ηφαιστειακή. Μέχρι τώρα, δεν υπήρχαν σαφείς αποδείξεις για αυτές τις βαθιές διαφορές».
Τα δεδομένα της επιστημονικής έρευνας, που δημοσιεύθηκε στο Nature, υποδηλώνουν ότι ο μανδύας στην κοντινή πλευρά μπορεί να είναι «μαλακότερος» από τον μανδύα στη μακρινή πλευρά κατά 2 ή 3%. Μια μικρή τιμή, με μεγάλες συνέπειες. Η θερμοκρασία στην κοντινή πλευρά του μανδύα μπορεί να είναι υψηλότερη κατά 100 έως 200°C, πιθανώς λόγω της παρουσίας ραδιενεργών υλικών που κράτησαν αυτή την πλευρά θερμότερη για δισεκατομμύρια χρόνια.
«Σημαντικές ιδιότητες για τη δομή των πλανητών»
Πολλά διαστημόπλοια έχουν πραγματοποιήσει παρατηρήσεις του εσωτερικού των πλανητών και των φεγγαριών χρησιμοποιώντας τη βαρύτητα. Αν και όχι τόσο λεπτομερές όσο το GRAIL, το έργο αυτό έχει δώσει νέες πληροφορίες για τη Γη, τον Άρη, την Αφροδίτη, τον Ερμή και τα φεγγάρια των αερίων γιγάντων.
«Μετρώντας τον τρόπο με τον οποίο αλλάζει το βαρυτικό πεδίο ενός πλανήτη καθώς ένα διαστημικό σκάφος περιστρέφεται γύρω του, μπορούμε να συμπεράνουμε σημαντικές ιδιότητες για την εσωτερική δομή του – όπως αν είναι άκαμπτος, αν περιέχει ένα υγρό στρώμα ή αν έχει σημαντικές διακυμάνσεις στην πυκνότητα», εξήγησε ο Δρ. Ράιαν Παρκ.
Εν συνεχεία, ο ίδιος τόνισε: «Καθώς οι τεχνικές μέτρησης και η τεχνολογία συνεχίζουν να βελτιώνονται, οι μελλοντικές αποστολές θα είναι σε θέση να παρέχουν ακόμη πιο λεπτομερή και ακριβή δεδομένα βαρύτητας, ανοίγοντας νέες δυνατότητες για τη μελέτη μακρινών κόσμων. Η μελέτη μας παρέχει τον πιο λεπτομερή και ακριβή βαρυτικό χάρτη της Σελήνης μέχρι σήμερα. Αυτός ο βελτιωμένος βαρυτικός χάρτης αποτελεί ένα κρίσιμο θεμέλιο για την ανάπτυξη σεληνιακών συστημάτων εντοπισμού θέσης, πλοήγησης και χρονομέτρησης (PNT), τα οποία είναι απαραίτητα για την επιτυχία των μελλοντικών αποστολών εξερεύνησης της Σελήνης».