Δέκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την ημέρα που έφυγε προώρως από τη ζωή, χτυπημένος από τον καρκίνο, ο Νίκος Θέμελης.
Κάποιοι λένε ότι τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο Νίκος Θέμελης, αν και στο ευρύ κοινό έγινε δεκτός κυρίως από το λογοτεχνικό του έργο -και πρωτίστως από την τριλογία του «Η Αναζήτηση», «Η ανατροπή», «Η αναλαμπή», όλα εκδόσεις «Κέδρος»- είχε τεράστιο έργο ως πολιτικός.
Η εκτίμησή μας είναι η απώλειά του αποσυντόνισε πλήρως τον Κώστα Σημίτη, καθώς η προσφορά του στα θετικά σημεία στην πορεία του πρώην πρωθυπουργού προς την εξουσία, αλλά και στα θετικά σημεία της διακυβέρνησής του. Κάποιοι υποστηρίζουν πως μόνο και μόνο ότι ο Νίκος Θέμελης δεν πλούτισε από την πολιτική, δείχνει και το ποιον του ανθρώπου.
Έχοντας ζήσει τον Νίκο Θέμελη από κοντά, με την κάλυψη του ρεπορτάζ των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής και έχοντας τη τιμή να μου χαρίσει τη φιλία του, όσο και αν το λένε καλοπροαίρετα το παραπάνω, υποβαθμίζουν την προσωπικότητα του Νίκου Θέμελη ως πολιτικού.
Το iEidiseis, τιμώντας τον Νίκο Θέμελη την ημέρα που συμπληρώνεται μια δεκαετία από το θάνατό του, δημοσιεύει δυο κείμενα-ομιλίες σε εκδήλωση του ΟΠΕΚ (27 Μαρτίου 2012) για το πρόσωπό του, δυο ανθρώπων που επίσης εκτιμούμε, του Νίκου Χριστοδουλάκη και του Χρήστου Ροζάκη!
Νίκος Χριστοδουλάκης: Ο πολιτικός Θέμελης, μια δυσεύρετη προσωπικότητα
Πολυτάλαντος, πολυσχιδής και πολύξερος. Συνδύαζε μαζί πράγματα που άλλοι πασχίζουν να προσεγγίσουν ένα-ένα.
Ο Νίκος Θέμελης ήταν μια δυσεύρετη προσωπικότητα. Πολυτάλαντος, πολυσχιδής και πολύξερος. Συνδύαζε μαζί πράγματα που άλλοι πασχίζουν να προσεγγίσουν ένα-ένα. Με ουμανιστική παιδεία, αλλά και οξύ πολιτικό αισθητήριο. Βαθιά ευρωπαϊστής για να αφοσιωθεί στο όραμα ένταξης της Ελλάδα στην ΟΝΕ, αλλά και παθιασμένος τεχνίτης του λόγου με τις ελληνικές κοινότητες της Μαύρης Θάλασσας.
Πάνω από όλα όμως πιστεύω πως ήταν ένας πολιτικός στοχαστής και πολιτικός δημιουργός.
- Ελλάδα και Ευρώπη
Κυρίαρχη ήταν η πίστη του στην Ευρώπη και στο ευρωπαϊκό μέλλον της Ελλάδας. Αυτή η ιδέα τον γαλούχησε, για αυτήν στρατεύτηκε πολιτικά στις γραμμές της Ανανεωτικής Αριστεράς, αυτήν την υπόθεση υπηρέτησε επαγγελματικά. Αυτή στάθηκε και η ευκαιρία γνωριμίας του με τον Κώστα Σημίτη και σύμπλευσε μαζί του επί τρεις δεκαετίες.
Ο Θέμελης ήταν βαθύς γνώστης των θεσμών και διαδικασιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Γνωρίζει επίσης καλά τα πρόσωπα στις θέσεις– κλειδιά ήδη από προηγούμενη θητεία του. Η κουλτούρα του και η ικανότητα του σε τρεις ξένες γλώσσες του επιτρέπουν να οικοδομήσει σχέσεις διαρκούς επαφής και εμπιστοσύνης, που αποδεικνύονται πολύτιμες για τα συμφέροντα της χώρας.
Από την θέση δίπλα στον Σημίτη, του δόθηκε η δυνατότητα την πίστη του και τις γνώσεις του να τις οργανώσει πολιτικά για την χώρα του. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επινόηση και διαμόρφωση στόχων και προτάσεων πολιτικής, με τέτοια αξιοπιστία και ρεαλισμό ώστε να τις κάνει διεκδικήσιμες και σε μεγάλο βαθμό να τις υλοποιήσει και στην πράξη.
Κατά την ελληνική προεδρία του 1994 με τον Κ. Σημίτη υπουργό Βιομηχανίας, ο Θέμελης προετοιμάζει ενεργά και συντονίζει τις διαβουλεύσεις για κρίσιμα ευρωπαϊκά ζητήματα, όπως ήταν την εποχή εκείνη η Κοινωνία της πληροφορίας, οι Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το άνοιγμα της Αγοράς Ηλεκτρισμού.
Στις διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα Έρευνας και Τεχνολογίας, θυμάμαι τον εξαντλητικό γύρο διαπραγματεύσεων που κάναμε μαζί από χώρα σε χώρα και με το Ευρωκοινοβούλιο για να καταλήξει τελικά σε μια πετυχημένη συμφωνία στο Συμβούλιο Υπουργών διασφαλίζοντας επιπλέον κονδύλια και διατηρώντας ταυτόχρονα τα κριτήρια συνοχής που ευνοούσαν τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου.
Από το 1996 και μετά, με τον Κ. Σημίτη Πρωθυπουργό, ο Θέμελης ασχολείται κυρίως με τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και προετοιμάζει τις ελληνικές θέσεις για τα Συμβούλια Κορυφής. Έχοντας στενή συνεργασία με τους δύο επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών - τον Θεόδωρο Πάγκαλο και στην συνέχεια τον Γιώργο Παπανδρέου – ο Θέμελης παίζει καταλυτικό ρόλο στον σχεδιασμό και την προώθηση της στρατηγικής. Βελτιώνει, εμπλουτίζει, αλλά και εισηγείται, πολλά ζητήματα που άλλαξαν την πορεία της χώρας, την έβγαλαν από τον παραγκωνισμό της διαρκούς υστέρησης και μοιρολατρίας, και της προσέδωσαν κύρος, αυτοπεποίθηση και ισχύ σε μια Ευρώπη που αναζητούσε και η ίδια ένα μεγαλύτερο ρόλο διεθνώς.
Η Συμφωνία του Ελσίνκι το 1999, οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ το 2000, και η διεκδίκηση αυξημένων πόρων από το Δ’ Κοινοτικό πλαίσιο στήριξης το 2001 από την κυβέρνηση Σημίτη φέρουν το αποτύπωμα του Νίκου Θέμελη ο οποίος συμβούλευε, έγραφε και συντόνιζε πολλά από τα επιχειρήματα και τις επαφές που χρειάστηκαν.
- Ελληνική Προεδρία 2003
Η μεγάλη σκηνή για τον Θέμελη ήταν βέβαια η ελληνική Προεδρία του 2003. Πέρα από τα πολλά ανοιχτά και δύσκολα θέματα που ποτέ δεν λείπουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η προεδρία Σημίτη είχε να αντιμετωπίσει και τρεις ασυνήθιστα έντονες προκλήσεις εκείνη την εποχή:
Mία εσωτερική πρόκληση για την ολοκλήρωση και αποδοχή του Ευρώ-συντάγματος που θα άνοιγε τον δρόμο περαιτέρω σύσφιξης και μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας των Ευρωπαϊκών θεσμών.
Μια ενδο-ευρωπαϊκή, με την ενσωμάτωση δέκα νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μεταξύ αυτών και της Κύπρου που αποτελούσε κορυφαία στρατηγική προτεραιότητα για την Ελλάδα.
Και μία εξωτερική πρόκληση, που είχε προκύψει από την αγγλο-αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Ο πόλεμος αυτός απειλούσε να τινάξει στον αέρα την πολιτική συνεννόηση αλλά και την διεθνή επιρροή της Ευρώπης, που τόσο επίμονα και επίπονα η Ένωση προσπαθούσε να οικονομήσει τα προηγούμενα χρόνια.
Ο Θέμελης υπήρξε πολύτιμος αγωγός του Κ. Σημίτη στο να πετύχει μια συμφωνία με όλους σχεδόν τους Ευρωπαίους ηγέτες για μη-εμπλοκή της Ένωσης στον πόλεμο, παρά τις αφόρητες πιέσεις όσων τον επεδίωκαν με το ψευδές - όπως περίτρανα αποδείχθηκε – φόβητρο των ιρακινών όπλων μαζικής καταστροφής. Η Ευρώπη γλύτωσε έτσι από έναν βέβαιο διασυρμό, και αυτό της επέτρεψε αργότερα να έχει μεγαλύτερη αξιοπιστία στα γεωπολιτικά προβλήματα και δρώμενα της Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής.
Και η εσωτερική πρόκληση της νέας Συνθήκης κατέληξε επίσης σε επιτυχία. Ο Θέμελης άλλωστε ήταν και νομικός, και θυμάμαι την άφατη χαρά του όταν ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν παρέδωσε στον Έλληνα πρωθυπουργό το κείμενο του Ευρω-Συντάγματος κατά την Σύνοδο της Χαλκιδικής τον Ιούνιο 2003. Όπως θυμάμαι επίσης και την κατάπληξη του, όταν την ίδια στιγμή στην Αθήνα εμαίνετο η πίεση «να φύγει ο Σημίτης» για να μην προλάβει να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την Ευρωπαϊκή αναγνώριση και ανάδειξη της χώρας.
Ακόμα πιο μεγάλη σημασία είχε όμως για τον Θέμελη η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή αφορούσε και την Κύπρο.
- Κυπριακό
Καθοριστική, αν και ελάχιστα γνωστή, υπήρξε η συμβολή του στην υπόθεση ένταξης της. Όπως φαίνεται και μέσα από τα βιβλία του ο Νίκος πίστευε πολύ στην δύναμη και την δημιουργικότητα του Ελληνισμού, εντός και εκτός Ελλάδος και η Κύπρος αποτελούσε την προμετωπίδα αυτής της στρατηγικής.
Αντιλαμβάνεται έγκαιρα την στρατηγική σημασία που θα έχει η ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την ίδια την Κύπρο και την ασφάλεια της, για την διαμόρφωση καλύτερων προϋποθέσεων επίλυσης του προβλήματος κατοχής, αλλά και για την ισχυροποίηση της Ελλάδας στα Ευρωπαϊκά δρώμενα.
Η φιλία του και η στενή συνεργασία με τον Γιάννο Κρανιδιώτη παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της ενταξιακής πορείας της Κύπρου, επειδή μόνο αυτή μπορούσε να υπερκεράσει την αδιαλλαξία της Τουρκίας και τα πολύχρονα αδιέξοδα του ΟΗΕ.
Μετά τα γεγονότα της Δερύνειας τον Αύγουστο 1996 και τις δολοφονικές επιθέσεις των Γκρίζων Λύκων, η προοπτική αυτή απειλείται με πισωγύρισμα. Πολλοί στην Τουρκία θέλουν να επιβάλλουν ένα καθεστώς αναμέτρησης για να ανακόψουν την ευρωπαϊκή της πορεία. Για την επιβεβαίωση και την ενδυνάμωση της ενταξιακής πορείας ο Θέμελης σχεδιάζει ως άμεση απάντηση το ταξίδι Σημίτη στην Κύπρο το 1996.
Με μια σειρά ομιλίες και επαφές του Κ. Σημίτη και με την ενεργό συμμετοχή Κρανιδιώτη συντονίζεται στην Κύπρο ένα δυναμικό ρεύμα ενταξιακής διεκδίκησης και επανενοποίησης του νησιού. Όχι ως μια φρουρούμενη συνύπαρξη εχθρικών κοινοτήτων, αλλά ως ενιαίος χώρος σε ένα πλαίσιο Ευρωπαϊκής ελευθερίας, οικονομικής ολοκλήρωσης και κοινωνικής προσπέλασης.
Η στρατηγική για την οποία εργάστηκε ο Θέμελης υπερέβαινε τόσο το κυρίαρχο τότε – πλην όμως αμφίβολης αξιοπιστίας όπως πρακτικά αποδείχθηκε – πλαίσιο του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Αλλά απαντούσε επίσης και στην κοσμοπολίτικη αδιαφορία που επικρατούσε τότε σε αρκετά τμήματα της ελληνο-κυπριακής κοινωνίας που έδειχναν μεγαλύτερη ζήλο για τις ρωσικές off-shore και υποτιμούσαν την σημασία της ευρωπαϊκής συμμετοχής.
Η πολιτική αυτή δικαιώθηκε πλήρως με την ένταξη της Κύπρου το 2003. Ο Θέμελης συμμετέχει στην πανηγυρική επίσκεψη Σημίτη στην Λευκωσία τον Μάϊο εκείνης της χρονιάς– και αυτό αποτέλεσε πιστεύω μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές δικαίωσης του – αν και χωρίς πια τον Κρανιδιώτη μετά από εκείνο το παρανοϊκό ατύχημα.
Και πάλι όμως δεν είδε να γίνονται όλα που στοχαζόταν, ήταν βλέπεις πολλά και άλλοι αργούσαν. Θυμάμαι όταν η Ελλάδα αναλάμβανε την Ευρωπαϊκή Προεδρία το 2003, μου έλεγε πως είχε καημό στην διάρκεια της να γίνει ορθόδοξη λειτουργία στην Αγιά-Σοφιά, πεντέμισι ακριβώς αιώνες από την άλωση της.
- Πολιτικός χαρακτήρας
Ψύχραιμος, ενημερωμένος και αναντικατάστατα χρήσιμος στα δύσκολα, εμπλούτιζε κάθε συζήτηση συνεισφέροντας σε διαστάσεις που δεν ήταν προφανείς.
Κατείχε καλά την τέχνη της διαλλακτικότητας και της συναίνεσης. Γεφύρωνε αντιθέσεις πριν γίνουν ακραίες και προέβλεπε συμπεριφορές και αντιδράσεις πριν εκδηλωθούν.
Η μετριοφροσύνη του πήγαζε από μια ισχυρή αυτοπεποίθηση και ο ίδιος έτρεφε μια «επαγγελματική» αποφυγή στη δημοσιότητα, καθώς φοβόταν ότι θα του στερούσε τον χρόνο από την επόμενη συμβολή του.
Οι γνώσεις του, ο χαρακτήρας του και η αποφυγή δημόσιας προβολής υπήρξαν τρεις καθοριστικές προϋποθέσεις για να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στον συντονισμό του κυβερνητικού έργου και την συνεννόηση μεταξύ υπουργών και στελεχών.
Διαφορές απόψεων, διαφορετικές προτεραιότητες, αλλά και προσωπικοί ανταγωνισμοί ανακύπτουν πολύ συχνά σε μία κυβέρνηση, και η κυβέρνηση Σημίτη δεν αποτελούσε εξαίρεση. Πριν όμως φτάσουν σε επίπεδο Πρωθυπουργού και αποκρυσταλλωθούν ως πολιτικές αντιθέσεις, παραμόνευε ο Θέμελης και επιχειρούσε να τις αποφορτίσει, να τις αξιολογήσει στις πραγματικές διαστάσεις και να προετοιμάσει μια σύνθεση και συνεννόηση με τον Πρωθυπουργό.
Δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι η έξαρση των ενδοκυβερνητικών τριβών κατά την δεύτερη τετραετία Σημίτη, οφείλεται – εν μέρει τουλάχιστον – και στην συντετμημένη παρεμβολή του Θέμελη, είτε λόγω του φόρτου της Προεδρίας, είτε από τα λύτρα που του ζητούσε ο χρόνος με το αδυσώπητο πλήγμα που του ετοίμαζε.
Ο χρόνος ήταν πάντα ο μεγάλος αντίπαλος του Θέμελη και ο μόνος που τον νίκησε άδικα και πρόωρα.
Δεν υπέκυψε όμως στον επερχόμενο φόβο και πέρασε απέναντι πολυάσχολος, περήφανος και πολύφερνος με βιβλία, ιδέες, δημόσιο έργο και προσωπικά επιτεύγματα.
Αλλά και πάλι δεν φτάνουν όλα τούτα να κλείσουν την δική μας χαίνουσα πληγή της απουσίας. Και όσα να λέμε εμείς, το κενό παραμένει.
Χρήστος Ροζάκης: Ο Νίκος Θέμελης και η εξωτερική πολιτική
Η διαμόρφωση πολιτικής στη δημοκρατία είναι συνήθως έργο συλλογικό. Ενώ υπεύθυνος γι αυτήν είναι ο εκλεγμένος αντιπρόσωπος ή ο εκτελεστικός παράγοντας που λογοδοτεί σε αυτόν, η ολοκλήρωσή της περνάει από στάδια αφανούς ανάμιξης σειράς ατόμων, που πολλές φορές αφήνουν καταλυτικά τη σφραγίδα τους στο τελικό αποτέλεσμα. Ο Νίκος Θέμελης υπήρξε ακριβώς ένας τέτοιος αφανής, για τους πολλούς, παράγοντας διαμόρφωσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που πρωτοστάτησε σε μια ριζική αναμόρφωση της στρατηγικής της περιόδου της διακυβέρνησης Σημίτη.
Ο Νίκος Θέμελης ήταν ένας ένθερμος πατριώτης σε μια περίοδο πολιτικής που θα χαρακτήριζα έντονα πατριωτική με ξεκάθαρα τα χαρακτηριστικά ενός πραγματικού, λειτουργικού πατριωτισμού. Γιατί υπάρχουν πατριωτισμοί και πατριωτισμοί. Υπάρχει αυτός ο γνωστός μας εσωστρεφής πατριωτισμός όσων πιστεύουν σε μια Ελλάδα κλεισμένη στον εαυτό της, ανενόχλητη όσο το δυνατόν από τις επιδράσεις του διεθνούς περιβάλλοντος και από τον ανταγωνισμό και την άμιλλα που συνεπάγεται η έκθεσή της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Με το προνόμιο που αυτό προσπορίζει, να απολαμβάνουμε τη στατικότητά μας χωρίς τις οχλήσεις ενός απαιτητικού κόσμου που προχωράει γύρω μας. Με μόνο θετικό πρόσημο το ένδοξο παρελθόν των προγόνων που έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν στην ίδια γη και το οποίο νοηματοδοτεί τη δική μας ζωή και ενεργοποιεί διεκδικήσεις στο παρόν.
Απέναντι σε αυτόν τον ουτοπικό αναχρονισμό - αν λάβουμε υπόψη μας σε ποιον πλανήτη ζούμε σήμερα - υπάρχει ένας εξωστρεφής, ανοιχτός, πατριωτισμός, στον οποίο η αγάπη για τον τόπο και τον άνθρωπο συνυφαίνεται με την επιθυμία για προκοπή, με γνώμονα όχι μια χωρικά εγκλωβισμένη κοινωνία, αλλά μια κοινωνία που αναπνέει απρόσκοπτα στο διεθνές περιβάλλον, συναγωνίζεται με ίσους όρους, προσαρμόζεται ή και προκαλεί τις νεωτερικές κατακτήσεις του.
Στη δεύτερη (μειοψηφική;) κατηγορία ανήκει ο Θέμελης, όπως και η πολιτική που συνδιαμόρφωνε. Και η συνέπεια αυτής της αντίληψης πατριωτισμού υπήρξε η ριζική στροφή που παρατηρούμε στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας εκείνης της περιόδου. Η απομάκρυνση, δηλαδή, από την εικόνα μιας Ελλάδας που είχε αντιφατικά προσχωρήσει στους μείζονες οργανισμούς της ηπείρου μας για να τους χρησιμοποιήσει στη συνέχεια κυρίως για την επίτευξη στενά εννοούμενων εθνικών στόχων. Και όπου η συμμετοχή σε αυτούς περιοριζόταν, τις περισσότερες φορές, σε εξατομικευμένα αιτήματα, χωρίς διακριτή συμβολή στα κοινά ή υπερεθνικά μελήματα. Με τακτικές που αγνοούσαν ότι η συμμετοχή σε αυτούς τους οργανισμούς προϋποθέτει ανταποδοτικότητα, εκφρασμένη ως διαρκής και ενεργητική συμμετοχή στα ευρύτερα ζητήματα που τους απασχολούν. Το πρόσχημα του αδύνατου, και με ιδιαιτερότητες, μικρού κράτους δεν είναι βιώσιμο επιχείρημα γιατί σε αυτές τις διεθνείς συναλλαγές δεν είναι μόνο το μέγεθος ή η δύναμη που προσδιορίζουν την επιρροή. Είναι και οι ιδέες, οι απόψεις, οι λύσεις που μια χώρα μπορεί να προτείνει για τα κοινά, εκείνο που προσδιορίζει τη θέση της και την επίδρασή της.
Η περίοδος 1996-2004 απορρίπτει τις άκαρπες αντιρρήσεις, τις αποχές, τις διαρκείς αποκλίσεις από κοινές γραμμές, τις συναφείς επικλήσεις της ιδιαιτερότητάς μας. Αντίθετα, όχι μόνο ενστερνίζεται την ευρωπαϊκή πορεία χωρίς δισταγμούς, αλλά και συμμετέχει σε αυτήν πρωτοποριακά. Και πίσω από αυτήν την πολιτική, στην καθημερινή, εντατική άσκησή της βρίσκεται ο Νίκος Θέμελης.
Αλλά και στον τομέα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ο Θέμελης υπήρξε σημαντικός παράγοντας. Σε μια κυβέρνηση που ήθελε να ξεπεράσει τα στερεότυπα μιας κραταιάς πολιτικής που είχε υιοθετηθεί από το 1981 και μετά, και της οποίας η σκοπιμότητα είχε αγγίξει πια τα όριά της, που ήθελε να προχωρήσει από την επικίνδυνη πια αδράνεια στη ρήξη, το μέτωπο αντίστασης ήταν σημαντικό, καθώς μάλιστα η Τουρκία διατηρούσε αμετακίνητες τις θέσεις της στα όρια, πολλές φορές, της υπερβολής και της κατάχρησης του Διεθνούς Δικαίου. Και εδώ ενήργησε ο μοχλός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η συμπεριφορά της οποίας είχε πια ευνοϊκά μεταβληθεί για την Ελλάδα, επιτρέποντας τις εξελίξεις που οδήγησαν στο Ελσίνκι του 1999. Η στιγμή της εξαργύρωσης της νέας ελληνικής πολιτικής είχε επέλθει. Μπορούσε, αλήθεια, κανείς να πιστέψει λίγα χρόνια πριν ότι η Κοινότητα θα αποδεχόταν την ένταξη της Κύπρου χωρίς προηγούμενη λύση του πολιτειακού, ή ότι θα ανελάμβανε ρόλο επιδιαιτητή στα διμερή μας ζητήματα, εξαρτώντας, μάλιστα, την ενταξιακή πορεία της γείτονος από την επίλυσή τους;
Ο ρόλος του Νίκου Θέμελη στις επιτυχίες αυτές υπήρξε μοναδικός. Και οι επιτυχίες του τόσο στην άρση των εσωτερικών αντιστάσεων - γιατί υπήρξαν και αυτές - όσο και στην κατάλληλη προετοιμασία του διεθνούς παράγοντα είναι απόλυτα αναγνωρισμένες από όσους έζησαν από κοντά την κρίσιμη αυτή καμπή. Ενας ρόλος που παραμένει ιστορικός αλλά και ανεπηρέαστος από τις εξελίξεις που σε μεγάλο βαθμό αναίρεσαν μια μοναδική στιγμή της εξωτερικής πολιτικής μας.