Η προσπάθεια να οξύνει τις εγγενείς αντιθέσεις και αντικρουόμενες θέσεις της ΝΔ για το ζήτημα των εν εξελίξει διερευνητικών με την Τουρκία, μετά και την ηχηρή παρέμβαση Σαμαρά, αποτελεί τον πλέον εμφανή στόχο της σημερινής παρέμβασης του Αλέξη Τσίπρα.
Ωστόσο, πέραν αυτού, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται πως με το άρθρο του υπό τον τίτλο «Εθνική Ευθύνη» απλώνει έτι περαιτέρω την αντιπολιτευτική βεντάλια του γύρω από το ζήτημα των ελληνοτουρκικών, τη στάση του κ. Μητσοτάκη και την γενικότερη αναξιοπιστία της συντηρητικής παράταξης στα μείζονα εθνικά ζητήματα.
Η παρέμβαση αυτή έρχεται την ώρα που στο επιτελείο της Κουμουνδούρου εκτιμούν πως, πέραν των αποστάσεων Μεγάρου Μαξίμου με Υπουργείο Εξωτερικών, το πρωθυπουργικό γραφείο αποφεύγει να πάρει θέση για την παρέμβαση του κ. Σαμαρά, με μοναδική – φαρμακερή – απάντηση να έχει έρθει διά στόματος Ντόρας Μπακογιάννη για τις διερευνητικές που έγιναν και επί διακυβέρνησης του Μεσσήνιου πολιτικού.
Ως εκ τούτου, πίσω από την παρέμβαση του κ. Τσίπρα μπορεί κανείς να εξάγει πέντε πολιτικά συμπεράσματα – μηνύματα τόσο προς το Μέγαρο Μαξίμου όσο και προς το ακροατήριο του λεγόμενου μεσαίου – μετριοπαθούς χώρου, που αποτελεί και το μήλον της έριδος.
1. «Στρίβει» το μαχαίρι στην εσωκομματική πληγή Μητσοτάκη μετά την παρέμβαση Σαμαρά με το σκληρό δίλημμα εάν ο Πρωθυπουργός θα πράξει το εθνικά επωφελές, συνεχίζοντας τις διερευνητικές για επίλυση με προοπτική της Χάγης ή το «κομματικά αναγκαίο», υποχωρώντας ή καίγοντας την όποια προοπτική επίλυσης υπάρχει προς διασφάλιση της εσωκομματικής του νηνεμίας. Αναδεικνύει έτσι την πολιτική «ομηρεία» στην οποία παραμένει αγκυλωμένος ο κ. Μητσοτάκης, με μόνη διαφορά το επίδικο: Η Συμφωνία των Πρεσπών έχει δώσει τώρα τη θέση της στις διερευνητικές με την Άγκυρα.
2. Με τον τρόπο αυτό ο κ. Τσίπρας, αν και επαναλαμβάνει τις κόκκινες γραμμές για το «απαράδεκτο» τουρκικών αξιώσεων όπως οι γκρίζες ζώνες και η αποστρατικοποίηση νησιών, εμφανίζεται μετριοπαθής και ρεαλιστής, απευθυνόμενος στις ανησυχίες και τα «πιστεύω» ενός πιο κεντροαριστερού – κεντρώου κοινού, το οποίο ο κ. Μητσοτάκης διατείνεται αλα καρτ ότι εκφράζει πολιτικά.
3. Επιμένει εμφατικά στην έστω και εκ των υστέρων δικαίωση της Συμφωνίας των Πρεσπών και την οβιδιακή αλλαγή στάσης της ΝΔ μετεκλογικά, με φόντο τις κυρώσεις των τριών διμερών συμφωνιών με τη Βόρεια Μακεδονία, η ψήφιση των οποίων έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες υπό το φόβο κοινοβουλευτικής ήττας της ΝΔ.
4. Φωτίζει έτι περαιτέρω την αψήφιση του δεδομένου πολιτικού κόστους που είχε για τον ίδιο τόσο η συμφωνία καθαυτή όσο και την ψηφοθηρική στάση του κ. Μητσοτάκη, η οποία τώρα έχει δώσει τη θέση της στην πλήρη τήρησή της. Δημιουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο μία αντίστιξη μεταξύ του ίδιου ως υπεύθυνου πολιτικού αναγνωρισμένης και πλέον διεθνούς εμβέλειας και του Πρωθυπουργού που με ασαφείς θέσεις μετά την παρέμβαση Σαμαρά,
5. Προειδοποιεί όσους απεργάζονται αποτυχία των διερευνητικών για εσωκομματική νηνεμία στη λογική της «μη λύσης» για υπαρκτό και καταστροφικό για την Ελλάδα διπλό κίνδυνο: Είτε «να εξαναγκαστούμε σε απαράδεκτες εθνικές υποχωρήσεις», είτε αν η Ελλάδα πάρει το «μουτζούρη» από τη διεθνή κοινότητα για το διπλωματικό ναυάγιο, να βρεθεί την επόμενη μέρα ακόμη πιο απομονωμένη διπλωματικά, «με μια Τουρκία ολοένα και πιο επιθετική, που θα έχει ενισχύσει τις σχέσεις της με τον διεθνή παράγοντα».