Για δυο μεγάλα κενά που περιλαμβάνει η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία κάνει λόγο ο Θοδωρής Δρίτσας, ενώ διαμηνύει πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συμφωνεί με την πενταετή –και πολύ περισσότερο με την επ΄ αόριστον-ανανέωση της Αμυντικής Συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Ναι, τα δύο πρώτα και πολύ σημαντικά κενά που καταγράφονται στην αμυντική συμφωνία, είναι οι προβλέψεις των άρθρων 2 και 18 ι). Από τον συνδυασμό αυτών των δύο άρθρων, προκύπτει σαφέστατα ότι, η Γαλλία -ακόμα κι αν φτάσουμε ως εκεί- δεν θα υποχρεωθεί ποτέ να στηρίξει με ένοπλη παρέμβαση απειλούμενα ελληνικά συμφέροντα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ενώ η Ελλάδα -πάλι βέβαια εφόσον χρειαστεί- υποχρεούται ρητά, να στείλει εκστρατευτικό Σώμα, όχι στη γαλλική επικράτεια αλλά σε άλλες περιοχές που αναπτύσσονται γαλλικά συμφέροντα, όπως το Σαχέλ στην έρημο Σαχάρα στην Αφρική!»
Τα παραπάνω τονίζει μεταξύ άλλων ο Τομεάρχης Άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ κατηγορεί τον πρωθυπουργό για καθυστέρηση στην αγορά των φρεγατών, όπως είχε αποφασιστεί από το 2017. «Ο κ. Μητσοτάκης όμως επισκέφθηκε τον τότε Πρόεδρο των Η.Π.Α. τον ανεκδιήγητο κ. Τραμπ, του δήλωσε «πρόθυμος» και μέσα από ανεπίτρεπτες ακροβασίες τα μεν F16 καθυστέρησαν αναιτιολόγητα, οι δε φρεγάτες στην πραγματικότητα ακυρώθηκαν», σημειώνει, ενώ ασκεί και κριτική για το ύψος των εξοπλισμών και τον τρόπο που αποφασίζονται. «Το σύστημα των εξοπλισμών δεν μπορεί να μοιάζει με super market, όπου μπαίνει ο αγοραστής για να πάρει γάλα και φεύγει με το καρότσι γεμάτο», δηλώνει ο Θοδωρής Δρίτσας και διαμηνύει πως το κόμμα του είναι αντίθετο στην πενταετή ανανέωση συμφωνία της συμφωνίας για τις βάσεις.
Πού συμφωνείτε και που έχετε ενστάσεις για την αγορά των φρεγατών από τη Γαλλία κ. Δρίτσα;
Η υπόθεση αγοράς φρεγατών για τις ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού, είναι ένα πάρα-πάρα πολύ χαρακτηριστικό δείγμα γραφής της αλλοπρόσαλλης κυβερνητικής πολιτικής και επίσης, της διαφοράς μεγέθους ευθύνης για τόσο σοβαρά θέματα ανάμεσα στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ήδη από το 2017-2018 όταν άρχισαν να διαμορφώνονται δημοσιονομικές δυνατότητες, η τότε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και το Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων μαζί και με τα τρία Επιτελεία, σε διαρκή επικοινωνία με τον Πρωθυπουργό, επικαιροποίησαν και επιτάχυναν το συνολικό σχέδιο για τις ανάγκες ανανέωσης, αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού των οπλικών συστημάτων, με υπολογισμό των πραγματικών αναγκών και των προτεραιοποιήσεων. Μέχρι τότε, η έμφαση έπεφτε κυρίως στη συστηματική στόχευση καλής συντήρησης, υψηλής διαθεσιμότητας και κάλυψης των αναγκών σε ανταλλακτικά και καύσιμα. Μέσα στη χρεοκοπία δεν μπορούσαν να γίνουν άλλα σχέδια.
Ως προϊόν της πιο πάνω συγκροτημένης πρωτοβουλίας του 2017-2018, οδηγηθήκαμε στην ομόφωνη επιλογή και των τριών Επιτελείων, ότι προτεραιότητα για τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων είναι η αναβάθμιση των F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας και η αντικατάσταση έως τεσσάρων πεπαλαιωμένων φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού με νέες φρεγάτες, σύγχρονες και κατάλληλες όχι μόνο για το Αιγαίο αλλά και για την Ανατολική Μεσόγειο. Και τα δύο δρομολογήθηκαν με όλες τις διαδικασίες που προβλέπει η σχετική νομοθεσία και όταν το 2019 ανέλαβε Πρωθυπουργός ο κ. Μητσοτάκης και τα δύο ήταν πια σε προχωρημένο και ώριμο στάδιο. Πράγματι η επιλογή στην οποία τότε είχαν καταλήξει τα Επιτελεία και η κυβέρνηση, ήταν η προμήθεια τριών με οψιόν άλλης μίας, φρεγατών τύπου Belhara από τη Γαλλία.
Εάν ο κ. Μητσοτάκης είχε προχωρήσει το με διαφάνεια και επαγγελματισμό σχεδιασμένο Πρόγραμμα, τώρα θα είχαμε ήδη σε επιχειρησιακή δράση έναν αριθμό από τα αναβαθμισμένα F-16 και ίσως την πρώτη γαλλική φρεγάτα. Ο κ. Μητσοτάκης όμως επισκέφθηκε τον τότε Πρόεδρο των Η.Π.Α. τον ανεκδιήγητο κ. Τραμπ, του δήλωσε «πρόθυμος» και μέσα από ανεπίτρεπτες ακροβασίες τα μεν F16 καθυστέρησαν αναιτιολόγητα, οι δε φρεγάτες στην πραγματικότητα ακυρώθηκαν.
Δύο χρόνια μετά ο κ. Μητσοτάκης χωρίς τήρηση των νόμων, χωρίς τη γνώμη των Επιτελείων παρά μόνο εκ των υστέρων (!), έχει ήδη επιδοθεί σε μία ασχεδίαστη αύξηση των εξοπλισμών, που ούτε την ανάγκη «επαρκούς άμυνας» εξυπηρετεί ούτε τη δαμόκλειο σπάθη της εξυπηρέτησης του χρέους μετά το 2030 υπολογίζει. Αυτά, επιπρόσθετα υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή, στερώντας κρίσιμους και επειγόντως αναγκαίους πόρους από το Κοινωνικό Κράτος. Αλλοπρόσαλλα και ανεύθυνα πράγματα. Τώρα, μέσα από όλες αυτές τις παλινωδίες, επιστρέφει στην αγορά των φρεγατών από την Γαλλία, Πρόγραμμα που ο ίδιος ακύρωσε ενώ ήταν ώριμο. Έχουν καμία σχέση αυτά με σοβαρή φροντίδα για το αξιόμαχο του στρατεύματος; Τι να πεις…
Η αμυντική συμφωνία που υπογράφηκε πιστεύετε ότι έχει κενά;
Ναι, τα δύο πρώτα και πολύ σημαντικά κενά που καταγράφονται, είναι οι προβλέψεις των άρθρων 2 και 18 ι). Από τον συνδυασμό αυτών των δύο άρθρων, προκύπτει σαφέστατα ότι, η Γαλλία -ακόμα κι αν φτάσουμε ως εκεί- δεν θα υποχρεωθεί ποτέ να στηρίξει με ένοπλη παρέμβαση απειλούμενα ελληνικά συμφέροντα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ενώ η Ελλάδα -πάλι βέβαια εφόσον χρειαστεί- υποχρεούται ρητά, να στείλει εκστρατευτικό Σώμα, όχι στη γαλλική επικράτεια αλλά σε άλλες περιοχές που αναπτύσσονται γαλλικά συμφέροντα, όπως το Σαχέλ στην έρημο Σαχάρα στην Αφρική!
Την Τρίτη (05/10) στην αρμόδια Επιτροπή και την Πέμπτη (07/10) στην Ολομέλεια της Βουλής, θα τα αναλύσουμε όλα αυτά και θα τα τεκμηριώσουμε υπεύθυνα. Σίγουρα όμως, τα ζητήματα που προκύπτουν από τη Συμφωνία έχουν ευρύτερες διαστάσεις. Πουθενά μα πουθενά για παράδειγμα, η Συμφωνία αυτή δεν προτάσσει τα ζητήματα των αναγκαίων συμμαχιών για τη μείωση των εντάσεων και την κατοχύρωση της ειρήνης και της συνεννόησης στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Μία τυπική γενικόλογη αναφορά που υπάρχει στο προοίμιο, στα… «λαμβάνοντας υπόψη», με τίποτα δεν καλύπτει αυτή την ανάγκη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, θέλει κι επιδιώκει χρόνια τώρα, ανάπτυξη σχέσεων στρατηγικής συνεργασίας με τη Γαλλία, όχι μόνο στην Άμυνα αλλά και σε όλα τα πολλαπλά επίπεδα συνεργασιών. Αυτά αποτυπώθηκαν στη στρατηγική Συμφωνία που υπέγραψαν ο Τσίπρας με τον Ολάντ το 2015 και συμπληρώθηκαν με τον Οδικό Χάρτη του 2016 με τις συνυπογραφές πάλι του Τσίπρα και του τότε Πρωθυπουργού της Γαλλίας, Μανουέλ Βάλλς. Αυτά τα δύο κείμενα αν και η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα παρουσιάζει ως προοίμιο της σημερινής Συμφωνίας Μακρόν-Μητσοτάκη, δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους από άποψη πολιτικής αντίληψης, συνολικής στρατηγικής και βέβαια αμοιβαιότητας. Είναι η μέρα με τη νύχτα. Ο κόσμος αναδιατάσσεται, οι ανταγωνισμοί παροξύνονται. Η χώρα μας δεν μπορεί να βαδίζει άλλο ανέμελα και ανεύθυνα, χωρίς στρατηγική, πληρώνοντας μάλιστα τεράστιο κόστος γι’ αυτό κι όχι μόνο οικονομικό.
Το κόστος των εξοπλισμών το αντέχει η ελληνική οικονομία; Πόσο εκτιμάτε ότι ανέρχεται;
Στο κείμενο των Προγραμματικών Θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία που εγκρίθηκε στην πανελλαδική Προγραμματική Συνδιάσκεψη στις αρχές του καλοκαιριού, στο Κεφάλαιο για την Εξωτερική Πολιτική και την Άμυνα, επικαιροποιείται η πάγια και διαχρονική θέση μας ότι, για τους εξοπλισμούς κι όχι μόνο, απαιτείται πλήρης μελέτη εγκεκριμένη και από τη Βουλή, για τα Οικονομικά της Άμυνας, με ορίζοντα τουλάχιστον πενταετίας. Στη διάρκεια της δικής μας διακυβέρνησης, αυτόν το στόχο τον δρομολογήσαμε από το 2018 και μετά αρχικά πειραματικά και παρά ταύτα, είχε αρχίσει να αποδίδει. Έκτοτε το ζητάμε πιεστικά και συνεχώς από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, οι Αρχηγοί των Επιτελείων μας βεβαιώνουν ότι μπορούν να το κάνουν, ο Υπουργός επίσης μας υπόσχεται ότι θα μας φέρει μία τέτοια μελέτη και δύο χρόνια μετά δεν την έχουμε δει ποτέ.
Ήδη και με τις τελευταίες αποφάσεις του κ. Μητσοτάκη, εκτιμάται ότι το κόστος των εξοπλισμών στη θητεία της Ν.Δ., έχει ξεπεράσει τα 10 δις και τραβάει την ανηφόρα… Δεν είναι μόνο οι άμεσες επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία, είναι κυρίως η προοπτική. Εμείς πέρα από το «μαξιλάρι», πετύχαμε ρύθμιση του χρέους, τέτοια, ώστε μέχρι το 2030 οι αποπληρωμές τους χρέους να είναι πολύ χαμηλές. Όμως, από το 2030 και μετά, η εξυπηρέτηση του χρέους γίνεται ξανά δυσβάσταχτη. Εάν δεν έχουμε νοικοκυρεμένα δημοσιονομικά και δαπάνες με στέρεη αναπτυξιακή ανταπόδοση, τότε ο εφιάλτης της νέας χρεοκοπίας θα προκύψει ξανά. Τίποτα δεν δείχνει ότι ο κ. Μητσοτάκης και οι επιτελείς του, τα μελετούν αυτά και τα παίρνουν σοβαρά υπόψη. Μία τέτοια στάση δεν υπονομεύει μόνο την Οικονομία και την κοινωνική συνοχή, αλλά και την Άμυνα της χώρας.
Οι εξοπλισμοί που γίνονται είναι με πρώτιστο συμφέρον της άμυνας της χώρας έναντι της Τουρκίας ή εντάσσονται και σε γενικότερα σχέδια δυτικών δυνάμεων για επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο;
Το ερώτημά σας αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το πιο εύστοχο και μάλιστα καίριας σημασίας. Ας το καταλάβουμε επιτέλους όλες και όλοι. Αυτό που είναι και θεσμικά κατοχυρωμένο και στην ελληνική Δημοκρατία και σε όλες τις Δημοκρατίες του πλανήτη, είναι ότι την Άμυνα της χώρας την εξασφαλίζει κυρίως η Εξωτερική Πολιτική και οι Συμμαχίες. Τα οπλικά συστήματα και οι στρατιωτικοί επιτελικοί σχεδιασμοί είναι σαφώς και τα δύο εξαιρετικά απαραίτητα όμως πάντα υπό την προηγούμενη προϋπόθεση. Και βέβαια, πάντα με πάρα πολύ διορατική και υπεύθυνη μελέτη των σύνθετων και δυναμικών εξελισσόμενων δεδομένων, έτσι ώστε η αναγκαστική πολλές φορές «διπλωματία των εξοπλισμών», να εντάσσεται στο όπως λέτε κι εσείς: «πρώτιστο συμφέρον της Άμυνας της χώρας». Εννοούμε πάντα την Άμυνα ως συνδυασμό πάρα πολλών παραμέτρων κι όχι μόνο των εξοπλισμών, όπως παραδοσιακά πάντα η Δεξιά αλλά και το ΠΑΣΟΚ στη γνωστή περίοδο που πληρώσαμε πανάκριβα και ως Δημοκρατία και ως κοινωνία και ως οικονομία και ως πολιτικό σύστημα, καθιέρωσαν.
Επιτέλους, έχουμε πια τεράστια και οδυνηρή αρνητική εμπειρία απ’ όλα αυτά. Και σε παλαιότερες εποχές και σε πιο πρόσφατες. Οι εξοπλισμοί είναι δύσκολο σταυρόλεξο, για πολύ-πολύ δυνατούς λύτες. Και χωρίς πλήρη διαφάνεια και αναβαθμισμένο έλεγχο της Βουλής με αποφασιστικό χαρακτήρα κι όχι μόνο γνωμοδοτικό, δεν υπάρχει περίπτωση να προσεγγίσουμε σωστές επιλογές για την Άμυνα. Το σύστημα των εξοπλισμών δεν μπορεί να μοιάζει με super market, όπου μπαίνει ο αγοραστής για να πάρει γάλα και φεύγει με το καρότσι γεμάτο.
Και με την Αμυντική Συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες; Συμφωνείτε με την πενταετή ή την επ΄ αορίστου συμφωνία με την Ουάσιγκτον; Τι πρέπει να γίνει;
Άλλη μία απελπιστικά «ανέμελη» επιλογή του «πρόθυμου» κ. Μητσοτάκη, η επικείμενη ανανέωση της Αμυντικής Συμφωνίας με τις Η.Π.Α. Δεν συμφωνούμε στην πενταετή διάρκεια της ανανέωσης και έχουμε εναντιωθεί καταγγέλλοντας αυτήν την επιλογή εδώ και πολύ καιρό.
Επί σειρά δεκαετιών η ελληνοαμερικανική Συμφωνία για τις βάσεις, ανανεώνονταν σε ετήσια βάση, κάτι που έδινε κάποιες υπαρκτές δυνατότητες επαναδιαπραγμάτευσης. Μόλις προχθές όμως, αιφνιδίως το State Department διέψευσε τον κ. Μητσοτάκη και ανακοίνωσε «επ’ αόριστον» παράταση της Συμφωνίας.
Φοβάμαι ότι όλα πλέον έχουν τελεσιδικήσει δυστυχώς, αφού σύμφωνα με πληροφορίες, η ανανέωση της Συμφωνίας πρόκειται να υπογραφεί περί τα μέσα Οκτωβρίου. Όσο όμως υπάρχει και ελάχιστος χρόνος, ο κ. Μητσοτάκης έχει υποχρέωση να αλλάξει αυτά τα δεδομένα και βέβαια να αποτρέψει τη μετατροπή της Αλεξανδρούπολης σε άτυπη αμερικανική βάση και μάλιστα χωρίς θεσμικό πλαίσιο, να ακυρώσει την αποστολή των πυραύλων Patriot και αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων στη Σαουδική Αραβία, να επανεξετάσει και να επαναδιαπραγματευτεί την υπογραφείσα σκανδαλωδώς μονομερή και αχρείαστη Συμφωνία με το Ισραήλ για τη λειτουργία του «Διεθνούς Εκπαιδευτικού Αεροπορικού Κέντρου» στην Καλαμάτα και πολλά άλλα.
Στην ταραγμένη νέα εποχή και στο εκρηκτικό περιβάλλον της περιοχής μας, η Ελλάδα πρέπει να επιμείνει σε εξωτερική πολιτική ενεργά πολυδιάστατη και φιλειρηνική. Ο κ. Μητσοτάκης ακόμα και όταν επιχειρεί να αναζητήσει πολυδιάστατες επιλογές, δεν το σχεδιάζει, δεν επιμένει, δεν το καταφέρνει και στο τέλος καταλήγει η πολιτική αυτή να είναι χαρακτηριστικά παθητική.