SOS για στασιμοπληθωρισμό στη χώρα εκπέμπει ο Γιάννης Δραγασάκης, προειδοποιώντας πως η κατάσταση μπορεί να «γεννήσει» πολλές δευτερογενείς κρίσεις, όπως χρέους, κοινωνικές κρίσεις κοκ.
«Οι πιέσεις στο εισόδημα και στο βιοτικό επίπεδο, όχι μόνο των ευάλωτων αλλά και των μεσαίων εισοδηματικά στρωμάτων, θα ενταθούν και θα πάρουν εκρηκτικές διαστάσεις», διαμηνύει ο βουλευτής Δυτικού Τομέα της Β΄ Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Τσίπρα.
Ο Γιάννης Δραγασάκης αναφέρεται λεπτομερώς στις επιπτώσεις και την επόμενη μέρα του πολέμου στην Ουκρανία, το νέο τοπίο της αγοράς ενέργειας, τις επιπτώσεις της αύξησης των εξοπλισμών, την ιδεολογικοποίηση του πολέμου, αλλά και για την ανάγκη επιστροφής της χώρας σε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.
Πώς επηρεάζει ο πόλεμος τους ανταγωνισμούς στην οικονομία χωρών, κλάδων και μεγάλων επιχειρήσεων κ. Πρόεδρε;
Είναι πρόωρο να γίνει μια ολοκληρωμένη εκτίμηση. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια τόσο των συγκρούσεων όσο και των κυρώσεων, όπως επίσης από την εικόνα του κόσμου την επόμενη μέρα.
Μια σχετικά ασφαλής εκτίμηση είναι ότι τόσο ο πληθωρισμός όσο και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, τάσεις που προϋπήρχαν του πολέμου, τώρα θα ενταθούν και ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού γίνεται μεγαλύτερος. Σε αντίθεση, όμως, με τη δεκαετία του 1970, όταν πάλι υπήρξε το φαινόμενο αυτό, τώρα τα δημόσια όσο και τα ιδιωτικά χρέη είναι σε πρωτοφανή επίπεδα.
Άρα αυτή η κατάσταση μπορεί να «γεννήσει» πολλές δευτερογενείς κρίσεις, χρέους, κοινωνικές κρίσεις κλπ. Αν, ειδικά στην Ευρώπη, δεν υπάρξει έκδοση κοινού χρέους με ευρωομόλογα, όπως έχει προταθεί, πολλές χώρες, ιδίως αυτές με υψηλό χρέος, και αυτό μας αφορά ιδιαίτερα, θα βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Και τούτο γιατί η ανάγκη για αύξηση των δημοσίων δαπανών συνυπάρχει με την πίεση για μείωση του χρέους.
Όλα αυτά συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι οι πιέσεις στο εισόδημα και στο βιοτικό επίπεδο, όχι μόνο των ευάλωτων αλλά και των μεσαίων εισοδηματικά στρωμάτων, θα ενταθούν και θα πάρουν εκρηκτικές διαστάσεις.
Η μάχη της ενέργειας στην μεταπολεμική εποχή πώς εκτιμάτε ότι θα εξελιχθεί;
Κι εδώ οι εξελίξεις διαμορφώνουν μια καινούρια κατάσταση. Και τούτο γιατί η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής όπως και του COVID19, ή κάποιου άλλου ιού μελλοντικά, προϋποθέτει παγκόσμια συνεργασία. Προκύπτουν λοιπόν κρίσιμα ερωτήματα, καθώς σε ένα συγκρουσιακό διεθνές περιβάλλον με διαρκείς κυρώσεις και αντίποινα, ο παγκόσμιος συντονισμός θα γίνει πολύ πιο δύσκολος αν όχι αδύνατος. Αν ο νέος κόσμος μοιάζει ένας συγκρουσιακός διπολισμός ή πολυπολισμός, ποιος θα ενδιαφερθεί για το «όλον» του κόσμου και του πλανήτη από τη στιγμή που ο κάθε «πόλος» θα έχει ως κύριο μέλημα του την προώθηση των δικών του συμφερόντων σε βάρος των άλλων;
Από την άλλη πλευρά και σε πιο άμεσο ορίζοντα, ο ευρωπαϊκός σχεδιασμός φάνηκε πως δεν διέθετε ούτε άμυνες ούτε εναλλακτικές στην άνοδο των τιμών. Αντίθετα δημιούργησε συνθήκες ακραίας κερδοσκοπίας σε βάρος νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Μάλιστα βρισκόμαστε μπροστά σε αντιφατικές εξελίξεις καθώς ενώ ως ΕΕ οδεύουμε προς την «πράσινη μετάβαση», την ίδια στιγμή ή μια μετά την άλλη οι χώρες της ΕΕ γυρνούν πίσω στην παραγωγή ενέργειας από άνθρακα και λιγνίτη προκειμένου να περιορίσουν τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης. Έστω και τώρα πρέπει να ληφθούν έκτακτα μέτρα μέχρις ότου γίνει ένας ολοκληρωμένος επανασχεδιασμός και εξασφαλισθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι πόροι τόσο για τη στήριξη των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων όσο και για τη δημιουργία των αναγκαίων υποδομών για την ταχύτερη απεξάρτηση από το φυσικό αέριο.
Ειδικά για τη χώρα μας πώς διαμορφώνεται το τοπίο στο τομέα της ενέργειας;
Οι εξελίξεις δείχνουν ότι ο ενεργειακός σχεδιασμός που είχε γίνει από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν συγκροτημένος και ρεαλιστικός σε όλες τις πτυχές του. Δυστυχώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη με την χωρίς μελέτη και σχέδιο επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης, την αύξηση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο και την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, αποδόμησε την ενεργειακή στρατηγική της χώρας, γεγονός που μας κατέστησε ευάλωτους και έφερε σε αδιέξοδο επιχειρήσεις και νοικοκυριά πολύ πριν ξεσπάσει ο πόλεμος.
Η χώρα χρειάζεται να αποκτήσει, ξανά, συγκροτημένη Εθνική Ενεργειακή Στρατηγική. Να επανασχεδιαστούν τόσο η πολιτική για τους λιγνίτες όσο και ο γενικότερος ενεργειακός μετασχηματισμός, με τρόπο που να εξασφαλίζει την επάρκεια και την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, την αποκέντρωση της παραγωγής με κίνητρα προς την αυτοδιοίκηση, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας και τη μεγιστοποίηση της εγχωρίας προστιθέμενης αξίας και απασχόλησης.
Το ένα μετά το άλλο μεγάλα κράτη αυξάνουν τους εξοπλισμούς τους, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τη Γερμανία και την Κίνα. Πού θα οδηγήσει η νέα κούρσα των εξοπλισμών, την επομένη της πανδημίας με τα τόσα εκατομμύρια νεκρούς και την έλλειψη εμβολίων στον αναπτυσσόμενο κόσμο; Και τι επιπτώσεις θα έχει συνολικά στην οικονομία;
Αυτό σημαίνει ότι πολύτιμοι πόροι που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση των συστημάτων υγείας, την προστασία από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και τη μείωση της επισφάλειας και της φτώχειας, τώρα θα εκτραπούν σε μέσα αμοιβαίας καταστροφής θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνο την ποιότητα ζωής αλλά και το μέλλον των νέων γενιών. Και τούτο γιατί οι πόροι για τους αυξημένους εξοπλισμούς είτε θα αυξήσουν το χρέος είτε θα λείψουν από αλλού.
Σε παγκόσμιο επίπεδο αυτό σημαίνει ότι οι στόχοι του ΟΗΕ για βιώσιμη ανάπτυξη, καταπολέμηση της φτώχειας και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν πρόκειται να επιτευχθούν. Άρα είμαστε αντιμέτωποι με τον κίνδυνο μιας, ιστορικών διαστάσεων, οπισθοδρόμηση.
Ειδικά στην Ευρώπη τι συνέπειες θα έχει ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας και γενικότερα η αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών;
Για την Ευρώπη η αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς, όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στις άλλες χώρες, θα φέρει σε δεύτερη μοίρα την αναγκαία ανακατανομή πόρων για το κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ βορρά και νότου, κέντρου και περιφέρειας. Οι ανισότητες και οι ασυμμετρίες στο εσωτερικό της ευρωζώνης θα ενταθούν με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις χώρες σε απόκλιση αλλά και την ευστάθεια του ίδιου του ευρώ.
Θέλω επίσης να σημειώσω ότι οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες είναι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν συνήθως τα κράτη στη χρεοκοπία-αυτό ισχύει και στην περίπτωση της Ελλάδας- άρα πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι η άμυνα και η ασφάλεια, στην εποχή μας, δεν εξαρτάται μόνο από τους εξοπλισμούς αλλά έχει ευρύτερες οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές διαστάσεις. Σημειώνω πως ήδη η Ελλάδα είχε τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη, μεταξύ των χωρών μελών του ΝΑΤΟ, πάνω από 2,5% του ΑΕΠ ενώ μόνο η αγορά των φρεγατών αντιστοιχεί στο 2,8% του ΑΕΠ.
Η παγκοσμιοποίηση σε τι βαθμό περιορίζεται;
Η παγκοσμιοποίηση στηριζόταν στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, στα κοινά συστήματα πληρωμών, στις ενιαίες χρηματοπιστωτικές αγορές. Με τις κυρώσεις όλα αυτά πλήττονται. Κυρίως όμως αποκαλύπτεται ότι τα εργαλεία της παγκοσμιοποίησης, ήταν στη πραγματικότητα εργαλεία της αμερικάνικης ηγεμονίας καθώς οι ίδιες οι ΗΠΑ τα χρησιμοποιούν ως μέσα για τη προώθηση της πολιτικής τους. Πώς θα αντιδράσουν τα υπόλοιπα κράτη σε αυτό; Ενδεχομένως θα ωθήσει όχι μόνο τη Ρωσία αλλά και άλλες χώρες να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις. Αν αυτό συμβεί τότε η παγκοσμιοποίηση όπως τη γνωρίσαμε θα δώσει τη θέση της σε νέες μορφές διακρατικών και διαπεριφερειακών συνεργασιών.
Ορισμένοι εκτιμούν ότι θα αναβιώσει ένας νέος διπολισμός. Όμως στο μεταξύ έχουν αναδειχθεί νέες ισχυρές δυνάμεις, όπως η Κίνα. Δεν αποκλείεται λοιπόν το αποτέλεσμα να είναι ένας πολυπολικός κόσμος. Όμως εδώ εισέρχεται το κρίσιμο ερώτημα αν οι σχέσεις που θα διαμορφωθούν θα είναι σχέσεις συνεργασίας ή συγκρουσιακές.
Στο πλαίσιο αυτό η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμες επιλογές καθώς αν δεν διεκδικήσει τη στρατηγική αυτονομία της, θα οδηγηθεί σε μια σχέση μεγαλύτερης εξάρτησης από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Νέος Ψυχρός Πόλεμος θα υπάρξει; Και τι θα επιφέρει στον κόσμο;
Όπως αποδεικνύεται από τις εξελίξεις, ο Ψυχρός Πόλεμος ποτέ δεν τελείωσε. Βέβαια, μετά το 1989 και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης είχαμε μια ύφεση, αλλά αντί να αξιοποιηθεί αυτή η περίοδος προκειμένου να εδραιωθεί η ειρήνη και η ασφάλεια σε όλη την Ευρώπη, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια όπως έλεγε ο Ντε Γκολ, αξιοποιήθηκε για την ενίσχυση του ΝΑΤΟ σε βάρος της Ρωσίας. Αυτό προφανώς δεν νομιμοποιεί την καταδικαστέα εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά μας επιβάλει να τη δούμε όχι ως ένα μεμονωμένο επεισόδιο αλλά ως κλιμάκωση στο πλαίσιο μιας ευρύτερης σύγκρουσης, με στόχο την ανακατανομή των σφαιρών επιρροής και την αναμόρφωση της παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος.
Με το εύρος που προσλαμβάνουν οι κυρώσεις, τα όρια ανάμεσα στον οικονομικό και τον «θερμό» πόλεμο γίνονται πιο ρευστά. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στην αρχή επικίνδυνων εξελίξεων οι οποίες, αν δεν αποτραπούν, θα πλήξουν ιδιαίτερα την Ευρώπη. Διότι η Γεωγραφία κάνει υποχρεωτική τη συμβίωση της ΕΕ με την Ρωσία. Παρόλο που τώρα, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όλα γίνονται πιο δύσκολα, ο στρατηγικός στόχος πρέπει να είναι, η εξεύρεση ενός συλλογικού πλαισίου ασφάλειας, ειρήνης, και συνεργασίας που να συμπεριλαμβάνει και τη Ρωσία.
Ποιες δυνάμεις εκτιμάτε ότι θα ενισχυθούν πολιτικά και ιδεολογικά από τον πόλεμο στην Ουκρανία και ότι ακολουθήσει;
Υπάρχουν συγκρούσεις που έχουν μόνο ηττημένους, δεν έχουν νικητές. Μια συγκρουσιακή σχέση ΕΕ και Ρωσίας, πιστεύω ότι ανήκει σε αυτή τη περίπτωση, θα έχει κόστος και στις δυο πλευρές. Για αυτό και είναι τεράστιες οι ευθύνες της Ευρώπης που δεν επιδίωξε μετά το 1990 τη δημιουργία ενός κοινού πλαισίου ασφάλειας, που να περιλαμβάνει με τον ένα τρόπο ή τον άλλο τη Ρωσία. Αυτό, όμως όπως ήδη είπαμε, δεν αφορά μόνο το παρελθόν αλλά και το μέλλον.
Γίνεται πάντως και μια προσπάθεια να ιδεολογικοποιηθεί η σύγκρουση. Ορισμένοι την παρουσιάζουν ως σύγκρουση μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού. Συμφωνείτε;
Αυτή η διαχωριστική γραμμή είναι τεχνητή, καταφανώς αυθαίρετη και ως αποτέλεσμα έχει, όχι την καταπολέμηση του αυταρχισμού αλλά τη νομιμοποίηση του. Στο όνομα του πολέμου κατά του αυταρχισμού, αυταρχικά καθεστώτα εξαγνίζονται αρκεί να είναι με το ΝΑΤΟ. Και δεν είναι λίγα τα παραδείγματα και στην περιοχή μας. Αλλά και στις θεωρούμενες φιλελεύθερες δημοκρατίες καλλιεργείται κλίμα τυφλού αντιρωσισμού και ενοχοποιείται κάθε διαφορετική άποψη. Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Και η εισβολή στο Ιράκ στο όνομα της δημοκρατίας έγινε και οι βομβαρδισμοί της Γιουγκοσλαβίας στο όνομα του ανθρωπισμού δικαιολογήθηκαν.
Η πραγματική διαχωριστική γραμμή είναι μεταξύ των δυνάμεων της Ειρήνης, και της δικαιοσύνης και των δυνάμεων της έντασης, των πολέμων, του διαμοιρασμού του κόσμου σε σφαίρες επιρροής. Όπως προανέφερα ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι μεμονωμένο γεγονός αλλά αποτελεί κλιμάκωση μιας σύγκρουσης που προϋπήρχε και διεξαγόταν με αλλά μέσα. Το τι θα γίνει στο μέλλον εξαρτάται από το αν και πώς θα παρέμβουν οι λαοί στο θέμα αυτό. Είναι αναγκαίο ένα νέο αντιπολεμικό κίνημα, ένα κίνημα ειρήνης και προστασίας του πλανήτη και του ανθρώπινου πολιτισμού όχι μόνο από πολέμους αλλά και από οικολογικές καταστροφές και υγειονομικούς κινδύνους. Μόνο η παρέμβαση των λαών με αιχμή ένα τέτοιο κίνημα, πέρα από κομματικές και εθνικές περιχαρακώσεις, μπορεί να γίνει ο καταλύτης για μια διέξοδο στην κατεύθυνση της ειρήνης και της αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας. Αλλιώς ο κίνδυνος εθνικών αναδιπλώσεων και ανόδου της ακροδεξιάς είναι υπαρκτός.
Για τη χώρα μας τι προβλέπετε;
Οι επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης προκαλούν ανησυχία στους πολίτες που αποτυπώνεται σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης. Διότι ενεργώντας χωρίς ιστορική μνήμη συμπεριφέρεται ως βασιλικότερη του βασιλέως. Η αναγκαία καταδίκη της ρωσικής εισβολής δεν πρέπει να φτάνει ως την ακραία επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων, όταν πολλές χώρες, από τη Γερμανία ως τη Γαλλία και την Ιταλία, για να μη μιλήσουμε για την Τουρκία και το Ισραήλ, φροντίζουν να μην «κόψουν τις γέφυρες». Οι ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης θα έπρεπε να στοχεύουν στον τερματισμό των πολεμικών συγκρούσεων και όχι στην κλιμάκωση τους. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να ξεχνάμε ότι είμαστε μια χώρα με μέτωπα στην Κύπρο, στο Αιγαίο, στα Βαλκάνια. Πρέπει λοιπόν να κρατάμε την πόρτα ανοιχτή στο μέλλον. Η χώρα πρέπει να επιδιώκει να είναι μέρος της λύσης και όχι μέρος του προβλήματος. Και για αυτό πρέπει να επιστρέψει επειγόντως σε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική αρχών.
Και στο οικονομικό πεδίο πώς βλέπετε να διαμορφώνεται η κατάσταση;
Το άμεσο πρόβλημα είναι η ακρίβεια και ο πληθωρισμός. Η κυβέρνηση προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο σκόπιμα υποβάθμιζε τα προβλήματα ή προέβλεπε αβάσιμα τη γρήγορη υποχώρηση τους. Επενδύοντας σε έωλα, υπεραισιόδοξα, σενάρια έκανε την αδράνεια, πολιτική της. Τώρα είμαστε υπό την απειλή μιας «χιονοστιβάδας» καθώς η ακρίβεια αφορά πλέον όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Στο μεταξύ έχουν επιστρέψει τα δίδυμα ελλείμματα, στον προϋπολογισμό και στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, γεγονός που δείχνει ότι η κυβέρνηση με τη πολιτική της δεν ενισχύει τη βιωσιμότητα του παραγωγικού μοντέλου αλλά μεγαλώνει την εξάρτηση από τις εισαγωγές και το δανεισμό.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να τα φορτώσει όλα στον πόλεμο για να αποφύγει τις ευθύνες της. Αλλά η αλήθεια είναι ότι τα προβλήματα την υπερβαίνουν. Οι ιδεολογικές της παρωπίδες, η ταξική της μονομέρεια, οι πελατειακές της πρακτικές και η εξάρτηση της από συγκεκριμένα συμφέροντα την καθιστούν ανίκανη και ακατάλληλη να ανταποκριθεί στις ανάγκες της συγκυρίας από τη σκοπιά της κοινωνικής πλειοψηφίας.