«Χωρίς αμφιβολία επικρατέστερο παραμένει πάντα το σενάριο που εξ αρχής προέβλεπε επανάληψη του έργου που είχε παιχτεί στις προεδρικές εκλογές του 2017. Να προκρίνονται, δηλαδή, στον δεύτερο γύρο ο Μακρόν με την Λε Πεν, με τον πρώτο να επικρατεί της δεύτερης στην τελική μονομαχία για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Πλην όμως, επικρατέστερο δεν σημαίνει τελεσίδικο. Το παιχνίδι συνεχίζεται και δεν πρόκειται να τελειώσει πριν το σφύριγμα της λήξης του. Είναι η μόνη σοβαρή πρόβλεψη που μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή».
Τα παραπάνω τονίζει, μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στις γαλλικές προεδρικές εκλογές της ερχόμενης Κυριακής, ο Γιώργος Σεφερτζής, επικοινωνιολόγος και πολιτικός αναλυτής, με συνέντευξη που παραχωρεί από το Παρίσι στο iEidiseis.
Αξίζει να σημειωθεί πως με βάση τις τελευταίες χθεσινές μετρήσεις ο Μακρόν έχει πέσει στο 27%, η Λε Πεν ανεβαίνει συνεχώς επιβραβευόμενη για την επιμονή της στα θέματα της ακρίβειας και φθάνοντας στο 23%, το υψηλότερο από την έναρξη της πρεκλογικής περιόδου σημείο, και ο Μελανσόν ακολουθεί με 16,5%.
Ο Γιώργος Σεφερτζής αναφέρεται στην τακτική που ακολουθούν οι μονομάχοι έως το άνοιγμα της κάλπης την Κυριακή, εκτιμά τις επιπτώσεις που θα έχουν οι γαλλικές εκλογές στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και τις ομοιότητες και διαφορές που υπάρχουν με την Ελλάδα.
Εκτιμάτε ότι κρίθηκε η εκλογική μάχη υπέρ Μακρόν; Ποια είναι η προοπτική των άλλων υποψήφιων;
Χωρίς αμφιβολία επικρατέστερο παραμένει πάντα το σενάριο που εξ αρχής προέβλεπε επανάληψη του έργου που είχε παιχτεί στις προεδρικές εκλογές του 2017. Να προκρίνονται, δηλαδή, στον δεύτερο γύρο ο Μακρόν με την Λε Πεν, με τον πρώτο να επικρατεί της δεύτερης στην τελική μονομαχία για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Πλην όμως, επικρατέστερο δεν σημαίνει τελεσίδικο. Το παιχνίδι συνεχίζεται και δεν πρόκειται να τελειώσει πριν το σφύριγμα της λήξης του. Είναι η μόνη σοβαρή πρόβλεψη που μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή. Οι ελάχιστες ημέρες που απομένουν πια είναι πολιτικά παρά πολλές. Πολύ δε περισσότερες για ένα παιχνίδι που φαίνεται να εξελίσσεται σε ντέρμπι και μάλιστα για τρεις και όχι για δυο. Γιατί τις τελευταίες ημέρες στην εξίσωση έχει προστεθεί ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν της ριζοσπαστικής αριστεράς που με τη δυναμική που έχει αποκτήσει, δεν αποκλείεται θεωρητικά να προσπεράσει στο φίνις την Λε Πεν.
Η τελευταία, ωστόσο, έχει μεταλλαχθεί ως πολιτική προσωπικότητα. Έχει εφαρμόσει μια πολύ έξυπνη στρατηγική μετριοπαθούς πολιτικού εστιασμένη στην αγοραστική δύναμη κυρίως, αλλά όχι μόνον, των λαϊκών στρωμάτων, στα οποία ειρήσθω εν παρόδω τα ερείσματά της είναι πλέον ισχυρότατα, χωρίς αυτό να την εμποδίζει να επιχειρεί ανοίγματα στον μεσαίο αστικό χώρο.
Αυτό σημαίνει ότι έχει αποκτήσει μια πιο πολυσυλλεκτική βάση σε μια κοινωνία που τα τελευταία χρόνια των πολλαπλών κρίσεων συντηρητικοποιείται στρίβοντας όλο και δεξιότερα.
Σε κάθε περίπτωση δεν θυμίζει σε τίποτα σχεδόν την εκπρόσωπο της Ακροδεξιάς που το 2017 τρόμαζε με τον άτεγκτο εθνολαϊκισμό της, τον ευρωσκεπτικισμό της και τον αντισυστημισμό της ακόμα και τα συντηρητικότερα εκλογικά ακροατήρια.
Κατόπιν αυτού ο Μελανσόν θα δυσκολευτεί πολύ να ανατρέψει τα προγνωστικά για τον δεύτερο γύρο, παρά το γεγονός ότι θα είναι αρκετοί οι πολίτες που θα τον ψηφίσουν μόνο και μόνο για να φράξουν την είσοδο της Λε Πεν στην τελική ευθεία.
Άλλωστε το σοβαρότερο συγκριτικό μειονέκτημα του Μελανσόν είναι ότι δεν διαθέτει τις δεξαμενές από τις οποίες η Λε Πεν έχει τη δυνατότητα να αντλήσει τις συμπληρωματικές ψήφους που θα της χρειαστούν στον δεύτερο γύρο για να κάνει την έκπληξη των εκλογών.
Είναι δεξαμενές που δεν είχε το 2017 και που τώρα τροφοδοτούνται από την ενισχυόμενη επιρροή της ευρύτερης κοινωνικής δεξιάς και την άνοδο των ποσοστών των δυνάμεων που διεκδικούν την εκπροσώπησή της. Συνολικά υπερβαίνουν το 35% του εκλογικού πληθυσμού σε αντίθεση με τα ποσοστά της όλης αριστεράς που έχουν συρρικνωθεί στην περιοχή των 20 εκατοστιαίων μονάδων της εξωκοινοβουλευτικής ακροαριστεράς συμπεριλαμβανομένης.
Όμως, κατά τα άλλα ο Μελανσόν είναι ο μόνος από τους εκπροσώπους του πολυδιασπασμένου χώρου της αριστεράς που έχει μείνει δημοσκοπικά όρθιος. Ως εκ τούτου είναι ο "χρησιμότερος"για όσους αριστερούς δεν διαφύγουν προς την αποχή και επιμείνουν μέχρι τέλους να στείλουν στον Μακρόν, τον αποκαλούμενο και "Πρόεδρο των πλουσίων", ένα ισχυρό μήνυμα αποδοκιμασίας.
Πώς θα εξελιχθεί έως τις 10 Απριλίου η προεκλογική εκστρατεία;
Υπάρχει καταρχάς ένα πρώτιστο κοινό για όλους ζητούμενο. Είναι ζωτικής σημασίας για κάθε υποψήφιο. Είναι ζωτικότερο για εκείνους που θέλουν να μην τελειώσει άδοξα για αυτούς η προεκλογική προσπάθεια. Είναι ακόμα ζωτικότερο για όσους επιδιώκουν την πρόκριση στα ντέρμπι του πρώτου γύρου. Είναι κρισιμότατο για εκείνους τους δυο που διεκδικούν θέση μονομάχου στο δίδυμο του δεύτερου γύρου.
Μέσα στα ελάχιστα πλέον εικοσιτετράωρα που απομένουν για τον τερματισμό του πρώτου, καλούνται να ζεστάνουν, όσο προλαβαίνουν και στις υψηλότερες δυνατές θερμοκρασίες, το κλίμα, ώστε να παρακινήσουν κατά το δυνατόν εντονότερα τους οπαδούς τους να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία καθορίζοντας την έκβασή της.
Από τα ποσοστά της συμμετοχής τους θα εξαρτηθούν πολλά. Η αποχή είναι το κλειδί των εκλογικών συσχετισμών. Αυτή είναι που θα ρυθμίσει τις πολιτικές ισορροπίες της επόμενης ημέρας. Από την κοινωνική και πολιτική προέλευσή της θα κριθούν εν πολλοίς οι εκλογικές επιδόσεις των υποψηφίων.
Με τα σημερινά δεδομένα μόλις τα 2/3 των ψηφοφόρων προτίθενται να μετακινηθούν προς τα εκλογικά τμήματα. Αν πράγματι το εννοούν, το ποσοστό της αποχής θα αποτελέσει ρεκόρ στα χρονικά της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Θα είναι μια από τις καθοριστικότερες συνέπειες του γεγονότος ότι καθόλη τη μακράς διάρκειας προεκλογική περίοδο το κλίμα παρέμεινε υποτονικό, χωρίς πολλές συγκεντρώσεις και με μάλλον άκεφες κινητοποιήσεις, από τις οποίες κατά κανόνα και με ελάχιστες εξαιρέσεις απουσίαζε ο παλμός αυξάνοντας τον κίνδυνο να μείνουν αδρανείς κρίσιμες για την τύχη των υποψηφίων μάζες.
Το φαινόμενο ήταν μέχρι στιγμής εντονότερο στις εργατικές συνοικίες, στους κόλπους των λαϊκών στρωμάτων και μεταξύ των νεότερων ψηφοφόρων.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι θα βλάψει κυρίως τους υποψήφιους, όπως η Λε Πεν και οι ομόλογοί της της αριστεράς, που απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε αυτά τα ακροατήρια.
Μπορεί να αποδειχθεί εξίσου μοιραίο και για την υποψήφια της κεντροδεξιάς Βαλερί Πεκρές, και για τον ακροδεξιό ανταγωνιστή της Ερίκ Ζεμμούρ, αφού από την πολυσυλλεκτικότητα αμφοτέρων θα κριθούν οι μεταξύ τους συσχετισμοί.
Μα επίσης κρίσιμο είναι το φαινόμενο και για τον απερχόμενο Πρόεδρο Μακρόν αφού η ομοιογενής λίγο ως πολύ και οριζόντια κατανομή της εκλογικής του επιρροής στο σύνολο του πληθυσμού των ενηλίκων συνιστά βασικό στρατηγικό πλεονέκτημα της υποψηφιότητάς του. Τώρα ενδέχεται να διακυβευφθούν σε αυτό το πεδίο οι πιθανότητες της νίκης του.
Όλοι, υποψήφιοι και κοινή γνώμη, τον περίμεναν να κατέλθει στην εκλογική αρένα ως ο κύριος κοινός αντίπαλός τους για να εντείνουν τις αντιπολιτευτικές τους προσπάθειες, να κλιμακώσουν τις εκστρατείες τους και να ανεβάσουν τους τόνους.
Ο απερχόμενος, όμως, Πρόεδρος καθυστερούσε, εξαντλώντας τις προβλεπόμενες συνταγματικές προθεσμίες, να ανακοινώσει επισήμως την υποψηφιότητά του και να φορέσει το κοστούμι του υποψηφίου.
Εφάρμοζε την τακτική προκατόχων του, όπως ο Μιτεράν, αποφεύγοντας την τριβή με την πεζή πραγματικότητα του εκλογικού ανταγωνισμού και υποχρεώνοντας ταυτόχρονα τους ανταγωνιστές του να αρκούνται σε μειωμένου ενδιαφέροντος για το κοινό δευτεραγωνιστικούς και τριταγωνιστικούς ρόλους.
Εκτιμούσε προφανώς ότι τα οφέλη που θα αποκόμιζε δίνοντας μέχρι τέλους προτεραιότητα στα πολλαπλά προεδρικά του καθήκοντα θα ήταν πολλαπλάσια. Πολλώ δε μάλλον που έτσι θα ολοκλήρωνε τη θητεία του υπό την τριπλή ιδιότητα του ενεργού μέχρι τέλους Προέδρου της Δημοκρατίας , του Προεδρεύοντος επί εξάμηνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και του υποψηφίου Προέδρου.
Από την άλλη όμως μεριά έπαιρνε ένα μεγάλο διπλό ρίσκο ζωτικής σημασίας ειδικά για έναν απερχόμενο Πρόεδρο.
Αφενός, σε περίπτωση επανεκλογής του θα του καταλογιζόταν ότι την εξασφάλισε μη συμμετέχοντας στον προεκλογικό διάλογο και στις σχετικές δημόσιες συζητήσεις και άρα μη σεβόμενος τα δημοκρατικά ήθη και τις θεσμικές διαδικασίες. Πράγμα που στο μεσοδιάστημα θα έδινε στους αντιπάλους του την ευκαιρία να επαναλάβουν τις μομφές περί συνεχούς αλαζονείας του απερχόμενου Προέδρου, την δε επόμενη ημέρα θα ήγειρε θέμα ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης της ανανέωσης της θητείας του.
Αφετέρου, ακριβώς αυτό το θέμα θα έπληττε την εικόνα του ενόψει της δεύτερης κρίσιμης μάχης που θα πρέπει να δώσει άμεσα στις βουλευτικές εκλογές του προσεχούς Ιουνίου, αν δεν θέλει να υποχρεωθεί να συνυπάρξει και να μοιραστεί τη διακυβέρνηση της επόμενης πενταετίας με μια διαφορετικών κομμάτων και προσανατολισμών κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Η μοίρα, εντούτοις, έπαιξε τελικά διαφορετικό παιχνίδι. Πρώτα χαμογέλασε στον Μακρόν και μετά περιέβαλε με την εύνοιά της τους αντιπάλους του. Παρενέβη πάντως κάνοντας πιο αμφίρροπο, αλλά και πιο δύσκολο το παιχνίδι.
Δηλαδή;
Ο Μακρόν ανακοίνωσε τελικά επισήμως την απόφασή του να θέσει υποψηφιότητα στις 3 Μαρτίου. Ακριβώς μια εβδομάδα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και πέντε εβδομάδες πριν από τον πρώτο γύρο των εκλογών.
Στο μεταξύ το κλίμα από υποτονικό είχε γίνει πολικό. Ο συγκλονισμός από το γεγονός πάγωσε την κοινή γνώμη στρέφοντας όλη την προσοχή της στην εξέλιξη της γεωστρατηγικής κρίσης και στις κινήσεις του Μακρόν.
Σε πρώτη φάση η γαλλική κοινωνία τρομοκρατήθηκε με την ιδέα τη γενίκευσης του πολέμου στην Ευρώπη και της πραγματοποίησης των απειλών μετεξέλιξής του σε πυρηνικό ολοκαύτωμα.
Το κλίμα βάρυνε ακόμα περισσότερο. Στους μεγαλύτερους ξύπνησαν μνήμες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Στους υπόλοιπους και στους νεότερους φόβοι για το αύριο και για τα χειρότερα που θα μπορούσαν να επέλθουν.
Ο Μακρόν άλλωστε προετοίμαζε τους πάντες μη αποκλείοντας τίποτα και επιδιδόμενος στην εκπλήρωση των πολλαπλών καθηκόντων του υπό τις πολλαπλές ιδιότητές του, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτούσε τώρα εκείνη του αρχηγού του στρατού της μοναδικής πυρηνικής δύναμης της ηπειρωτικής Ευρώπης. Πολύ περισσότερο που η χώρα του είναι ταυτόχρονα μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, της Ατλαντικής Συμμαχίας και των G7.
Από την καθυστέρηση της υποβολής της υποψηφιότητας του είχε βγει ωφελημένος. Ήταν η στιγμή που θα έβλεπε τα ποσοστά του να εκτινάσσονται στα ύψη, όλους να παρακολουθούν τις διεθνείς πρωτοβουλίες του, μια νέα πλειοψηφία να συσπειρώνεται γύρω του προ των νέων κινδύνων που απειλούσαν την πατρίδα και την Ευρώπη. Το κλίμα άλλαξε με το πρόταγμα της εθνικής ενότητας να γίνεται κυρίαρχο αναγκάζοντας και τους αντιπάλους του να συμμορφωθούν αναλόγως, έστω κι αν ο καθένας τους υποστήριζε διαφορετικές θέσεις για τις σχέσεις με τους Αμερικανούς, το ΝΑΤΟ και τη στάση που θα έπρεπε να κρατήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που ο Μακρόν θα διαχειριζόταν μια κρίση και θα την μετέτρεπε σε ευκαιρία επιβεβαίωσης της κυριαρχίας του. Είχε καθιερωθεί ως "ο Πρόεδρος των κρίσεων". Τις είχε διαχειριστεί όλες επιτυχώς. Μέσα από αυτές συντηρούσε σχεδόν ακέραιο το πολιτικό του κεφάλαιο. Γι' αυτό και γενικώς εκτιμήθηκε ότι η ουκρανική κρίση θα σήμανε το τέλος του εκλογικού παιχνιδιού με ένα νέο θρίαμβο Μακρόν.
Επί μια ολόκληρη πενταετία ο Μακρόν σταδιοδρόμησε επιβιώνοντας κρίσεων. Αντιμετώπισε την πολιτική κρίση της τρομοκρατίας, την κοινωνική κρίση των κίτρινων γιλέκων, την περιβαλλοντική κρίση των κλιματικών αλλαγών, την υγειονομική κρίση του Covid 19, την οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία. Έτσι καθιερώθηκε στη συνείδηση των συμπατριωτών του ως ο χαρισματικός ηγέτης που προστάτευε αποτελεσματικά την γαλλική κοινωνία από τα δεινά που την εύρισκαν κατά ριπάς.
Πλην όμως κάθε κρίση άνοιγε νέες πληγές και άφηνε πίσω της ψυχολογικά κατάλοιπα που απωθούνταν και σωρεύονταν στα τρίσβαθα του συλλογικού υποσυνείδητου ως μετατραυματικά σοκ.
Για παράδειγμα, το προτελευταίο, το σοκ δηλαδή που προκάλεσε ο εγκλεισμός της πανδημίας, θα ήταν ίσως πιο ανώδυνο, αν δεν είχε βιωθεί ταυτόχρονα ως απώλεια εθνικού μεγαλείου. Η θέα των ελλείψεων ενός δημόσιου συστήματος υγείας που ήταν προφανές ότι είχε εγκαταλειφθεί στην τύχη φθάνοντας στα όρια των αντοχών του, είχε αποκαλύψει ότι το πανάκριβο κοινωνικό κράτος, για το οποίο οι Γάλλοι, και δικαίως, ήταν περήφανοι, είχε καταληφθεί εξαπίνης και είχε μείνει γυμνό όπως ο βασιλιάς στο παραμύθι του Άντερσεν.
Τα τραύματα που άφησε η διαπίστωση ότι εγχωρίως δεν παράγονταν πια ούτε καν μάσκες αλλά ούτε και στοιχειώδη ιατροφαρμακευτικά υλικά, έχασκαν πληγώνοντας τον πατριωτικό εγωισμό των απογόνων του Λουί Παστέρ και της Μαρί Κιουρί. Λειτουργούσαν ως βραδυφλεγείς βόμβες γεμίζοντας τους ανθρώπους με νοσταλγία για το ένδοξο παρελθόν της Γαλλίας του στρατηγού Ντε Γκωλ και των ιστορικών Προέδρων της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, Ζωρζ Πομπιντού, Ζισκάρ Ντ'Εστέν, Φρανσουά Μιτεράν, Ζακ Σιράκ ακόμα και του Νικολά Σαρκοζί.
Ήταν το συναίσθημα που τόνωνε τις προσδοκίες για ένα νικηφόρο εκλογικό αποτέλεσμα και της Ακροδεξιάς αλλά και της κεντροδεξιάς ως νόμιμης κληρονόμου των παρακαταθηκών και επιτευγμάτων των κυβερνήσεων που είχαν για το μεγαλύτερο μεταπολεμικό διάστημα τη διοίκηση της χώρας στα χέρια τους.
Αυτές τις προσδοκίες θα αναθέρμαινε η μοίρα δείχνοντας την εύνοιά της στους αντιπάλους του Μακρόν.
Όσο η ουκρανική κρίση τραβούσε σε μάκρος, τόσο γινόταν μέρος της καθημερινότητας των πολιτών και τόσο τα προβλήματα της τελευταίας έρχονταν στην επιφάνεια μαζί με τις έγνοιες στις οποίες πρωτίστως η Λε Πεν, αλλά και ο Μελανσόν επέμεναν να δίνουν προτεραιότητα, σε πείσμα της γεωπολιτικής επικαιρότητας.
Ίσως αυτή η επιμονή να είχε αποδειχθεί λιγότερο παραγωγική, αν μαζί με τις έγνοιες της καθημερινότητας δεν έρχονταν στην επιφάνεια και τα απωθημένα στο συλλογικό υποσυνείδητο βιώματα από τις κοινωνικές εμπειρίες της τελευταίας πενταετίας που, ναι μεν είχε αναδείξει τον Μακρόν σε επιτυχημένο "Πρόεδρο των κρίσεων", ταυτόχρονα, όμως, τον είχε στιγματίσει ως "Πρόεδρο των πλουσίων".
Και πάλι ίσως όλα αυτά να μην είχαν ιδιαίτερη σημασία, αν η γαλλική κοινωνία δεν είχε αλλάξει σε βάθος στο μεσοδιάστημα από το 2017, αν ο Μακρόν το είχε αντιληφθεί νωρίτερα, αν είχε φροντίσει μαζί με τον θετικό απολογισμό του να αρθρώσει εγκαίρως και ένα νέο αφήγημα για τη χώρα του και το μέλλον της και αν στο παπούτσι του δεν έμπαινε ένα χαλίκι την ώρα που ετοιμαζόταν να τρέξει το τελευταίο μίλι της ευθείας του πρώτου εκλογικού γύρου.
Το χαλίκι ήταν η οσμή σκανδάλου που αναδύθηκε τις τελευταίες ημέρες με την κυβέρνηση να κατηγορείται ότι χρησιμοποιούσε κατά κόρον τις υπηρεσίες συμβουλευτικών οίκων του εξωτερικού, οι οποίοι επιπλέον δεν πλήρωναν ούτε ένα σεντ φόρων στο γαλλικό δημόσιο.
Και αυτό συνέβη μετά από δέκα και πλέον ημέρες δημοσκοπικής κάμψης του απερχόμενου Προέδρου, και ανάκαμψης των δυο κυριότερων αντιπάλων του.
Με βάση τις τελευταίες χθεσινές μετρήσεις ο Μακρόν έχει πέσει στο 27%, η Λε Πεν ανεβαίνει συνεχώς επιβραβευόμενη για την επιμονή της στα θέματα της ακρίβειας και φθάνοντας στο 23%, το υψηλότερο από την έναρξη της πρεκλογικής περιόδου σημείο, και ο Μελανσόν ακολουθεί με 16,5%.
Άρα, με την προβολή της ατζέντας των θεμάτων που έχουν δώσει αέρα στα πανιά τους, Λε Πεν και Μελανσόν θα συνεχίσουν να παλεύουν, ώστε να κλείσει κι άλλο η ψαλίδα.
Βέβαια, με την αναμέτρηση να εξελίσσεται σε ντέρμπι, η συμμετοχή στις εκλογές μπορεί να αυξηθεί και να αποτελέσει τον game changer παράγοντα.
Ποια θα είναι η επίπτωση του γαλλικού εκλογικού αποτελέσματος στην υπόλοιπη Ευρώπη;
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση η κρισιμότητα του αποτελέσματος των Γαλλικών προεδρικών εκλογών ήταν αυτονόητη και εξαρχής δεδομένη.
Μετά τις γερμανικές εκλογές του περασμένου φθινοπώρου, η μεταμερκελική εποχή άρχιζε με τους καλύτερους οιωνούς.
Με τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης-φανάρι του καγκελαρίου Σολτς υπήρχε κάθε λόγος να πιστεύει κανείς ότι η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας θα ξαναέπαιρνε μπροστά μετά το σοκ της πανδημίας που την είχε ακινητοποιήσει και μάλιστα ότι αυτό θα γινόταν με όρους που, αν δεν έβαζαν τέλος, πάντως θα συνέβαλαν στην υπέρβαση του προτεσταντικού δημοσιονομικού δογματισμού, στην αναθεώρηση της συνθήκης του Μάαστριχτ επί το αναπτυξιακότερο, στην υιοθέτηση κεϋνσιανής έμπνευσης κανόνων, στην επίδειξη μεγαλύτερης αλληλεγγύης μεταξύ ευρωπαϊκού βορρά και ευρωπαϊκού νότου, στην επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού, στη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο πιο φιλικό προς το περιβάλλον που ταυτόχρονα δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και νέες μορφές πλούτου.
Τα πρώτα βήματα άλλωστε προς αυτή την κατεύθυνση είχαν αρχίσει να γίνονται επιτέλους πιο γρήγορα μετά την πανδημία και ήταν επίσης ελπιδοφόρο το γεγονός ότι είχαν ξεκινήσει, αν και με πολύ αργότερους ρυθμούς, οι συζητήσεις για ένα κοινό δημόσιο ευρωπαϊκό σύστημα υγείας, οι οποίες κάπου ξεχάστηκαν ή ίσως έγιναν δεύτερες σκέψεις.
Το βασικότερο όλων ήταν να μπει η άμαξα στη θέση της πίσω από τα άλογα και όχι να συνεχίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση να πηγαίνει κόντρα στους νόμους της λογικής και της ιστορίας με μια αρχιτεκτονική που δεν εξυπηρετεί καθόλου την πολιτική ενοποίηση και την ανάγκη να υπάρξει μεγαλύτερη σύγκλιση μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνικών οικονομιών.
Όλοι πάντως γνωρίζουμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε ο Μακρόν στην επιτάχυνση των βημάτων προόδου που έκανε η ευρωπαϊκή ένωση μετά την πανδημία, όπως και τον ρόλο που έπαιξε στη λήψη των ιστορικών ευρωπαϊκών αποφάσεων μετά την εισβολή στην Ουκρανία
Για να αποκτήσουν τώρα διάρκεια και ιστορικό βάθος αυτά τα βήματα υπάρχουν δυο προϋποθέσεις: Μια πιο ζυγοσταθμισμένη και εξισορροπημένη λειτουργία του γαλλογερμανικού άξονα, και μια λιγότερο συντηρητική, δογματική και διστακτική ηγεσία που θα αναπλήρωνε το κενό της Μέρκελ με ένα περισσότερα υποσχόμενο διάδοχο σχήμα, με περισσότερη φαντασία και διαφορετικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις και προτεραιότητες, όπως θα μπορούσε , για παράδειγμα, να είναι κάλλιστα το δίδυμο Μακρόν-Ντράγκι.
Αμφότεροι, εξάλλου, ήταν αυτοί που η ιστορία δικαίωσε υπό το φως της υγειονομικής κρίσης και τώρα υπό το φως της ουκρανικής. Τον Ντράγκι για τις απόψεις του περί νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής και οικονομικής σύγκλισης. Τον Μακρόν για την πίστη και την προσήλωσή του στο όραμα της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης, της οικονομικής αυτοδυναμίας και της στρατηγικής αυτονομίας. Για να μην αναφέρουμε άλλα θέματα απτόμενα των σχέσεων με τρίτες χώρες, της ασφάλειας, της άμυνας κ.ο.κ
Ο Μακρόν και ως πρόεδρος και ως υποψήφιος δεν έχανε ευκαιρία να αναφέρεται σε αυτά στέλνοντας συνεχώς μηνύματα με πολλούς αποδέκτες και εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και ένθεν κακείθεν του ατλαντικού.
Δεν θα σας κουράσουμε μια πιο αναλυτική παρουσίαση αυτών των αναφορών. Εκείνο στο οποίο θα περιοριστώ είναι να υπογραμμίσω την έμφαση που δίνει στα θέματα ασφαλείας και συνεργασίας στη Μεσόγειο και τη σημασία που μπορεί να έχει το γεγονός ότι κανένας εκ των ανθυποψηφίων του δεν έχει τη δική του ευρωπαϊκή προ-οπτική. Είναι όλοι τους λιγότερο ή περισσότερο εθνοκεντρικοί, για να το πω σχηματικά. Άρα και λιγότερο ευαίσθητοι τόσο σε ζητήματα ολοκλήρωσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όσο και σε αξιακά ζητήματα που γίνονται ακόμα σημαντικότερα μετά τη θριαμβευτική επανεκλογή Όρμπαν.
Το σίγουρο είναι ότι άλλη θα είναι η Ευρώπη με έναν Μακρόν που θέλει να μιλάει με όλον τον κόσμο και να ακούγεται δυνατά, και άλλη η Ευρώπη που θα επιστρέφει σε εσωτερικούς εθνικιστικούς ανταγωνισμούς.
Κυρίως δε, θα είναι άλλη η Ευρώπη που θα διεκδικεί ένα διακριτό και αυτόνομο ρόλο στην εποχή της νέας παγκόσμιας τάξης που άρχισε και άλλη η Ευρώπη που δεν θα αντιδρά στην αναβίωση των Αυτοκρατοριών ρωσικού, αμερικανικού, κινεζικού ή οθωμανικού τύπου.
Συμπεράσματα για τη χώρα μας και τις βασικές μας πολιτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να εξαχθούν;
Θα είναι πολλά, διαφορά και πολύ διδακτικά, Αλλά επειδή αυτή η συζήτηση είναι μεν ενδιαφέρουσα, αλλά είναι και πολύ μεγάλη, ας την κάνουμε με τα αποτελέσματα των εκλογών στο χέρι.
Η δε συζήτηση είναι πολύ μεγάλη κυρίως γιατί εκείνο που είναι κρίσιμο και σύνθετο πρόβλημα στην συγκριτική πολιτική επιστήμη και ανάλυση είναι η επιλογή ομοιοτήτων ή ιδιαιτεροτήτων στη βάση των οποίων εξάγονται τα συμπεράσματα και τα διδάγματα.
Είναι πρόβλημα που υφίσταται από εποχής Ηροδότου και επικαιροποιήθηκε κατά σχεδόν αξεπέραστο από την εποχή μας τρόπο από τότε που ο Τοκβίλ έγραψε τα μνημειώδη "Η Δημοκρατία στην Αμερική"και το "Παλαιό Καθεστώς και Επανάσταση".
Και βέβαια δεν είναι τυχαίο που ο Τοκβίλ είναι Γάλλος και ο Ηρόδοτος Έλληνας, έστω και αρχαίος.
Μεταξύ πάντως Γαλλίας και Ελλάδας υπάρχουν πολλές διαφορές πολιτικής κουλτούρας και παραδόσεων, αλλά και πολλές ομοιότητες εκλογικής συμπεριφοράς, συναισθηματικής νοημοσύνης και ιδιοσυγκρασίας. Κατά τα άλλα οι Γάλλοι είναι παιδιά του διαφωτισμού, οι Έλληνες είναι συχνότερα επιρρεπείς στον μιμητισμό.
Ολοκληρώνοντας προς το παρόν τη συζήτηση, θα σταθώ σε δυο διαφορές που έχουν τη σημασία τους. Η μία αφορά στις διαφορές των αντίστοιχων κοινωνικών σχηματισμών. Η άλλη είναι πιο βιωματική και αφορά στον τρόπο αφομοίωσης των εμπειριών που αποκτήθηκαν από πολλαπλές κρίσεις.
Από αυτές κυρίως κινδυνεύει ο Μακρόν, για να επιστρέψουμε στο θέμα των Γαλλικών εκλογών. Γιατί το ποιους απειλούν οι κίνδυνοι αυτοί στην Ελλάδα θα μπορούμε να το δούμε όταν έρθει και σε αυτήν η ώρα των εκλογών.
Και πράγματι το πρόβλημα με την επανεκλογή του Μακρόν είναι αυτό που υπαινίχθηκα όταν έλεγα ότι ενώ έβγαινε κερδισμένος διαχειριζόμενος επιτυχώς τις αλλεπάλληλες κρίσεις που σημάδεψαν την θητεία του, στο συλλογικό υποσυνείδητο της γαλλικής κοινωνίας απωθούνταν σωρευόμενες οι επιπτώσεις τους.
Το ερώτημα , λοιπόν, είναι αν έχει πια τον χρόνο και την ευρηματικότητα να τις διαχειριστεί επιτυχώς και αυτές.
Η δυσκολία συνίσταται στο γεγονός ότι οι επιπτώσεις αυτές δεν προέρχονται μόνο από τις κρίσεις που ο ίδιος διαχειρίστηκε, αλλά και από τις κρίσεις που προηγήθηκαν της πενταετίας του και συνέχιζαν να λανθάνουν ως βραθυφλεγείς βόμβες, άλλοτε σιγοκαίγοντας και άλλοτε αναζωπυρούμενες.
Ήταν αυτές που συνδέθηκαν κυρίως με την αποβιομηχάνιση της χώρας, την εξάντληση των παραγωγικών της δυνατοτήτων, τη μείωση των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων, την πολυπολιτισμική σύνθεσή της, τη δημογραφική αλλοίωσή της υπό συνθήκες μεταναστευτικού κατακλυσμού, βαθιάς κρίσης εθνικής ταυτότητας και προσανατολισμού που πυροδότησε η ανάπτυξη ισλαμιστικών κινημάτων και η αμφισβήτηση του αποικιοκρατικού παρελθόντος της.
Ήταν κρίσεις που συνδυάζονταν με εκείνες του πολλαπλασιασμού των εισοδηματικών ανισοτήτων, της αυξανόμενης ανεργίας και της ανασφάλειας που κυριαρχούσε σε περιοχές γκετοποιημένες από το οργανωμένο έγκλημα και την άνοδο της νεανικής παραβατικότητας…
Συνέβαλαν όλες στη δημιουργία ενός κλίματος ιδεολογικής αποσύνθεσης, κοινωνικής αποσταθεροποίησης και προϊούσας παρακμής με εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά και διχαστικές συγκρούσεις.
Το καλλιεργούσε παλαιότερα η εξτρεμιστική δεξιά. Επένδυσαν στη συνέχεια επάνω τους οι συνιστώσες της λαϊκής δεξιάς. Και έτσι δημιουργήθηκε το υπέδαφος από το οποίο είναι πιθανό να φυτρώσουν τα άνθη του κακού που θα του τραβήξουν το πολιτικό οξυγόνο του.