Στο σκοτεινό κόσμο των μυστικών υπηρεσιών -ιδίως όταν μπαίνουν στην υπηρεσία της πολιτικής και των κομματικών επιδιώξεων- τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται και κατά κανόνα τίποτε δεν είναι αθώο.
Από τη φύση των δραστηριοτήτων που τις μετατρέπουν σε βραχίονα του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος -μακριά από τον εθνικό ρόλο τους- είναι δύσκολο να τεκμηριωθούν οι ανομίες τους- καθώς πολλοί έχουν πολλά να χάσουν και συμπράττουν στη συσκότιση.
Πλην των εξαιρέσεων που αποτυπώθηκαν ιστορικά με το αμερικανικό Γουοτεργκέιτ.
Αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις, όσο λιγότερα ξέρουμε τόσο περισσότερα μπορούμε να υποψιαστούμε. Κυρίως τόσο περισσότερο να συμπεράνουμε, μελετώντας τις κινήσεις και τις συμπεριφορές των αρμοδίων.
Όταν μάλιστα είναι χοντροκομμένες και σε βάρος των θεσμών, τα συμπεράσματά είναι προφανή, όσο και αν τυπικά τα συγκαλύπτουν οι εμπλεκόμενοι, για να αποφύγουν τις ευθύνες τους.
Μετά από αυτόν τον πρόλογο, είναι θλιβερό ότι συγκεκριμένοι εκπρόσωποι του έθνους -μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής στο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων- υπέγραφαν το «πόρισμα» που έγραψαν γι’ αυτούς οι υπόλογοι του Μεγάρου Μαξίμου. Από τους οποίους επιβλήθηκε και ο αποκλεισμός- ή η φίμωση- μαρτύρων που ξέρουν και όφειλαν να πουν την αλήθεια.
Περισσότερο θλιβερό είναι ότι στα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης εμφανίσθηκαν αναλύσεις κατά τις οποίες «αφού η εξεταστική δεν βρήκε τίποτε μεμπτό, δεν υπάρχει τίποτε». Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει…
Η προκλητική απαλλαγή της κυβέρνησης και του συστήματος Μητσοτάκη, ολοκληρώνεται με την συμπλήρωση ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη σε κάθε περίπτωση ήταν «νόμιμη» και ότι δεν νοείται να εξαιρούνται οι βουλευτές από τις δραστηριότητες της ΕΥΠ.
Οι κυβερνητικοί κεκράκτες ισχυρίζονται ότι και να υπήρξε κάποιο τυπικό ψιλο-πρόβλημα η κυβέρνηση παίρνει μέτρα για να μην ξαναϋπάρξει. Μόνο που το θέμα δεν είναι τι θα συμβεί στο μέλλον, αλλά τι συνέβη ήδη.
Αν λοιπόν όλα ήταν νόμιμα και επιπλέον ούτε τα γνώριζε, ούτε θα τα ενέκρινε ο Μητσοτάκης- που βουλιάζει στα δικά του ψέματα και άλλα λέει στη Βουλή, άλλα στις ξένες εφημερίδες, υποδεικνύοντας ακόμη και ως προβοκάτορες τον Δημητριάδη και τον Κοντολέοντα- είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε ότι, ως ευρωβουλευτής, ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ήταν ύποπτος για τα εξής:
-Είτε για συμμετοχή σε κρίσιμο έγκλημα- τρομοκρατία, ναρκωτικά κλπ- είτε για εμπλοκή σε υπόθεση που αφορά τα εθνικά συμφέροντα, όπως κατασκοπία η συνεργασία με ξένες δυνάμεις.Εκών- άκων , υπαινίσσεται το <πόρισμα> της ΝΔ.
Αν απορριφθούν αυτές οι δυο περιπτώσεις υποψίας, εξ ορισμού η παρακολούθηση από την ΕΥΠ είναι παράνομη. Για οποιονδήποτε πολίτη. Και οι υπεύθυνοι πρέπει να λογοδοτήσουν.
Αλλά, αφού η κυβέρνηση και το «πόρισμα» που επέβαλε στους βουλευτές της, επιμένει στη νομιμότητα κηρύσσοντας μάλιστα το «απόρρητο» -όταν δεν έχει επιβάλει με νόμο τη στέρηση του δικαιώματος του παρακολουθούμενου να ενημερωθεί- αναδεικνύονται δυο άλλα ενδεχόμενα. Επί της νομιμότητας.
Το ένα είναι ότι οι υποψίες -που ήταν τόσο ισχυρές και επίμονες ώστε ανανεώθηκε η εντολή παρακολούθησης - επαληθεύτηκαν. Αλλά τότε, γιατί άφησαν τον Ανδρουλάκη να αναβαθμιστεί, ως πρόεδρος κόμματος, στο ρόλο για τον οποίο κατέστη ύποπτος και γιατί του επιτρέπουν να κυκλοφορεί ελεύθερος;
Το άλλο είναι ότι παρά την επίμονη, επί τρίμηνο, παρακολούθηση -νόμιμη πάντα- δεν βρέθηκε τίποτε μεμπτό και η υπόθεση για την ΕΥΠ έκλεισε, και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Κανείς δεν έμαθε τίποτε.
Αλλά μετά την -απρόβλεπτη και καθυστερημένη- αποκάλυψη της ατελέσφορης παρακολούθησης- που συνεπάγεται και την παραπομπή στους δύο και μόνο λόγους που την προκάλεσαν- γιατί δεν ανακοινώνει επισήμως η ΕΥΠ, ή έστω η κυβέρνηση ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν βαρύνεται με τίποτε; Ούτε εθνική βλάβη έχει προκαλέσει, ούτε σε εγκληματική δραστηριότητα αναμείχθηκε. Καρατσεκαρισμένο από την παρακολούθηση.
Ας μην πουν λεπτομέρειες. Αλλά επειδή άλλος λόγος παρακολούθησης δεν νοείται, μετά την αποκάλυψη της- ως νόμιμης και δικαιολογημένης, όπως λένε -«επισύνδεσης»- γιατί επιτρέπουν να σέρνονται υπόνοιες, λόγω της ενεργοποίησης της, επί τρίμηνο;
Έχει και χειρότερο: την εξαφάνιση του υλικού που σίγουρα συνέλεξε η παρακολούθηση. Όχι το υλικό για διάφορες φτηνιάρικες διαδόσεις κλειδαρότρυπας, που διακινήθηκε αχρείως, ακόμη και από εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ.
Για ότι αφορά πολιτικές σχέσεις και σοβαρές προσωπικές δραστηριότητες του ευρωβουλευτή και υποψηφίου προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Μιλάμε για τρεις μήνες και πρέπει να υπάρχει πολύ «υλικό». Επίσης εδώ έχουμε δυο ενδεχόμενα.
Το ένα είναι να εξαφανίσθηκε από την «Υπηρεσία», όπως λένε, αυτοί που κατά τα λοιπά δεν έχουν ιδέα. Για οποιονδήποτε λόγο: χάθηκε, ή διεγράφη από λάθος. Σε κάθε περίπτωση όμως κάποιος φέρει ευθύνη γι’ αυτά. Γιατί δεν μάθαμε ποιος είναι και ποιες συνέπειες είχε;
Ποιος εγγυάται ότι το υλικό που δεν υπάρχει πλέον στην ΕΥΠ, δεν βρίσκεται σε κάποια χέρια για παράνομη χρήση;
Το άλλο είναι να μην εξαφανίσθηκε από τη Υπηρεσία, γιατί δεν αρχειοθετήθηκε ποτέ από την Υπηρεσία. Πήγαινε κατευθείαν σε εξωτερικούς αποδέκτες, που το έχουν στην κατοχή τους και θα το χρησιμοποιήσουν ανάλογα - αν δεν το κάνουν ήδη.
Για τον Ανδρουλάκη ή για κάποιον συνομιλητή του.
Αν ισχύει το δεύτερο ενδεχόμενο, το συμπέρασμα είναι ότι η παρακολούθηση δεν είχε κανέναν από τους δυο λόγους που θα την νομιμοποιούσαν. Ήταν παράνομη και πιθανότατα η εντολή δόθηκε… προφορικά - κάτι που αφήνει και ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με τον… ιδιωτικό τομέα.
Αυτή η ερμηνεία εξηγεί και γιατί δεν μπορεί να μιλήσει ο Πρωθυπουργός, παρότι θα μπορούσε να το κάνει, έστω με ανεπίσημο μήνυμα στην αντιπολίτευση.
Τι να πει; Ότι με εντολή του, ή ερήμην του, παρακολουθούσαν τον Ανδρουλάκη για λόγους που δεν προβλέπονται από το νόμο; Όλοι αυτούς τους λόγους αναζητούν. Αν δε λέγονται, θα έπρεπε να παραιτηθεί αμέσως…
Ο ισχυρισμός ότι «αν το γνώριζε δεν θα το επέτρεπε» -παρανόμως βέβαια, γιατί αν η παρακολούθηση είναι νόμιμη, η εφαρμογή του νόμου δεν εξαρτάται από τη βούλησή του- ή ότι το πληροφορήθηκε πολύ αργότερα και έκανε ό,τι λέει ότι έκανε, είναι φούμαρα. Άσκηση επί χάρτου.
Η ουσία δεν είναι τι θα έκανε ο ίδιος ή τι έκανε εκ των υστέρων, αλλά τι ακριβώς συνέβη στην πράξη και ποιος είναι υπεύθυνος. Πρέπει να τον βρούμε.
Είτε για να του δώσουμε συγχαρητήρια, επειδή φροντίζοντας νομίμως για το εθνικό συμφέρον και την προστασία της κοινωνίας, ερεύνησε μια υπόνοια. Έστω και αν αφορούσε βουλευτή.
Κάτι που ήταν απαγορευμένο, βέβαια για την εισαγγελέα Ελένη Τουλουπάκη, που ερευνούσε, όχι απλώς υπόνοιες, αλλά επώνυμες καταγγελίες, στο σκάνδαλο Novartis.
Είτε για να τον στείλουμε στη Δικαιοσύνη γιατί έκανε κάτι παράνομο. Αυτό δεν αναιρείται με την «ανάληψη της αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης» και άλλες σαπουνόφουσκες, που αναφέρονται στο γαλάζιο «πόρισμα».
Υπάρχουν ποινικές ευθύνες και πρέπει να αποδοθούν από Δικαστήριο, όσο ψηλά και αν βρίσκεται ο υπεύθυνος.
Αυτή είναι η αληθής εικόνα του σκανδάλου, επί του οποίου, η κυβέρνηση διαπράττει και δεύτερο σκάνδαλο δια της συγκάλυψης που οργανώνει με απειλές, απόκρυψη στοιχείων, φίμωση μαρτύρων, κατάργηση της Βουλής και συσκότιση της ενημέρωσης.
Αυτή η εικόνα θα παραμένει μακριά από το φως, αν οι πολίτες δεν απομακρύνουν τον Μητσοτάκη και τον μηχανισμό του από τα κέντρα εξουσίας. Οπότε θα λογοδοτήσει και μακάρι -για το καλό της πολιτικής- να μην αποδειχθεί ότι έκανε με τις κρατικές υπηρεσίες ότι ο πατέρας του και η αδελφή του έκαναν με τις υπηρεσίες του Μαυρίκη.
Αν όμως κερδίσει τις εκλογές, στο ράφι -μετά τη Novartis, τη Siemens, τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος από ημέτερους και άλλα σκάνδαλα- θα μπουν και οι υποκλοπές. Που δεν αφορούν βεβαίως μόνο τον Ανδρουλάκη-όπως εγράφη εγκύρως, ήδη. Οι παρακολουθήσεις είναι σύστημα διακυβέρνησης. Δεν θα αποκαλυφθεί όμως… Εκτός αν….
Εδώ προσοχή: εκτός αν μιλήσει, επιτέλους, ο Ανδρουλάκης. Ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ παίζει τη γάτα με το ποντίκι, όχι μόνο απέναντι στον Μητσοτάκη αλλά και μέσα στο κόμμα του- και συνεπώς απέναντι στην κοινωνία και τη Δικαιοσύνη.
Γνωρίζει πως εξελίχθηκαν τα πράγματα από το καλοκαίρι του 2021. Ήτοι, εν όψει των αρχαιρεσιών στο ΠΑΣΟΚ στις οποίες -με τα δεδομένα εκείνη της στιγμής- θα ήταν υποψήφιος με δυο αντίπαλους:
Τη Φώφη Γεννηματά -που άρχισε να παίρνει αποστάσεις από τον Μητσοτάκη- και τον Λοβέρδο.
Ο δεύτερος, παρότι υπόδικος εκείνη την εποχή, ήθελε να γίνει πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να κρύβει ότι θα το κάνει συμπληρωματική δύναμη της ΝΔ, κατά του ΣΥΡΙΖΑ.
Το «σύστημα Μητσοτάκη» δεν αποσιωπούσε ότι προσπαθούσε να τον βοηθήσει. Ο Ανδρουλάκης ξέρει -και αν δεν ξέρει αντιλαμβάνεται- ότι σ’ αυτό το πλαίσιο στήθηκε η παρακολούθησή του. Τα υπόλοιπα είναι αερολογίες. Δεν μιλάει όμως καθαρά και περιορίζεται σε υπαινιγμούς για «χειραγώγηση».
Δεν έχει το σθένος, ή τις δυνατότητες, να πάρει τις αποφάσεις που θα επιβάλλονται αν πει την αλήθεια χωρίς φόβος και πάθος; Ή υπάρχουν άλλοι λόγοι, που εύκολα μπορεί να υποψιαστεί όποιος εντρυφήσει στο σκάνδαλο;