Ο Αλμπέρ Καμύ έλεγε κάτι που έγινε ευαγγέλιο της δημοσιογραφίας σε ολόκληρο τον πλανήτη:
«Ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι είτε καλός είτε κακός, αλλά χωρίς ελευθερία, είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο Τύπος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από κακός».
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι στην ενημέρωση δεν έχει θέση η λογοκρισία. Με καμία μορφή της, από οποιαδήποτε πλευρά και για κανένα λόγο.
Αυτές τις μέρες βρίσκεται στο προσκήνιο μια διπλή απόπειρα, καλυμμένης, λογοκριτικής παρέμβασης, για την …προστασία της κοινωνίας- με κυβερνητικές πρωτοβουλίες.
Στο ένα σκέλος της υπάρχει το άρθρο του Ποινικού Κώδικα με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 191 «περί διασποράς ψευδών ειδήσεων» και τα … Προεδρικά Διατάγματα για «Κώδικας Δεοντολογίας Οπτικοακουστικών και Ραδιοφωνικών Προγραμμάτων».
Εκ του πονηρού. Και στις δυο περιπτώσεις «θεσπίζεται» η ευχέρεια σύγχυσης, ανάμεσα στα πραγματικά περιστατικά και την έκφραση γνώμης στα ΜΜΕ. Ώστε το μακρύ χέρι της Εκτελεστικής Εξουσίας να επεμβαίνει στην ενημέρωση κατά την κρίση της…
Η δεύτερη απόπειρα εκδηλώνεται ως υποτιθέμενο …αίτημα, με αφορμή τη δημοσιογραφική ασυδοσία στην κάλυψη της ανατριχιαστικής υπόθεσης του Κολωνού- κυρίως από την τηλεόραση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι πρακτικές δεν έχουν σχέση με την ενημέρωση. Όσοι τις περιγράφουν ως «βοθρολύματα» και «δεύτερο βιασμό της 12χρονης» και λίγα λένε.
Αλλά προσοχή. Δεν αφορούν ολόκληρη την ενημέρωση και όλα τα ΜΜΕ. Και σε καμία περίπτωση δεν είναι νοητό, θα λαμβάνονται μέτρα για το σύνολο με πρόσχημα την αντιμετώπιση του επιμέρους. Ποινικά, ή πειθαρχικά δεν υπάρχει συλλογική ευθύνη.
Κάποιοι κύκλοι εκμεταλλευόμενοι την αποστροφή που προκαλεί αυτή η ελεεινή εκδοχή-τηλεοπτικής κυρίως- δημοσιογραφίας, ζητούν απαγορευτικά μέτρα! Τα οποία φυσικά μόνο η κυβέρνηση μπορεί να λάβει, κατά την ιδεολογία και τα συμφέροντά της. Καθόλου καλή ιδέα αν ειδικά αν μιλάμε για τη σημερινή κυβέρνηση.
Εδώ βγάζει το κεφάλι του από τον δικό του βόθρο, το τέρας της λογοκρισίας. Στο κλίμα που διαμορφώνεται -και δεν είναι η πρώτη φορά- θα εκληφθούν ως «μέριμνα» για την κοινωνία, ακόμη και νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα ορίζουν πώς ακριβώς θα ασκείται η δημοσιογραφία. Πρώτα στην τηλεόραση, και μετά στα υπόλοιπα ΜΜΕ. Το ένα φέρνει το άλλο.
Οι πρώτοι που δεν πρέπει να φάνε το δόλωμα είναι οι δημοσιογράφοι και να εγκαταλείψουν τον κανόνα ότι, στη δουλειά τους, ο μόνος κριτής ενός μέσου ενημέρωσης είναι ο χρήστης του.
Η τηλεόραση κρίνεται κάθε ώρα και η εφημερίδα κάθε μέρα. Για να υπάρχουν τα μέσα που ευτελίζουν και τη δημοσιογραφία και τους ανθρώπους, σημαίνει ότι έχουν «κοινό».
Αφού λοιπόν υπάρχουν πολίτες που τρέφονται με σκουπίδια, ας καταναλώνουν σκουπίδια. Κάθε απαγόρευση με ειδική νομοθεσία-πόσο μάλλον με διοικητικές αποφάσεις θα φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα, από τη στιγμή που ο Διαδικτυακός γαλαξίας, επιτρέπει να διακινούντα τα πάντα.
Η μόνη παρέμβαση της Πολιτείας -αποκλειστικά δια της Δικαιοσύνης- νοείται μόνο όταν παραβιάζεται ο ποινικός νόμος. Χωρίς «ευρύτερες» ερμηνείες.
Οποιαδήποτε άλλη απαγόρευση από την Εκτελεστική Εξουσία, είναι απαράδεκτη. Ειδικά στην έντυπη δημοσιογραφία.
Σε ό,τι αφορά την ραδιοτηλεόραση αποτελεί το δικαίωμα του κράτους να θέτει όρους σε μέσα ενημέρωσης που υπάρχουν αποκλειστικά χάρη στην εκχώρηση της περιουσίας του: τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες.
Αυτό σημαίνει ότι κατά τη σύναψη του συμβολαίου εκχώρησης, πρέπει να ορίζεται ρητά σε ποιες περιπτώσεις η εκχώρηση αίρεται ή το κράτος δικαιούνται να παρέμβει. Ως συμβατικό δικαίωμα, όχι ως ηθοπλαστική αστυνόμευση, η εθνική επιτήρηση.
Παρένθεση. Από αυτή την άποψη ίσως κάποιοι αναγνωρίσουν επιτέλους την κεφαλαιώδη σημασία που είχε για την ενημέρωση και την κοινωνία, η νομιμοποίηση των τηλεοπτικών καναλιών από την κυβέρνηση Τσίπρα.
Έτσι θα γίνει κατανοητό ότι συνιστά νομικό και πολιτικό εκφυλισμό ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έστησε- με μόνο επιχείρημα την αριθμητική πλειοψηφία της στη Βουλή- Ειδικό Δικαστήριο για τον υπουργό που υπέγραψε το σχετικό νόμο.
Είπαμε: ο Νίκος Παππάς μπορεί να κατηγορηθεί για πολλά ως πολιτικός και κυρίως γιατί δεν ήταν επαρκής υπουργός. Αλλά στο θέμα της τακτοποίησης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, προσέφερε υπηρεσία, υπέρ του δημοσίου συμφέροντος.
Η παραπομπή του σε δίκη, αποτελεί στίγμα, για όσους την αποφάσισαν. Γιατί υπαγορεύεται από άλλες σκοπιμότητες και από άλλους κύκλους. Κλείνει η παρένθεση.
Για να συνοψίσουμε: οποιαδήποτε παρέμβαση που μπορεί να συνιστά, να οδηγεί σε λογοκρισία, δεν μπορεί να γίνει δεκτή από την αδέσμευτη δημοσιογραφία, για την οποία ο υπέρτατος κανόνας είναι η ελευθερία.Συνεπώς, αν τα κανάλια κάνουν την αθλιότητα στοιχείο της ταυτότητάς τους, ο μόνος που νομιμοποιείται να επέμβει - εκ των υστέρων – είναι το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο.
Δυστυχώς δεν το κάνει με επάρκεια- υπό την αδρανή διοίκηση Κουτρουμάνου. Με ποινές που θα έκαναν τους καναλάρχες να το σκεφθούν καλά, την επόμενη φορά που θα στείλουν τα «ματσούκια» τους να παραβιάσουν δικαιώματα πολιτών και τους «αστέρες» τους να ασχημονήσουν επί των προσωπικών δεδομένων τους.
Σε ό,τι αφορά την έντυπη ενημέρωση, αρμόδιο να ορίσει τους κανόνες άσκησης της δημοσιογραφίας γενικότερα,-συμπεριλαμβανομένων και των υπολοίπων ΜΜΕ- είναι το επαγγελματικό σωματείο των δημοσιογράφων.
Η ΕΣΗΕΑ, δεν είναι ποινικό Δικαστήριο. Αλλά το σώμα των δημοσιογράφων έχει αναθέσει στη διοίκησή της να αποβάλει από τους καταλόγους των μελών της, όποιον παραβιάζει τη δεοντολογία που ορίζει η ίδια, με σαφήνεια. Ότι δεν το κάνει πάντα, είναι μια συζήτηση που πρέπει να αρχίσουν οι δημοσιογράφοι μεταξύ τους.
Από εκεί και πέρα αρμόδια για παράνομες πρακτικές στην ενημέρωση και τα ΜΜΕ είναι η Δικαιοσύνη και σε καμία περίπτωση, και κανέναν λόγο, η αστυνομία και η εκάστοτε κυβέρνηση. Για συγκεκριμένες παραβιάσεις του νόμου, από συγκεκριμένα πρόσωπα.
Αν οι δημοσιογράφοι εκχωρήσουν στην κρατική εξουσία τέτοια δικαιώματα, θα σταματήσει να υπάρχει ελεύθερη Δημοσιογραφία.
Θα ασκείται μόνο κατά τους όρους προστασίας του «έθνους, και των χρηστών ηθών κοινωνίας», όπως τα ορίζουν κάθε φορά η εξουσία, οι «εθνοφύλακες» με τις περικεφαλαίες και οι «προστάτες» της «κοινωνικής υγείας». Όσοι βρίσκουν αυτές τις μέρες ότι η χώρα έχει «σαπίσει» και χάνει τις «αξίες» της- όπως τις θέτουν οι ίδιοι βεβαίως.
Σε κάθε περίπτωση, για την ενημέρωση υπάρχει πλαίσιο: το Σύνταγμα και για την ακρίβεια το άρθρο 14, που είναι η επιτομή της δημοκρατικής Πολιτείας.
Η πιστή τήρηση και η αυθεντική ερμηνεία του αρκούν. Δεν είναι δουλειά της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας να ψηφίζει ειδικούς νόμους για την ενημέρωση.
Η κοινωνία αλλά και η δημοσιογραφία έχουν τη ευθύνη των επιλογών τους, όπως και ο κάθε επαγγελματίας δημοσιογράφος προσωπικά. Δεν χρειάζονται «ρυθμίσεις», που καταλήγουν σε λογοκρισία και περιορισμούς των ελευθεριών τους …