Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές κάποιοι συντονίζονται στην προσπάθεια να ενισχύσουν το στραπατσαρισμένο προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη με αγιογραφίες, στις οποίες του αποδίδουν ιδιότητες που δεν έχει, επιτυχίες που προκύπτουν μόνο από τις επικοινωνιακές καμπάνιες του, προσόντα που του λείπουν και χαρακτηριστικά που δεν έχουν καμία αξία.
Τον χαρακτηρίζουν «υπεύθυνο και θεσμικό ηγέτη», που «αγνοεί το πολιτικό κόστος», «πολιτικό υψηλής παιδείας και επαγγελματισμού, ισότιμο μεγάλων ξένων ηγετών», «πρόσωπο κύρους με διεθνή παρουσία και πρωταγωνιστή στην Ευρώπη», «αξιόπιστο πολιτικό».
Μόνο ένα «λάθος» έκανε η ΕΥΠ , το αναγνώρισε και το διόρθωσε αμέσως ο ίδιος «αποπέμποντας τους υπευθύνους».
Πώς μπορείς να «διορθώσεις» την τρίμηνη καταγραφή της προσωπικής ζωής ενός πολιτικού αντίπαλου σου, ή ενός δημοσιογράφου, μόνο οι αγιογράφοι γνωρίζουν.
Σε κάθε περίπτωση ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ανάγκη από δεύτερο κύμα «ηγετοποίησης» -μετά το πρώτο στην Πανδημία, για το οποίο χτυπάει το κεφάλι του για τη συμμετοχή του ακόμη και ο Τσιόδρας– και θα ακολουθήσουν πολλά τέτοια για την πολιτική «κυριαρχία» του Μητσοτάκη, το «μεταρρυθμιστικό έργο του», ή τα «ψυχικά, πνευματικά και μορφωτικά του εφόδια», όπως έγραφε ένας παλιός νεοδημοκράτης… οπαδός του Σημίτη.
Συνηθίζονται αυτά στην πολιτική. Άλλωστε και οι υποστηρικτές του Αλέξη Τσίπρα με κάθε ευκαιρία ενισχύουν το προφίλ του, όπως κρίνουν. Αλλά από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει στήσει φάμπρικα υμνογραφίας του, ή ότι απασχολεί αμέτρητους ειδικούς πολιτικού μάρκετινγκ για να σκηνοθετούν τη δημόσια παρουσία του.
Με άλλα λόγια δεν εξαγοράζει ύμνους, όπως προκύπτει από τις διευκολύνσεις Μητσοτάκη σε «θαυμαστές» του – με το αζημίωτο.
Εν πάση περιπτώσει και ανεξάρτητα τι πιστεύει ο καθένας για τους δυο πολιτικούς, που θα αναμετρηθούν στις επόμενες εκλογές είναι δικό του θέμα. Όμως επειδή αμφότεροι κυβέρνησαν, μπορούν να συγκριθούν.
Η ουσιώδης σύγκριση μπορεί να γίνει μόνο με τα δυο βασικά κριτήρια που κρίνουν έναν Πρωθυπουργό: τον τρόπο διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και την αντίληψή του για την εθνική κυριαρχία. Τα υπόλοιπα είναι υποδεέστερα.
Σε σχέση με το πρώτο κριτήριο και οι πέτρες ξέρουν ποιος από τους δυο διακρίνεται για το σεβασμό του στο δημόσιο χρήμα και ποιος το διαχειρίζεται σαν να πρόκειται για οικογενειακή περιουσία του.
Ό,τι και πει κανείς για τις κυβερνήσεις Τσίπρα και τον ίδιο προσωπικά, ουδείς μπορεί να προσάψει ότι τα λεφτά που προορίζονται για την κοινωνία πήγαν σε τσέπες ημέτερων, σε πλουτισμό κομματικών στελεχών και σε εξαγορές συνειδήσεων.
Όπως δεν μπορεί να μιλήσει για σκάνδαλα της εποχής Τσίπρα, και πολύ περισσότερο να προσάψει οτιδήποτε ηθικά επιλήψιμο στον ίδιο και τη οικογένειά του.
Δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι άλλαξε το βιοτικό επίπεδο των Συριζαίων, βόλεψαν τους δικούς του και εξυπηρέτησαν συμφέροντα - συναγελαζόμενοι με διαπλεκόμενους επιχειρηματίες που έχουν συμφέροντα στο κράτος, τυχοδιώκτες και αρπακτικά των κρατικών, των κοινοτικών και των τραπεζικών κονδυλίων.
Αντίθετα, η περίοδος Μητσοτάκη είναι διάστικτη από αδιαφανείς αποφάσεις, απευθείας αναθέσεις και χαριστικές πράξεις. Ένας κύκλος επιχειρηματιών απομυζούν τα κονδύλια που προορίζονται για τη χώρα και άλλοι γίνονται επιχειρηματίες με κρατικά λεφτά, και με υπουργικές αποφάσεις.
Υπουργοί, βουλευτές και κομματικά στελέχη συμπεριφέρονται ως υποχείρια μεγάλων συμφερόντων. Στρατοί κομματικών έχουν εγκατασταθεί στο δημόσιο με παχυλές αμοιβές.
Ο Μητσοτάκης διαχειρίζεται πόρους του κράτους, ερήμην ακόμη και των αρμοδίων υπουργών, δεν δίνει καν λογαριασμό στη Βουλή για την εκποίηση της περιουσίας του. Συνάπτει συμφωνίες -από τους εξοπλισμούς ως το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ- που δεν ελέγχονται από κανέναν, ακόμη και όταν υποκρύπτουν διασπάθιση.
Κανένας πολιτικός αντίπαλος του Τσίπρα δεν διανοήθηκε να κάνει τον παραμικρό ηθικό υπαινιγμό εναντίον του. Για τον Μητσοτάκη ο προσδιορισμός «Μαξίμου ΑΕ» και ό,τι σημαίνει, ακούστηκε ακόμη και στη Βουλή, ιδίως από τη Φώφη Γεννηματά.
Κανένα κόμμα δεν ανέφερε ότι πρέπει να ερευνηθούν από τη Δικαιοσύνη πράξεις με οικονομικό αντικείμενο του Τσίπρα και των υπουργών του, ενώ στην περίπτωση Μητσοτάκη υπάρχει ήδη λίστα προς έρευνα.
Στον πρώην πρωθυπουργό καταλογίζονται μόνο πολιτικά λάθη. Σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι άσχετοι, ή ανεπαρκείς. Κανείς δεν είπε «αυτοί κλέβουν» και ποτέ δεν ακούσθηκε «θα πάνε στη φυλακή», όπως ακούγεται σήμερα. Ούτε χειραγωγούνται από «νταβατζήδες» και αδιαφορούν για το συμφέρον του δημοσίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, δεν πήγε κόντρα στη Δικαιοσύνη όταν λειτουργοί της ερευνούσαν σκάνδαλα, όπως στη Novartis. Ούτε επί των ημερών του υπήρξε σωρεία απαλλαγών, ακόμη και για σκάνδαλα του παρελθόντος, στα οποία οι εμπλεκόμενοι είχαν δεχθεί την ενοχή τους και είχαν καταδικαστεί - όπως στη Siemens.
Δεν υπήρξε βιομηχανία νομοθέτησης απαλλαγών για υπογραφές υπουργών και μανδαρίνων, ή τραπεζικών, που κάνουν μπαμ από μακριά ότι συνδέονται με σκανδαλώδεις και ευνοιοκρατικές ρυθμίσεις. Ούτε απαλλάχθηκαν επιχειρηματίες από όσα οφείλουν στο δημόσιο. Αυτά είναι δώρα Μητσοτάκη σε χορηγούς του.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο κριτήριο οι κυβερνήσεις Τσίπρα δεν απέκλιναν ούτε χιλιοστό από την πάγια εθνική πολιτική στον διεθνή χώρο. Δεν παραβίασαν ποτέ τις αρχές της ελληνικής διπλωματίας, δεν έκαναν γκάφες, δεν δήλωσαν τυφλή υποταγή σε καμιά ξένη δύναμη και δεν πήραν θέση εμπολέμου καθ’ υπόδειξη.
Δεν επέτρεψαν στην Τουρκία να μετατρέπει τις παλιές αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας σε διεκδίκηση ελληνικών εδαφών. Ο Τσίπρας δεν ασκούσε ΙΧ εξωτερική πολιτική που θολώνει την ελληνική γραμμή. Η διεθνής κοινότητα του αναγνώρισε την επιτυχία επίλυσης Μακεδονικού και δεν βαρύνεται με ήττες όπως του Μητσοτάκη στη Λιβύη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώην Πρωθυπουργοί της ΝΔ διαφωνούν με τα καμώματα του διαδόχου τους στα εθνικά θέματα.
Στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία η εναλλαγή των κομμάτων στην κυβέρνηση συνδέεται με εκατέρωθεν ισχυρισμούς που μπορεί να είναι αβάσιμοι ή απλώς ψηφοθηρικοί.
Τα μόνα ασφαλή κριτήρια για την επιλογή Πρωθυπουργού είναι ποιος περιφρουρεί το κρατικό ταμείο και ποιος δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής, ειδικά στο Αιγαίο. Ειδικά με έξωθεν υποδείξεις «εταίρων και συμμάχων» για «συμβιβασμούς».
Όταν τελειώνει τη θητεία του ένας Πρωθυπουργός από αυτά κρίνεται: αν χρησιμοποίησε το δημόσιο χρήμα μόνο για τους σκοπούς που προορίζεται -και δεν επέτρεψε τη διασπάθισή του και τη διαφθορά στο κόμμα του και το κράτος- και αν δεν επέτρεψε να αμφισβητηθεί σπιθαμή ελληνικού εδάφους.
Τα υπόλοιπα είναι κομματικοί ισχυρισμοί, επικοινωνιακά τερτίπια και τρέχουσα πολιτικολογία.