Η λιτότητα είναι το δώρο που κάνει ο Ρίσι Σούνακ στα οικονομικά ζόμπι σχολιάζει σε άρθρο του στο Newstatesman ο επικεφαλής του ΜέΡΑ25, Γιάνης Βαρουφάκης.
Ο πρώην υπουργός οικονομικών χαρακτηρίζει νίκη για την αξιοπρέπεια και την κοινή λογική την απόρριψη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της Τρας σχολιάζοντας όμως πως «η τάξη που η Λιζ Τρας προσπάθησε να πριμοδοτήσει με δωράκια φοροαπαλλαγών και ευνοϊκών ρυθμίσεων, θα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο αξιοποιώντας ένα ακόμη πιο άσχημο, πιο ωμό, πιο βρώμικο όπλο: τη λιτότητα».
Ο Γιάνης Βαρουφάκης σχολιάζει πως «ακόμη και πριν αναλάβει την πρωθυπουργία ο Ρίσι Σουνάκ, το Υπουργείο Οικονομικών είχε αποκτήσει υπουργό της αρεσκείας του: τον Τζέρεμι Χαντ που πιστωνόταν με το καλμάρισμα των αγορών μέσω της γνωστής ψευδούς προπαγάνδας υπέρ λιτότητας: την εμμονή ισολογισμού των βιβλίων, τον εξορκισμό των ακάλυπτων δεσμεύσεων κ.λπ. Οι αγορές, αναμφίβολα, γνωρίζουν ότι αυτή η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, δεν πρόκειται ποτέ να ισοσκελίσει τα βιβλία. Γνωρίζουν ότι το ζητούμενο της δημοσιονομικής πολιτικής είναι να διατηρήσει την υποχρηματοδότηση των κρατικών δαπανών σε τέτοιο επίπεδο που να εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Γιατί, λοιπόν, τους καθησυχάζει η ρητορική υπερ λιτότητας του Χαντ και του Σουνάκ;».
«Η απάντηση», εξηγεί ο κ. Βαρουφάκης, «είναι ότι τα εταιρικά και χρηματοοικονομικά ζόμπι που διατηρήθηκαν στη ζωή όλο αυτό το διάστημα χάρη στα χαμηλά επιτόκια χρειάζονται τη λιτότητα. Η εναλλακτική είναι η αύξηση των επιτοκίων, που είναι σα να τους καρφώνεις πάσαλο στην καρδιά. Αντίθετα, οι μεγάλες περικοπές στην πραγματική αξία των πληρωμών της καθολικής πίστωσης θα μειώσουν την ικανότητα των εργαζομένων να απαιτούν υψηλότερους μισθούς και έτσι θα βοηθήσουν την Τράπεζα της Αγγλίας να κρατήσει σταθερά τα επιτόκια ενόσω καταπολεμά τον πληθωρισμό».
Στη συνέχεια ο κ. Βαρουφάκης εντοπίζει ομοιότητες του Σούνακ με τον Ντράγκι, τον Μόντι και τον Παπαδήμο.
«Εμείς οι νότιοι, είναι δύσκολο να μην εντοπίσουμε την ομοιότητα του Σουνάκ με τον Μάριο Ντράγκι και τον Μάριο Μόντι της Ιταλίας αλλά και με τον Λουκά Παπαδήμο της Ελλάδας. Εκτός από κοινούς ισχυρούς δεσμούς με την Goldman Sachs, όλοι αυτοί οι Πρωθυπουργοί εξουσιοδοτήθηκαν από τους «ενήλικες στην αίθουσα» να επιβάλουν λιτότητα σε πληθυσμούς που δεν κλήθηκαν καν να τους εκλέξουν με την ψήφο τους», αναφέρει συγκεκριμένα.
Ολόκληρο το άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη:
«Η απόρριψη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της Τρας και η αποπομπή της από την πολιτική σκηνή ήταν μια νίκη για την αξιοπρέπεια και την κοινή λογική σε μια μικρή μάχη στο πλαίσιο ενός ευρύτερου, ταξικού πολέμου που αναμένεται να κλιμακωθεί. Δυστυχώς, η τάξη που η Λιζ Τρας προσπάθησε να πριμοδοτήσει με δωράκια φοροαπαλλαγών και ευνοϊκών ρυθμίσεων, θα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο αξιοποιώντας ένα ακόμη πιο άσχημο, πιο ωμό, πιο βρώμικο όπλο: τη λιτότητα.
Οι πλούσιοι της Βρετανίας οφείλουν ευγνωμοσύνη στο κυβερνητικό τσίρκο Τρας-Κουαρτέγκ. Αποσταθεροποιώντας τις αγορές τόσο θεαματικά και μετατρέποντας την αστάθεια στο μεγαλύτερο πρόβλημα που καλείται τώρα να διαχειριστεί η νέα κυβέρνηση των Τόρις, απελευθέρωσαν τους «ενήλικες» (αξιωματούχους του Υπουργείου Οικονομικών και τους πιο ύπουλους υπέρμαχους του ταξικού πολέμου Τόρις που συντάσσονται με τον Ρίσι Σουνάκ και τον Τζέρεμι Χαντ) από τους πολιτικούς περιορισμούς που τους είχαν επιβληθεί από έναν κόσμο ο οποίος αποστρεφόταν τη λιτότητα.
Υπό την κυβέρνηση των Τόρις, όλοι οι δρόμοι μετά την πανδημία οδηγούσαν σε λιτότητα. Οι μόνες διενέξεις μεταξύ των στελεχών, ήταν για την επιλογή διαδρομής, όχι για τον προορισμό. Ως καγκελάριος, ο Ρίσι Σουνάκ αντιλήφθηκε έγκαιρα το δίλημμα που αντιμετώπιζαν, όταν η πανδημία υποχώρησε και ο πληθωρισμός των τιμών απογειωνόταν:
- Επιτόκια άνω του 6% για τον περιορισμό του πληθωρισμού, ο οποίος ωστόσο θα εξουδετέρωνε τα οικονομικά και εταιρικά ζόμπι από τα οποία εξαρτιόταν η τάξη του για τον πλούτο και τη δύναμή της. Ή,
- Σκληρή λιτότητα, που θα οδηγούσε στον ίδιο στόχο με χαμηλότερα επιτόκια, εφικτά λόγω της ταχείας επιβράδυνσης της οικονομίας.
Ο Σουνάκ, μαζί με το Υπουργείο Οικονομικών, προέκρινε σαφώς το δεύτερο, αλλά ο Μπόρις Τζόνσον, αρκετά έξυπνος ώστε να διαισθανθεί ότι η λιτότητα συνιστά πολιτικό δηλητήριο, δεν το επέτρεψε.
Αντιγράφοντας τον Μπόρις, η Λιζ Τρας νίκησε τον Ρίσι Σουνάκ κάνοντας εκστρατεία κατά της λιτότητας, ενώ, κρυφά, σχεδίαζε να την εφαρμόσει αργότερα, μόλις ο Σουνάκ έχανε και είχε ολοκληρωθεί και η μεταφορά του πλούτου που σχεδίαζε στους υπερπλούσιους. Γνώριζε ότι η λιτότητα ήταν αναπόφευκτη επειδή, δεδομένης της πληθωριστικής κατάστασης της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου, ο μόνος τρόπος για να αναχαιτιστεί η αύξηση των τιμών χωρίς λιτότητα ήταν να υιοθετήσει κομμάτια μιας προοδευτικής ατζέντας που συνιστά ανάθεμα για τους Τόρις: Πλαφόν στα αυξανόμενα περιθώρια τιμής-κόστους των εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας, ενίσχυση των πράσινων επενδύσεων για την ενίσχυση της προσφοράς φθηνότερης ενέργειας, φορολόγηση των επιπλέον κερδών που αποκομίζουν οι τράπεζες από το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων και των τόκων που καταβάλλονται στους αποταμιευτές, περιορισμό του κόστους στέγασης μέσω ελέγχου των ενοικίων και νέας κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής κ.λπ.
Πολύ πριν το Partygate ρίξει τον Τζόνσον, ο Σουνάκ υποστήριζε ευθαρσώς πως έπρεπε να ακολουθηθεί η εξής σειρά στα πράγματα: Πρώτα εφαρμογή λιτότητας, ώστε να συνθλίψει την όποια πιθανότητα ο πληθωρισμός τιμών να ενθαρρύνει την εργατική τάξη να εγείρει μισθολογικές αξιώσεις, και μόνο μετά να ακολουθήσει η μεταφορά πλούτου στους πλούσιους μέσω φορολογικών περικοπών. Ωστόσο, η θέση του Σουνάκ υπέρ της λιτότητας τον έκανε εύκολο στόχο για μια Τρας που στόχευε να πάρει τη θέση του Μπόρις.
Δεδομένης της τοξικότητας που προκαλεί και μόνο η υπόνοια λιτότητας, ακόμη και εντός των απλών μελών των Τόρις, το μόνο που έπρεπε να κάνει η Τρας για να κερδίσει ήταν να απομακρυνθεί από τη ρητορική περί λιτότητας και να εστιάσει σε κάτι που σίγουρα θα κέρδιζε τη βάση των Τόρις: σημαντικές φορολογικές περικοπές για τους εύπορους. Αντιστρέφοντας την προτεινόμενη ακολουθία του Σουνάκ, λιτότητα πρώτα και απροκάλυπτη αναδιανομή του πλούτου αργότερα, η Τρας κατάφερε να νικήσει τον Σουνάκ και, ταυτόχρονα, να σπάσει όλα τα ρεκόρ για τη συντομότερη θητεία από οποιονδήποτε άλλο ένοικο της Ντάουνινγκ Στριτ.
Για να είμαστε, όμως, δίκαιοι, η Τρας, όπως και η πλειοψηφία των αναλυτών πίστευε ότι οι αγορές, βυθισμένες σε μια ψευδαίσθηση ασφάλειας μετά από δεκαετίες σοσιαλισμού για τους πλούσιους, θα διατηρούνταν ήρεμες για μερικούς μήνες, χρόνο κατά τον οποίο το δίδυμο Τρας-Κουαρτέγκ θα ετοίμαζε αργά αλλά σταθερά τη στροφή στη λιτότητα. Εκτός από μερικά ανόητα λάθη που θα μπορούσαν εύκολα να είχαν αποφευχθεί, όπως η απόλυση του Σερ Χάμφρι από το Υπουργείο Οικονομικών και η φίμωση του Γραφείο Προϋπολογισμού που στήριζε την λιτότητα, κανείς δεν φανταζόταν πως η αντίστροφη σειρά εφαρμογής των μέτρων φοροαπαλλαγής και λιτότητας που πρόκρινε η Τρας, θα προκαλούσε τόση αναταραχή στην αγορά ώστε να προκαλέσει νευρικότητα ακόμη και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Αυτό που πυροδότησε την αναταραχή, όπως όλοι πλέον γνωρίζουμε, ήταν τα παράγωγα στα οποία είχαν επενδύσει μαζικά τα βρετανικά συνταξιοδοτικά ταμεία για να αντισταθμίσουν τον πληθωρισμό και τον κίνδυνο επιτοκίου – παράγωγα που δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά παρά μόνο με δανεισμό έναντι του αποθέματός τους σε βρετανικά κρατικά κεφάλαια. Όταν κυκλοφόρησε η είδηση ότι η Τρας σχεδίαζε να εκδώσει πολύ περισσότερα χρεόγραφα για να καλύψει τις μεγάλες φορολογικές περικοπές, χωρίς προκαταβολική λιτότητα, η τιμή των χρεογράφων έπεσε και, ξαφνικά, τα συνταξιοδοτικά ταμεία έπρεπε να καταθέσουν περισσότερα μετρητά για να καλύψουν το χρέος που είχαν αναλάβει για να αγοράσουν τα παράγωγα. Στον πανικό τους πούλησαν το μοναδικό ρευστό περιουσιακό στοιχείο που είχαν: τα κρατικά χρεόγραφα! Και έτσι ξεκίνησε ο κύκλος της καταστροφής μέχρι η Τράπεζα της Αγγλίας να εισέλθει και η Λιζ Τρας να εξέλθει από τον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ οριστικά και ταπεινωτικά.
Ακόμη και πριν αναλάβει την πρωθυπουργία ο Ρίσι Σουνάκ, το Υπουργείο Οικονομικών είχε αποκτήσει υπουργό της αρεσκείας του: τον Τζέρεμι Χαντ που πιστωνόταν με το καλμάρισμα των αγορών μέσω της γνωστής ψευδούς προπαγάνδας υπέρ λιτότητας: την εμμονή ισολογισμού των βιβλίων, τον εξορκισμό των ακάλυπτων δεσμεύσεων κ.λπ. Οι αγορές, αναμφίβολα, γνωρίζουν ότι αυτή η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, δεν πρόκειται ποτέ να ισοσκελίσει τα βιβλία. Γνωρίζουν ότι το ζητούμενο της δημοσιονομικής πολιτικής είναι να διατηρήσει την υποχρηματοδότηση των κρατικών δαπανών σε τέτοιο επίπεδο που να εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Γιατί, λοιπόν, τους καθησυχάζει η ρητορική υπερ λιτότητας του Χαντ και του Σουνάκ;
Η απάντηση είναι ότι τα εταιρικά και χρηματοοικονομικά ζόμπι που διατηρήθηκαν στη ζωή όλο αυτό το διάστημα χάρη στα χαμηλά επιτόκια χρειάζονται τη λιτότητα. Η εναλλακτική είναι η αύξηση των επιτοκίων, που είναι σα να τους καρφώνεις πάσαλο στην καρδιά. Αντίθετα, οι μεγάλες περικοπές στην πραγματική αξία των πληρωμών της καθολικής πίστωσης θα μειώσουν την ικανότητα των εργαζομένων να απαιτούν υψηλότερους μισθούς και έτσι θα βοηθήσουν την Τράπεζα της Αγγλίας να κρατήσει σταθερά τα επιτόκια ενόσω καταπολεμά τον πληθωρισμό.
Εμείς οι νότιοι, είναι δύσκολο να μην εντοπίσουμε την ομοιότητα του Σουνάκ με τον Μάριο Ντράγκι και τον Μάριο Μόντι της Ιταλίας αλλά και με τον Λουκά Παπαδήμο της Ελλάδας. Εκτός από κοινούς ισχυρούς δεσμούς με την Goldman Sachs, όλοι αυτοί οι Πρωθυπουργοί εξουσιοδοτήθηκαν από τους «ενήλικες στην αίθουσα» να επιβάλουν λιτότητα σε πληθυσμούς που δεν κλήθηκαν καν να τους εκλέξουν με την ψήφο τους».