Η Αθήνα έχει μια μόνο επιλογή σε υλοποίηση της σταθερής πολιτικής της υπέρ της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης: να στηρίξει τη διαπραγματευτική ενταξιακή διαδικασία με Β. Μακεδονία και Αλβανία (με τις γνωστές αιρεσιμότητες). Είναι σημαντικό οι όμορές μας χώρες, όπως Β. Μακεδονία, Αλβανία και Τουρκία (στο απώτερο μέλλον ίσως) να ενταχθούν στην ΕΕ ως προϋπόθεση σταθερότητας και δημοκρατίας στην περιοχή. Και με στόχο τα εξωτερικά σύνορα της Ελλάδας να μετατραπούν με τον τρόπο αυτό σε «εσωτερικά σύνορα» της διευρυμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα παραπάνω προτείνει ο καθηγητής και συγγραφέας Π.Κ. Ιωακειμίδης, με συνέντευξη που παραχωρεί στο iEidiseis, με αφορμή το Δείπνο στην Αθήνα των ηγετών των Δυτικών Βαλκανίων.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης, που έπεσε σημαντικό ρόλο στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων το 2003, επί Κώστα Σημίτη, καταθέτει πρόταση για το τι θα πρέπει να πράξει η ΕΕ για την ένταξη των Βαλκανικών χωρών, χαρακτηρίζει «βαλκανικό φάλτσο» την μη πρόσκληση Ράμα και ζητάει να «κανονικοποιηθούν» οι σχέσεις Αθήνας και Σκοπίων.
- Ανταποκρίθηκε τελικά στις προσδοκίες η συνάντηση των Βαλκάνιων ηγετών στην Αθήνα κ. Καθηγητά;
- Η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη για τη συνάντηση των Αθηνών υπήρξε εύστοχη. Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη συνάντηση κορυφής των ηγετών των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στη Χαλκιδική το 2003 και την υιοθέτηση της Δήλωσης/ Ατζέντας της Θεσσαλονίκης, η νέα συνάντηση ανέδειξε αφ’ ενός τη μεγάλη αξία της Δήλωσης 2003 και αφ’ ετέρου τον στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας.
Η Δήλωση 2003 που υπήρξε, ως γνωστόν, έργο της τότε κυβέρνησης Κ. Σημίτη άνοιξε το δρόμο για την ένταξη των Δυτικοευρωπαϊκών χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που ως θυμάμαι δεν ενθουσίαζε ιδιαίτερα τις τότε χώρες ΕΕ εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις. Επομένως η Ελλάδα χρειάστηκε να καταβάλει σκληρές διαπραγματευτικές προσπάθειες για να συμφωνηθεί και υιοθετηθεί το ιστορικό αυτό κείμενο. Η συνάντηση των Αθηνών με την παρουσία και της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (πρόεδρος Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ. Μισέλ, πρόεδρος Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν) και μόνο ότι πραγματοποιήθηκε συνιστά θετικό γεγονός. Η Δήλωση που υιοθετήθηκε όμως (Διακήρυξη των Αθηνών) επιβεβαιώνει ουσιαστικά τους βασικούς στόχους της Δήλωσης 2003 υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα «την ανάγκη για μια αναζωογονημένη και επαναπροσανατολισμένη διαδικασία διεύρυνσης». Ωστόσο η Διακήρυξη Αθηνών δεν καταγράφει καμιά συγκεκριμένη νέα δράση, ως νέα προσέγγιση, για την ολοκλήρωση αυτού του οράματος. Μια καλύτερα επεξεργασμένη Διακήρυξη θα ανταποκρινόταν πληρέστερα στις προσδοκίες των χωρών της περιοχής για ένταξη σε εύλογο χρονικό διάστημα.
- Οι σχέσεις της Αθήνας με τα Τίρανα πού οδηγούνται; Η απουσία του Ράμα συμβάλλει στην απελευθέρωση Μπελέρη;
- Η μη πρόσκληση του πρωθυπουργού της Αλβανίας Έντι Ράμα στη συνάντηση των Αθηνών και η συνακόλουθη απουσία του (και συνολικά της Αλβανίας αφού ο πρόεδρος ο οποίος προσεκλήθη δεν έκανε δεκτή την πρόσκληση) υπήρξε κατά την άποψή μου ένα «βαλκανικό φάλτσο» από ελληνικής πλευράς. Ο Ράμα θα έπρεπε να είχε προσκληθεί προκειμένου ακριβώς να ακούσει απ’ ευθείας από τον πρωθυπουργό την υποχρέωση που έχει ιδιαίτερα ως υποψήφια για ένταξη χώρα στην Ένωση να σεβαστεί το κράτος δικαίου, τα ατομικά και μειονοτικά δικαιώματα και τα εκλογικά δικαιώματα του Φρ. Μπελέρη.
Σε συλλογικές συναντήσεις αυτού του τύπου δεν προσκαλείς μόνο τους likeminded, αυτούς με τους οποίους συμφωνείς. Οι αποκλεισμοί δεν είναι και τόσο... ευρωπαϊκοί. Επέτρεψαν, έδωσαν το πρόσχημα στον Ε. Ράμα να μας κατηγορεί για... βαλκάνια συμπεριφορά! Εν πάση περιπτώσει, ο μεν Έντι Ράμα οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας του αλλά και η σταθερότητα στην περιοχή εξυπηρετούνται μέσω των καλών και φιλικών σχέσεων με την Ελλάδα στη βάση του σεβασμού ατομικών και μειονοτικών δικαιωμάτων και κράτους δικαίου. Ενώ η Ελλάδα καλό θα είναι να αποφύγει πράξεις ή δηλώσεις που έστω ακουσίως οξύνουν την ένταση.
Αλλά καθώς η συνάντηση των Αθηνών συμπεριλάμβανε τελικά και άλλες υποψήφιες για ένταξη χώρες, όπως Ουκρανία και Μολδαβία (ή μη υποψήφιες ακόμη όπως Κόσοβο) διερωτάται κάποιος με ποιo σκεπτικό δεν προσκλήθηκε και η Τουρκία η οποία είναι υπoψήφια χώρα από το 1999. Στο κάτω-κάτω η Ελλάδα για ευνόητους λόγους θα έπρεπε να είχε μεγαλύτερη ευαισθησία και ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, παρά ας πούμε της Ουκρανίας και Μολδαβίας, όσο σημαντικές κι αν είναι οι τελευταίες από μια γενικότερη οπτική.
- Και με τη Βόρειο Μακεδονία; Ο κ. Μητσοτάκης δεν συναντήθηκε ούτε καν με τον πρωθυπουργό της χώρας αυτής, παρότι υπάρχουν ακόμα πολλά ανοιχτά θέματα από τη Συμφωνία των Πρεσπών.
- Σε ό,τι αφορά τη Β. Μακεδονία, είναι απολύτως αναγκαίο οι σχέσεις της χώρας μας να «κανονικοποιηθούν» πλήρως στη βάση του εκατέρωθεν πλήρους σεβασμού και εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Τα θέματα ονομασίας και άλλα συναφή έκλεισαν οριστικά. Ανήκουν στο παρελθόν. Επομένως, η κυβέρνηση θα πρέπει να φέρει για ψήφιση τα σχετικά πρωτόκολλα. Οι διμερείς σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών σε όλα τα επίπεδα μπορούν και πρέπει να αναπτυχθούν δυναμικά έξω από οποιαδήποτε παρωχημένη εθνικιστική λογική και εσωστρέφεια του παρελθόντος.
- Επικεντρώνω στις δυο αυτές χώρες καθώς οι πληροφορίες επιμένουν πως τον Δεκέμβριο οι Βρυξέλλες θα κληθούν να αποφασίσουν αν θα ανοίξουν τα ενταξιακά κεφάλαια τόσο για τα Τίρανα, όσο και για τα Σκόπια. Η Αθήνα τι πρέπει να πράξει;
- Η Αθήνα έχει μια μόνο επιλογή σε υλοποίηση της σταθερής πολιτικής της υπέρ της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης: να στηρίξει τη διαπραγματευτική ενταξιακή διαδικασία με Β. Μακεδονία και Αλβανία (με τις γνωστές αιρεσιμότητες). Είναι σημαντικό οι όμορές μας χώρες, όπως Β. Μακεδονία, Αλβανία και Τουρκία (στο απώτερο μέλλον ίσως) να ενταχθούν στην ΕΕ ως προϋπόθεση σταθερότητας και δημοκρατίας στην περιοχή.
Και με στόχο τα εξωτερικά σύνορα της Ελλάδας να μετατραπούν με τον τρόπο αυτό σε «εσωτερικά σύνορα» της διευρυμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Μήπως τελικά η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θέλει ως μέλη τα βαλκανικά κράτη κ. καθηγητά; Είκοσι χρόνια μετά τη Σύνοδο της Θεσσαλονίκης, μια σημαντική πρωτοβουλία του Κώστα Σημίτη -που σήμερα την παραδέχονται και όσοι τότε την κατέκριναν- μόνο η Κροατία έχει μπει στην ΕΕ.
- Η Ένωση έδειξε διαχρονικά πράγματι απροθυμία να προχωρήσει τη διαδικασία διεύρυνσης με τα Δυτικά Βαλκάνια. Ως αποτέλεσμα, η περιοχή κινδυνεύει να διολισθήσει ξανά σε εκτεταμένη αστάθεια και ίσως ανοιχτή σύγκρουση καθώς οι διάφορες πηγές εθνοτικής αντιπαλότητας και άλλες αιτίες πυροδοτούν συγκρούσεις σε χώρες όπως κυρίως το Κόσοβο και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και όχι μόνο. Η περιοχή εμφανίζεται σε ορισμένους ως μια περιοχή έτοιμη να εκραγεί ενώ παράλληλα έχει καταστεί το «μήλον της έριδος» για τρεις δυνάμεις, Ρωσία, Κίνα, Τουρκία, οι οποίες επιδιώκουν να επεκτείνουν την επιρροή τους. Και σε σημαντικό βαθμό το έχουν καταφέρει, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την παρουσία της Ρωσίας στη Σερβία αλλά και της Κίνας. Ενώ και η παρουσία της Τουρκίας τόσο στη Σερβία όσο και στην Αλβανία και αλλού δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Και τα καταφέρνουν για ένα κύριο λόγο – τη βαθιά απογοήτευση που αισθάνονται όλες οι Δυτικοβαλκανικές χώρες από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά το γεγονός ότι η τελευταία είναι η σημαντικότερη χορηγός σε οικονομική βοήθεια και άλλη στήριξη της περιοχής. Σε κάπως ωμή διατύπωση η απογοήτευση οφείλεται στη διάχυτη αίσθηση των χωρών ότι η Ένωση «τις κοροϊδεύει» σε ότι αφορά την ένταξή τους σ’ αυτήν ως πλήρη μέλη. (Αυτή τη στιγμή όλες οι χώρες συνδέονται με την ΕΕ με Συμφωνίες Σταθεροποίησης και Σύνδεσης). Και πράγματι, είκοσι ακριβώς χρόνια μετά την υιοθέτηση της περίφημης Ατζέντας της Θεσσαλονίκης (2003) που άνοιξε την προοπτική ένταξης των Δ. Βαλκανίων, μόνο μία χώρα από την περιοχή, η Κροατία, έχει ενταχθεί (2013). Και το σημαντικότερο, η προοπτική για κάποια ένταξη μέσα στην επόμενη δεκαετία εμφανίζεται ως εντελώς χλωμή.
Έτσι η Β. Μακεδονία που υπέβαλε αίτηση ένταξης το 2004 ξεκίνησε τυπικά τη διαπραγμάτευση (Ιούλιος 2022) λόγω του γνωστού ονοματολογικού ζητήματος με την Ελλάδα και τα προβλήματα με τη Βουλγαρία. Η Αλβανία, με υποβολή αίτησης το 2009, ξεκίνησε επίσης τυπικά τη διαπραγμάτευση τον Ιούλιο 2022, ενώ η Σερβία αν και ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση το 2014 δεν έχει καμιά άμεση προοπτική ένταξης και για πολιτικούς λόγους (διαμάχη με Κόσοβο, κλπ.). Το ίδιο ισχύει και για το Μαυροβούνιο που διαπραγματεύεται την ένταξή του από το 2012. Οι δύο άλλες χώρες, Βοσνία-Ερζεγοβίνη (αν και υποψήφια) και Κόσοβο, βρίσκονται ακόμη πιο μακρiά για τους γνωστούς πολιτικούς λόγους (αστάθεια, κ.α.)
- Τι πρέπει επομένως να γίνει ;
Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις επιβάλλουν τη σύντομη ένταξη των χωρών των Δ. Βαλκανίων στην ΕΕ. Αλλά εάν ο στόχος είναι η πλήρης θεσμική ένταξη των χωρών αυτών, η προοπτική είναι μηδενική για τον ορατό ορίζοντα (πολύ περισσότερο που τώρα έχουν προστεθεί στον κατάλογο Ουκρανία και Μολδαβία).
Τι μπορεί να γίνει; Να ανοίξει μια διαδικασία για την άμεση τμηματική, σταδιακή ένταξη (phaseaccession) των χωρών (αντί της ολικής) ανάλογα με την πρόοδο των διαπραγματεύσεων. Με τον τρόπο αυτό οι χώρες θα ενσωματώνονται σιγά-σιγά από τώρα και έτσι θα ανακτήσουν και την εμπιστοσύνη τους στην Ένωση. Τη νέα αυτή στρατηγική μπορεί και πρέπει να προτείνει η Ελλάδα.
Παράλληλα:
(α) οι μεν χώρες των Δ. Βαλκανίων θα πρέπει να επιταχύνουν τη διαδικασία μεταρρυθμίσεων για την εκπλήρωση των κριτηρίων ένταξης (κριτήρια Κοπεγχάγης),
(β) η δε Ένωση να μεταρρυθμίσει θεσμούς και πολιτικές και να ενισχύσει την «ικανότητα απορρόφησης» προκειμένου να ενσωματώσει τα Δ. Βαλκάνια και άλλες υποψήφιες χώρες.
Μεγάλες προκλήσεις.