Πολιτική

Προδημοσίευση από το βιβλίο Κοτζιά: Πώς διαπραγματεύτηκαν Κων. Μητσοτάκης, Ανδρέας, Σημίτης, Καραμανλής, Γιώργος και Σαμαράς

«Η Λογική της Λύσης» (Εκδόσεις GUTENBERG), του Νίκου Κοτζιά κυκλοφορεί στις 16 Δεκεμβρίου και θα προκαλέσει τις περισσότερες ίσως συζητήσεις που προκάλεσε φέτος βιβλίο στη χώρα μας.

Στις 16 Δεκεμβρίου κυκλοφορεί το βιβλίο του Νίκου Κοτζιά «Η Λογική της Λύσης» (Εκδόσεις GUTENBERG), που αποκαλύπτει σοβαρές λεπτομέρειες για τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και κάνει και ιστορική αναδρομή στο θέμα και αναφέρεται στην πολιτική θεωρία και πρακτική στις διεθνείς σχέσεις.

neo vivlio kotzias

Το iEidiseis προδημοσιεύει σήμερα απόσπασμα από το βιβλίο που αναφέρεται στον τρόπο που διαπραγματεύτηκαν το «Μακεδονικό» οι πρώην πρωθυπουργοί Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Ανδρέας Παπανδρέου, Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Παπανδρέου και Αντώνης Σαμαράς:

«Η πρώτη υποπερίοδος είναι εκείνη του 1991-3. Περίοδος πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που ήθελε –και είχε δίκαιο- να λύσει το πρόβλημα, αλλά δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένος και δεν το είχε αντιληφθεί σε βάθος. Στην πορεία, εγκατέλειψε την προοπτική λύσης κάτω από τη διπλή εσωκομματική πίεση και δεν φρόντισε επαρκώς τη διεθνή θέση της Ελλάδας. Αν μετά τον Β’ΠΠ το πρόβλημα με τους Σλαβομακεδόνες είχε γίνει το κρυπτόμενο «ανύπαρκτο ζήτημα», μετά την διάλυση της ΟΔΓ έγινε το «άβολο πρόβλημα». Ο Μητσοτάκης βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ίδιο τον δικό του ΥΠΕΞ που τον κατηγορούσε ως άχρηστο και παράγοντα αστάθειας.

Κατά τη γνώμη μου, μέγιστο πρόβλημα εκείνης της περιόδου ήταν ότι οι πολιτικοί των κομμάτων εξουσίας στην Αθήνα σκέφτονταν με όρους του Εμφυλίου Πολέμου καθώς και του αλυτρωτισμού της ΟΔΓ και των Σλαβομακεδόνων, ιδιαίτερα όπως εκδηλώθηκε στη δεκαετία του ’40. Επιπλέον, όπως και στη συνέχεια, είχαν μια παντελώς λανθασμένη ανάλυση για τα γεωπολιτικά. Το αποτέλεσμα ήταν, στη διάρκεια της πρώτης υποπεριόδου, και όχι μόνο, να γίνεται συνεχώς επίκληση δύο λανθασμένων θέσεων.

Πρώτον, ότι εάν η τότε ΕΟΚ (αργότερα ΕΕ) αναγνωρίσει η ίδια ή τα κράτη – μέλη της την τότε «Δημοκρατία της Μακεδονίας», τότε η τελευταία θα προωθήσει τον στόχο της να καταλάβει ελληνικά εδάφη και τη Θεσσαλονίκη. Ουδείς στην διεθνή κοινωνία μπορούσε να πιστέψει, ότι ένα μικρό κράτος, όπως η ΠΓΔΜ, χωρίς εξοπλισμούς θα έκανε κάτι τέτοιο. Στην πορεία αυτό το επιχείρημα εμπλουτίστηκε και γνώρισε τροποποίηση από τον Κ. Καραμανλή ως Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το επιχείρημα ήταν, ότι το πρόβλημα δεν ήταν το ίδιο το Σλαβομακεδονικό κράτος, αλλά ότι ένας τρίτος συνδυασμός δυνάμεων μπορούσε να το αξιοποιήσει. Με τέτοια επιχειρήματα και πολιτική που στηριζόταν σε αυτά, η Ελλάδα επέτρεψε επί 25 χρόνια στην Τουρκία να προωθεί τον οικονομικό και αμυντικό έλεγχο και την παρουσία της στη γείτονα χώρα. Ενώ αντίθετα, η Συμφωνία των Πρεσπών δυσκόλεψε την Άγκυρα στην υλοποίηση ανάλογων σχεδίων.

Το δεύτερο επιπόλαιο επιχείρημα της Αθήνα με το οποίο πάλεψε, αποτυχημένα, για να αποτρέψει την αναγνώριση του γειτονικού κράτους ήταν ότι κάτι τέτοιο «θα φέρει τον πόλεμο» στον βαλκανικό νότο (αναφορά στο Τάρκας 1995: 116). Ότι, με την αναγνώριση από την Ελλάδα, θα ενισχυθεί ο αλυτρωτισμός και ο εθνικισμός των Σλαβομακεδόνων. Στην πραγματικότητα συνέβη το αντίστροφο. Η Ελλάδα δεν αναγνώρισε την ΠΓΔΜ, απαντούσε συχνά επιθετικά στην επιθετική αλυτρωτική πολιτική της τελευταίας και ο φαύλος κύκλος των αντιπαραθέσεων και του αλυτρωτισμού ενισχυόταν.

Η αλήθεια είναι ότι, στην Αθήνα, όλες οι πλευρές που αντιμάχονταν τότε τη λύση- όπως ομάδες της ΝΔ, ο Σαμαράς, το ΠΑΣΟΚ- δεν είχαν καταλάβει τις γεωπολιτικές αλλαγές που γίνονταν στην ΝΑ Ευρώπη. Ότι για τις ισχυρές δυνάμεις της Δύσης, ΗΠΑ, ΗΒ, Γαλλία και Γερμανία- ο έλεγχος των κρατών που διαδεχόντουσαν την ΟΔ Γιουγκοσλαβία ήταν κατά πολύ σημαντικότερο από τις φοβίες των Αθηνών που συμπεριφερόταν σαν να ζούσε στην εποχή πριν ακόμα και από τον Ψυχρό Πόλεμο.
…….
Η δεύτερη υποπερίοδος περιλαμβάνει τα έτη 1993-6. Η περίοδος του Α. Παπανδρέου η οποία χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή ανισορροπία. Αρχικά επίδειξη σκληρής πολιτικής απέναντι στην ΠΓΔΜ, με το εμπάργκο που κήρυξε μονομερώς η Ελλάδα στις 16.2.1994, και μετά όπισθεν ολοταχώς με την «Ενδιάμεση Συμφωνία», που ουσιαστικά επιβλήθηκε απέξω και δεν πέρασε από την ελληνική Βουλή. Μάλιστα, ενώ μέχρι τότε υπήρχε μια διαπραγμάτευση σε επίπεδο ΟΗΕ και με τη μεσολάβηση του, οι ΗΠΑ, «επικαλούμενες» τους τότε κινδύνους αποσταθεροποίησης της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων παρενέβησαν άμεσα οι ίδιες. Ανέλαβαν τη διαμεσολάβηση στη διαπραγμάτευση κινούμενες μέσα σε λίγες μέρες ανάμεσα στις πρωτεύουσες των δύο κρατών και πιέζοντας καταστάσεις. Όπως δήλωνε ο Αμερικάνος υφυπουργός εξωτερικών, ο Χώλμπρουκ (Τάρκας 1997: 506-7), «ήταν η πιο σύντομη διαπραγμάτευση της ζωής μου!».

Ο τελευταίος χρησιμοποίησε το επιχείρημα ότι η Βοσνία βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση και «γι’ αυτό» οι ΗΠΑ προχώρησαν άμεσα σε ανακοίνωση της συμφωνίας. Στην Αθήνα η συμφωνία ανακοινώθηκε από τον επιτετραμμένο των ΗΠΑ, Τομ Μίλλερ (!), και στα Σκόπια από τον ίδιο τον Ρίτσαρντ Χώλμπρουκ. Η ανακοίνωση έγινε ταυτόχρονα και από τον Νίκολας Μπερνς στην Ουάσιγκτον. Μια μέθοδος που ξεφτίλισε κάθε έννοια κυριαρχίας και ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους.

Έχει σημασία να συγκρατήσει ο αναγνώστης και αυτό το «επεισόδιο», διότι κατά την αξιολόγηση της Συμφωνίας των Πρεσπών το καλοκαίρι του 2018, όπως καταγράφω στο 5ο μέρος, η κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΙΝΑΛ, αλλά και πολλοί βουλευτές της ΝΔ εκθείαζαν την ποιότητα της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας»» και το πόσο καλά, τάχα, είχε μεθοδευτεί η διαπραγμάτευση γι’ αυτήν. Η εντύπωσή μου από όλα όσα διάβασα είναι ότι τα προαναφερθέντα πρόσωπα δεν είχαν υπόψη τους πως άλλη ήταν η διαπραγμάτευση με τον Βανς και γύρω από ένα κείμενο που τότε είχε προτείνει, συμπεριλαμβανόμενης και μιας πρότασης για το Όνομα, και άλλη η συντομότατη διαπραγμάτευση υπό τον Χώλμπρουκ. Είναι μια περίοδος που δείχνει πόσο μεγάλη ήταν η έλλειψη μιας συνεκτικής στρατηγικής της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Οι δύο πρώτες υποπερίοδοι χαρακτηρίστηκαν από έντονη παρουσία του λαϊκού στοιχείου στην αντιμετώπιση του Ονοματολογικού. Παρεμβάσεις του ξένου παράγοντα και εμφάνιση ενός ανόητου ελληνικού αλυτρωτισμού, τον οποίο ήδη επεσήμανα. Με απώλειες διεθνούς κύρους η χώρα προχώρησε σε μια πρώτη ρύθμιση του προβλήματος. Υπήρξε έμμεση (και μόνο) αναγνώριση του κράτους της ΠΓΔΜ. Το Ονοματολογικό παρέμενε, αλλά όλο και περισσότερα κράτη αναγνώριζαν την ΠΓΔΜ όχι με την προσωρινή της ονομασία αλλά με τη συνταγματική. Η Ελλάδα όδευε σε μια μεγάλη διπλωματική ήττα, ενώ η άλλη πλευρά, με μια σχεδόν τυχοδιωκτική πρακτική, έχανε από τα μάτια της τα προβλήματα που έρχονταν. Στις δύο πρώτες υποπεριόδους, τουλάχιστον μέχρι το 1995, η ελληνική στάση ήταν βασικά ενάντια σε κάθε συμβιβασμό. Έχασε ευκαιρίες και κατέληξε στο «ανόητο» εμπάργκο.
………..
Η τρίτη περίοδο, 1996-2004, που είναι και η μεγαλύτερη υποπερίοδος, είναι αυτή με τον Κ. Σημίτη ως Πρωθυπουργό. Ήταν η δεύτερη περίοδος μυστικής διπλωματίας στο ζήτημα του Ονοματολογικού με πρωτοφανείς μεθόδους. Η κυβέρνηση Σημίτη ακολούθησε μια πολιτική πονηρών υποχωρήσεων, κάκιστων προτάσεων και μεθοδεύσεων για την λύση του Ονοματολογικού, ενώ στις γραμμές της υπήρχε ένας Υπουργός Εξωτερικών, ο Γ. Παπανδρέου, που αναζητούσε λύση, χωρίς, όμως, να έχει το κουράγιο ή τα περιθώρια (εκείνος γνωρίζει καλύτερα) να την προωθήσει και η οποία δεν ήταν απαραίτητα η ορθή.

Η τέταρτη ήταν αυτή με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή (2004-9). Εξίσου αντιφατική με εκείνη του Α. Παπανδρέου, αλλά με αντίστροφη πορεία. Στην αρχή, και όχι στο τέλος, άκρως υποχωρητική, δέχτηκε ακόμα και διπλή ονομασία (Μακεδονία [Σκόπια] για διεθνή χρήση και νέτο σκέτο Μακεδονία [!!!] για το εσωτερικό). Μια θέση που υιοθετήθηκε πρώτη φορά από την ελληνική διπλωματία το 1992 από τον Κων. Μητσοτάκη (Τάρκας 1995: 314-326).
….
Η προβολή ενός μη χρησιμοποιηθέντος στην πραγματικότητα βέτο, οδήγησε την Ελλάδα να ηττηθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για παραβίαση του άρθρου 11 της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας». Στις δύο άλλες φάσεις της η Κυβέρνηση Κ. Καραμανλή στήριξε μια συμβιβαστική λύση όπως έπραξε και η κυβέρνηση του Κ. Σημίτη. Η απόφαση της Χάγης σήμαινε ήττα της Ελλάδας που αποτελούσε μόνιμη επωδό στελεχών της ΠΓΔΜ. Την επικαλούνταν δε, κάθε φορά προκειμένου να μου απαντήσουν στο επιχείρημα ότι οι προϋποθέσεις ένταξης τους σε ΕΕ και ΝΑΤΟ ήταν να συμφωνήσουν σε λύση στο Ονοματολογικό και να κτυπηθεί ο αλυτρωτισμός τους.

Η πέμπτη υποπερίοδος (2009-2015) είναι «σχετικά αδιάφορη». Στην πρώτη της φάση (Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, 2009-2011) αρχικά, και για μικρό χρονικό διάστημα υπήρχε ενδιαφέρον προώθησης της λύσης. Όμως, στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε δεν υπήρχε πια η δυνατότητα να ασχοληθεί κανείς «ζεστά» με το θέμα και να ανοίξει και άλλα μέτωπα πέραν της διαχείρισης της κρίσης. Σε αυτό το διάστημα πραγματοποιήθηκαν ένδεκα συναντήσεις ανάμεσα στον Γ. Παπανδρέου και τον Γκρουέφσκι (από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι τον Αύγουστο του 2011) (Κοππά 2020: 15). Στη δεύτερη φάση (Κυβέρνηση Σαμαρά, 2012-2015) δεν υπήρχε ενδιαφέρον να λυθεί το πρόβλημα, τόσο λόγο της κρίσης, όσο και γιατί ο Α. Σαμαράς ήταν στα λόγια ενάντια σε κάθε συμβιβασμό. Και λέω στα «λόγια», διότι το Υπουργείο Εξωτερικών, στα χρόνια της πρωθυπουργίας του, συνέχιζε να στηρίζει έναν συμβιβασμό στη βάση των όσων είχαν διαμορφωθεί το 1996 με τις γνωστές υποχωρήσεις».

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης: Προσοχή στους παχύσαρκους καθώς νοσούν πιο σοβαρά από COVID-19
Παναγιώτης Καρκατσούλης: Η διαφθορά στον καιρό της πανδημίας
Chevron Right