Στις αρχές του 21ου αιώνα ο Δημήτρης Αβραμόπουλος κυριάρχησε στο δημόσιο βίο ως εν δυνάμει ιδρυτής νέου κόμματος που θα αντικαθιστούσε τη «φθαρμένη» ΝΔ. Τον υποστήριξαν ΜΜΕ, οικονομικοί παράγοντες και πρόσωπα από την παραδοσιακή Δεξιά και το «Κέντρο».
Ανακοίνωσε έναν τίτλο, ένα σχέδιο προγράμματος και μια, μόλις πενταμελή, Επιτροπή, στην οποία μετείχε και ένας απολίτικος και άσχετος δικηγόρος από τις Βρυξέλες.
Στο τέλος όμως κανένα κόμμα δεν ιδρύθηκε. Ο Αβραμόπουλος υποχρέωσε τον Καραμανλή σε μια θεατρική κοινή εμφάνισή τους σε ένα εστιατόριο απέναντι από την Ακρόπολη και έμεινε στο «μαντρί».
Την επομένη της ακύρωσης στην πρώτη σελίδα του «Βήματος» εμφανίσθηκε ένα μικρό σχόλιο – οι γνωρίζοντες το απέδιδαν στη γραφίδα του Χρήστου Λαμπράκη – που χαρακτήριζε τη προσπάθεια: «κλούβιο αυγό».
Αν θυμίζουν κάτι αυτά, είναι τη διάσπαρτη φημολογία ότι ο Αλέξης Τσίπρας πρόκειται να ιδρύσει κόμμα. Δεν το λέει ο ίδιος, δεν υπάρχουν «ονόματα» που το εκπροσωπούν, δεν έχει κοινοποιηθεί το παραμικρό στοιχείο, προγραμματικού σχεδιασμού, ούτε ιδεολογικής ταυτότητας. Απλώς διακινείται μέσω «συνομιλητών».
Για πολιτικούς παρατηρητές και μέρος του πληθυσμού, ο Τσίπρας είναι ταλαντούχος πολιτικός, με δομημένο δημόσιο λόγο και πλούσια εμπειρία πλέον, αφού πριν από δέκα χρόνια έγινε Πρωθυπουργός, ως φυσικός επικεφαλής της Δημοκρατικής παράταξης.
Κυβέρνησε έντιμα, έβγαλε τη χώρα από τον μνημονιακό κύκλο, έλυσε το Μακεδονικό και ενώ παρέλαβε χρεοκοπία, δεσμεύσεις σε ξένους και άδεια ταμεία, παρέδωσε πλεονάσματα και διαχειρίσιμη οικονομία.
Για να συνεχίσουμε τα του Καίσαρος, ήταν ο μόνος μεταπολιτευτικός Πρωθυπουργός που δεν είχε καταγωγή από «τζάκι», αλλά και ο μόνος για τον οποίο ο επόμενος δεν διανοήθηκε να ισχυριστεί ότι «παρέλαβε καμένη γη».
Ωστόσο, η διστακτικότητα, τα λάθη – με κορυφαίο το σόφισμα για «πρώτη φορά Αριστερά» – και ένα παρακμιακό κόμμα – βαρίδι, το οποίο δεν επιχείρησε καν να αλλάξει, τον οδήγησαν σε αλλεπάλληλές ήττες. Από τον Μητσοτάκη και από το σύστημα που τον ανέδειξε και υποστηρίζει μέχρι σήμερα.
Ενός κακού δοθέντος… Τα λάθη συνεχίσθηκαν συμπεριλαμβάνοντας την παραίτηση από το προεδρικό αξίωμα με παραμονή στο παρασκήνιο, τη κασελλακική διαχείριση του «νέου κύματος», την άσκηση ρόλου μαριονετίστα, την αδυναμία αντίδρασης με πρωτοβουλία νέου φορέα αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές, στις οποίες κρίθηκε ο διάδοχός του.
Προστίθεται η φυσική απουσία από το πεδίο της πραγματικής πολιτικής – και από τη Βουλή – και η μονότονη ενασχόληση με διοργάνωση σεμιναρίων και διεθνώς επαφών άνευ αντικρίσματος στην τρέχουσα εγχώρια πολιτική σκηνή.
Όλα αυτά συνδυάσθηκαν με τη μυθολογία της προετοιμασίας νέου πολιτικού φορέα – ενώ ο ίδιος παραμένει στη λίστα των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ερώτημα είναι αν υπάρχει πράγματι σχέδιο ίδρυσης κόμματος από τον πρώην Πρωθυπουργό κι αν ναι, με ποια ιδεολογικά χαρακτηριστικά, με ποιο πολιτικό προσωπικό και με ποιο πολιτικό πρόγραμμα.
Ένα κοντινό στοιχείο στην εγκυρότητα της πρόβλεψης, είναι η τακτική αρθρογραφία του Θανάση Καρτερού. Στην τελευταία «Αυγή της Κυριακής του αποδίδει συγκεκριμένες ιδιότητες και σχέσεις – κλείνοντας το μάτι, άγνωστο σε ποιους ακριβώς…
-«Ένα υπολογίσιμο μέρος της κοινωνίας θεωρεί ότι «είναι ο μόνος που μπορεί να καλύψει το κενό αποτελεσματικής αντίθεσης στον Μητσοτάκη. Να εμπνεύσει, να ενώσει, να γίνει ένα ωραίο μπαμ, να γίνουν όλα γης Μαδιάμ για το καθεστώς που την έχει δει άτρωτο».
Ακούγεται περισσότερο σαν φιλοφρόνηση παρά σαν κοινοποίηση δεδομένων. Άλλωστε, δεν υπάρχει τίποτε πέρα από δημοσκοπήσεις. Αν όμως αρθεί η πάγια – και εύστοχη – άποψη του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν είναι αξιόπιστες, απλώς προεξοφλούν τη νέα πρωθυπουργία Μητσοτάκη – με κάποιον εταίρο.
Άρα το μάξιμουμ που μπορεί να πέτυχει ο Τσίπρας με ένα νέο κόμμα, είναι να βρεθεί αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην τρίτη τετραετία Μητσοτάκη. Πάλι ως ηττημένος από τον επαγγελματία κληρονόμο – που μάλλον οφείλει πολλά στους ΣΥΡΙΖΑίους επί Τσίπρα, για την ανέλιξή του.
Είναι όμως αυτή η προοπτική, συναφής με τις προσδοκίες του Τσίπρα; Ή τον αναγκάζει να μεταθέσει την ίδρυση κόμματος σε μετεκλογικό χρόνο; Πάλι αντιπολίτευση θα είναι – εντός ή εκτός Βουλής ο ίδιος – αλλά δεν θα έχει ηττηθεί άλλη μια φορά.
Μάστορας στη γραφή ο Καρτερός, για να αποστομώσει όσους σχολιάζουν με καχυποψία το «rebranding Τσίπρα», τον τοποθετεί «στο επίκεντρο μιας ζωηρής δημόσιας συζήτησης», εξαγνίζει την προσπάθεια αναμόρφωσης της δημόσιας παρουσίας του, τον προικίζει με χαρίσματα που έχει, αλλά δεν λέει λέξη για τα σφάλματα που έχει διαπράξει.
Στο τέλος το άθροισμα δεν είναι θετικό με «αριστερά» κριτήρια: το εγχείρημα δείχνει να υποκινείται κυρίως από προσωπικές επιδιώξεις και όχι από συλλογική διεργασία – με τον Τσίπρα απλώς «πρώτο μεταξύ ίσων».
Δεν ωριμάζει από καθημερινή τριβή στα μαρμαρένια αλώνια της αντιπολίτευσης στον Μητσοτάκη – με τον ίδιο πρωταγωνιστή. Είναι υπόθεση σχεδιασμού «καριέρας» και όχι αποτέλεσμα «αγωνιστικής δράσης».
Ο Καρτερός – ή ο Τσίπρας δια του Καρτερού – αρνείται ότι «έχει μετανοήσει» για το παρελθόν του και σημειώνει εμφατικά: «στις παρεμβάσεις του επιτίθεται στο βαθύ και διεφθαρμένο κράτος του Μητσοτάκη, στηλιτεύει τη διαφθορά, καταγγέλλει το κοινωνικό χάσμα αδικίας, υπερασπίζεται τα δημόσια αγαθά, προτείνει μια συνεπή εξωτερική πολιτική, καλεί σε ένα νέο πατριωτισμό με χαρακτηριστικά κοινωνικής δικαιοσύνης, πολιτικής εντιμότητας και εθνικής αποφασιστικότητας».
Ωστόσο, επί χάρτου όλα αυτά. Για να αμυνθεί στις επικρίσεις για «απουσία» ο οιονεί σύμβουλος του πρώην Πρωθυπουργού, τονίζει ότι «αν και δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, εκπροσωπεί όλο και πιο εμφατικά και για όλο και περισσότερους κάτι ελπιδοφόρο και απελευθερωτικό».
Ωραίο δείχνει. Αλλά εκπροσωπεί με ποιων την εξουσιοδότηση; Του κατ’ εικαζόμενη εκπροσώπηση του «κόμματος Τσίπρα». Είναι στα σκαριά; Δεν είναι; Θα το δούμε πριν τις εκλογές, ή μετά; Θα «απορροφήσει τον ΣΥΡΙΖΑ» – ή απλώς θα τον διασπάσει ξεσκαρτάροντας τα στελέχη του – ή άλλα κόμματα;
Πώς θα διαχειριστεί πρόσωπα με στενή σύνδεση μαζί του, όπως ο πρόεδρος Φάμελλος, ο Ραγκούσης που έχει τον πολιτικό σχεδιασμό του ΣΥΡΙΖΑ, ο Ζαχαριάδης που είναι πορτ παρολ, ο Σπίρτζης που βρίσκεται σε διάσταση με το κόμμα;
Πώς βλέπει τα παλιά «βαρίδια» του, είτε θεωρούνται πρόθυμοι να τον ακολουθήσουν, όπως η Δούρου, είτε δεν θέλουν να τον δουν ούτε ζωγραφιστό, όπως ο Παππάς και Πολάκης, – και ασφαλώς τα αισθήματα είναι αμοιβαία.
Τι θα κάνει με τη «διάσπαση» των ημερών του – όταν ο Μπίστης ευχαρίστως θα πηγαίνει μαζί του, αλλά όχι και η οικογένεια Τζανακόπουλου – Αχτσιόγλου;
Ασφαλώς «ο Τσίπρας έχει τη δική του μοναδική πολιτική ταυτότητα», αλλά ποιος είναι ο στόχος; Να προσθέσει ένα κόμμα ακόμη ανάμεσα στα 4-5 που προέρχονται από τις διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως λέει ο Πανούσης; Ή θα τις ενώσει, πώς και με ποια κριτήρια;
Και με το ΠΑΣΟΚ; Θα ήταν σχιζοφρενές αν θεωρούν στη Λεωφόρο Αμαλίας ότι η σημερινή κομματική βάση του θα τον ακολουθήσει όπως το 2015 – έστω και κατά ένα ελάχιστο ποσοστό της.
Πώς όμως μπορεί να στοιχειοθετηθεί η δυναμική κόμματος εξουσίας – αν αυτή την έννοια έχει η «επιστροφή» Τσίπρα – όταν δεν προκύπτει η δυνατότητα της πλειοψηφικής προοπτικής του κόμματός του;
Για να επιστρέψουμε στην αρχή. Δεν μάθαμε αν το ΚΕΠ – το κόμμα Αβραμοπούλου – θα έπαιρνε το 25% που του έδιναν οι δημοσκόποι της εποχής. Πώς θα μάθουμε τις πιθανότητες του κόμματος Τσίπρα αν δεν τον παρουσιάσει ίδιος;
Με τίτλο, καταστατικό, θέσεις ηγετικά όργανα, κυβερνώσα ομάδα, συμμαχίες, πρόγραμμα, στόχους και οράματα. Τι ακριβώς θα κληθούν να ψηφίσουν οι πολίτες; Τσίπρα και ξερό ψωμί;
Συνεπώς το «κόμμα Τσίπρα» θα μπορεί να αξιολογηθεί, αφού εμφανιστεί με τον πλήρη εξοπλισμό του. Επιτέλους: ίδρυσέ το τιμημένο – για να δανειστούμε μια ποδοσφαιρική ιαχή του 2004…
Τα σημερινά είναι έπεα πτερόεντα. Κομμάτι μιας επικοινωνιακής πρακτικής και όχι πραγματικού πολιτικού σχεδιασμού. Ο Βενιζέλος είχε πει για τον Στ. Θεοδωράκη «μια τηλεοπτική εκπομπή, προσπαθεί να γίνει κόμμα». Για τον Τσίπρα θα μπορούσε να πει: «ένα όνομα που προσπαθεί να γίνει κόμμα».
Κατά τον Καρτερό «η ευφυΐα του Τσίπρα, δεν αμφισβητείται ούτε από εχθρούς, ούτε από άσπονδους φίλους». Ουδείς αντίλογος.
Αλλά η πολιτική δεν είναι σαν τους διαγωνισμούς της Μαθηματικής Εταιρίας, στους οποίους κερδίζει όποιος λύνει πιο ευκολά τους γρίφους και τις εξισώσεις με πολλούς αγνώστους.
Στην πολιτική ενίοτε το κόμμα που κερδίζει είναι αυτό που δεν ιδρύθηκε.
ΥΓ1: Τα κόμματα είναι «ανώτερη μορφή οργάνωσης του λαού». Αλλά στον κοινοβουλευτισμό η αξία τους μετριέται στη κάλπη – όπου κρίνεται αν η ίδρυσή τους ανταποκρίνεται σε ανάγκες της κοινωνίας. Αν γι’ αυτό χρειάζονται «ρεύμα», μέχρι στιγμής δεν κυκλοφορούν πολλοί με… κρυολόγημα.
ΥΓ2: Άσχετο, αν όχι και τόσο: Ο Αμερικανός ιερωμένος Νόρμαν Βίνσεντ Πιλ έλεγε: «Οι περισσότεροι από εμάς, προτιμούμε να καταστραφούμε από την κολακεία, παρά να σωθούμε από την κριτική».