Στην πολιτική ο καθένας έχει συνήθως το τέλος που του αξίζει – και σπανίως το τέλος που προετοιμάζει. Στην περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη και τα δυο κρίθηκαν επί αμερικανικού εδάφους.
Το 2022 εμφανίσθηκε στο Κογκρέσο χειροκροτούμενος από το σύστημα των Δημοκρατικών, με την αυτοπεποίθηση ότι στέφεται ηγέτης μακράς πνοής, με αμερικανική επίνευση.
Τριάμισι χρόνια αργότερα πήγε στην Αμερική για να αποδείξει ότι ως Πρωθυπουργός ξέρει να παίζει τον ρόλο του – ποντάροντας σε συνάντηση με τον Ερντογάν και σε μια φωτογραφία με τον Τραμπ.
Επιστρέφει ταπεινωμένος από την τουρκική μεθόδευση για τη συνάντηση – την οποία εμφανώς δεν χρειαζόταν ο τούρκος πρόεδρος και την ακύρωσε.
Οι μόνες διεθνείς συναντήσεις που εξασφάλισε ήταν με τον πρόεδρο του Αζερμπαϊτζάν, τον Πρωθυπουργό της Αιγύπτου, τον πρόεδρο της Σιέρα Λεόνε και τον πρόεδρο της Υεμένης.
Διπλωματία υψηλού επιπέδου δεν το λες. Παρότι οι συνήθεις υποστηρικτές του στα ΜΜΕ προσπαθούν να διαμορφώσουν την εντύπωση «τι είχαμε τι χάσαμε». Όλοι βλέπουν ότι χάσαμε και αυτά που δεν είχαμε.
Πίσω από την εικόνα της πρωθυπουργικής ήττας, υπάρχει μια αλήθεια που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική κοινωνία, οργανώνεται σε ελληνικά κέντρα ισχύος -που είχαν αναδείξει τον σημερινό Πρωθυπουργό με τη δύναμη των ΜΜΕ και του χρήματος- μεταφέρεται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και από εκεί από οπού πέρασε τον Ατλαντικό: ο Μητσοτάκης οδεύει προς την έξοδο, όχι και τόσο μετά δόξης και τιμής…
Ο μέχρι πρόσφατα επικυρίαρχος στον εγχώριο δημόσιο βίο έχασε στην Αμερική το τελευταίο στοίχημα ανάκαμψης. Επιστρέφοντας πρέπει να αποφασίσει αν θα οργανώσει ενδοπαραταξιακά την αποχώρησή του ή αν θα περιμένει την αποπομπή, που θα τον αφήσει εκτεθειμένο στα συρτάρια με τους σκελετούς αν πάρει τη διακυβέρνηση η αντίπαλη παράταξη.
Ενδεχομένως το αντιλαμβάνεται από τότε που απέναντι στον προεξοφλημένο ως διάδοχο Νίκο Δένδια, προσπάθησε να ορίσει ως διάδοχο τον… εαυτό του. Με το όνομα Κ. Χατζηδάκης και τη συνδρομή του λαγού Άδωνη Γεωργιάδη, που είχε συνδράμει και στην αναρρίχηση στην κομματική ηγεσία.
Όσα συνέβησαν και κυρίως όσα δεν συνέβησαν κατά την παρουσία του στη Νέα Υόρκη για τον ΟΗΕ δείχνουν ότι επίκειται επίσπευση της αποδρομής Μητσοτάκη. Ώστε η ΝΔ να πάει στις εκλογές με επικεφαλής που μπορεί να τις κερδίσει.
Αυτό δεν σχετίζεται με τις δράσεις των δυο πρώην Πρωθυπουργών. Απλώς με την εμπειρία τους -ή με τις πληροφορίες τους -αντιλαμβάνονται ότι αυτός που οι ίδιοι δεν αμφισβήτησαν ευθέως, κλείνει τον κύκλο του και προσπαθούν να μπουν στην εικόνα της αλλαγής.
Ο Σαμαράς με την υποσχόμενη δημιουργία αμιγώς αντιμητσοτακικού κόμματος και οι οπαδοί του Καραμανλή με την ψευδαίσθηση της νεκρανάστασης του Καραμανλισμού.
Στην πραγματικότητα καμία από τις δυο -ισχνές- συσπειρώσεις στους δυο πρώην προέδρους, δεν απειλεί τον Μητσοτάκη. Ακόμη και αν τον απειλούσαν έχει το όπλο της διάσπασης -με τον σκληρό κύκλο βουλευτών που στήσει γύρω του- για να τους εξουδετερώσει.
Οι αναλυτές συγκλίνουν ότι τόσο ο Σαμαράς στην αρχή, όσο και ο Καραμανλής από ένα σημείο και πέρα πληρώνουν την αδράνειά τους με το πρόσημά της «ενότητας» στον εξανδραποδισμό της ΝΔ και την κυβερνητική ασυδοσία του Μητσοτάκη. Και οι δυο συνέβαλαν στις εκλογικές νίκες του.
Οι διαφοροποιήσεις του Καραμανλή στα ελληνοτουρκικά και η καταγγελία του στις υποκλοπές, όπως και η αντίδραση του Σαμαρά στα εθνικά θέματα και στη «ριζοσπαστική ατζέντα» Μητσοτάκη, λειτούργησαν μάλλον συμπληρωματικά για την επικράτησή του. Οι λόγοι που δρομολογούν την έξοδό του είναι διαφορετικοί.
Πρώτος και εμφανέστερος η… επιτυχία της πολιτικής του. Είναι λάθος ο ισχυρισμός ότι απέτυχε. Με την έννοια ότι οι επιδιώξεις του ολοκληρώθηκαν όπως τις σχεδίασε. Αυτή την πολιτική ήθελε να ακολουθήσει και την ακολούθησε χωρίς εμπόδια. Απλώς δεν ήταν υπέρ πλην των λαϊκών συμφερόντων, αλλά υπηρετούσε τους λίγους και αναπόφευκτα θα κατέληξε μειοψηφική.
Δεύτερος λόγος είναι η ευρεία κοινωνική δυσφορία που προκάλεσε αυτή η επιτυχία. Η ακρίβεια, η εξαΰλωση του κράτους Προνοίας, οι αδιαφανείς ιδιωτικοποιήσεις των πάντων, η διοχέτευση του κρατικού και κοινοτικού ένα ομόκεντρους κλειστούς κύκλους ημετέρων, η φαυλότητα, τα σκάνδαλα και η εξάρθρωση του κράτους Δικαίου και των θεσμών, διαμόρφωσαν μη αναστρέψιμη κατάσταση σε βάρος του.
Στο εσωκομματικό πεδίο ενισχύθηκε και με την ένταξη των ακροδεξιών και των σημιτικών στον κυβερνητικό πυρήνα.
Τρίτος λόγος είναι η εγκατάλειψη από τους χορηγούς του. Μιντιάρχες και επιχειρηματίες που τον «ηγετοποίησαν», διαπιστώνουν ότι εκτός από τη βουλιμία -που είχε οδηγήσει τον πατέρα του σε πτώση- το κόστος υποστήριξής του είναι βαρύ για τους ιδίους πλέον.
Τον εγκαταλείπουν, έχοντας κάνει εμφανώς επιλογή σκυτάλης στον υπουργό Άμυνας -που απλώς περιμένει το σύνθημα της εφόδου του- και τα γεγονότα της Αμερικής έχουν και αυτό το στοιχείο.
Τέταρτος λόγος είναι η διεθνής αποδυνάμωσή του. Οι πολιτικές ηγεσίες στην Ευρώπη, είτε απομακρύνονται είτε δεν είναι σε θέση να τον υποστηρίξουν και τον αφήνουν μετέωρο. Ειδικά στα ελληνοτουρκικά και στις εκκρεμότητες της ευρύτερης περιοχής.
Αλλά το μεγάλο πρόβλημα έρχεται από τον Τραμπ που τον έχει στον πάγο. Η ταύτισή του με τη διαφθορά του κατεστημένου των Δημοκρατικών τον μετέτρεψε σε υποχείριο του Μπάιντεν. Καθόλου καλή προϋπόθεση μετά την επιστροφή του άρχοντα της ανισορροπίας στον Λευκό Οίκο.
Καθώς είναι προφανές ότι ο πλανητάρχης συντάσσεται -και συνεργάζεται- με τον Ερντογάν, όταν αποφασίσει να ασχοληθεί με την περιοχή, θα είναι προτιμότερο για τον Μητσοτάκη να αποχωρήσει παρά να δεχθεί αυτά που θα του επιβάλει. Αλλιώς θα βάλει «το κεφαλάκι στον πάγκο του χασάπη» – για να θυμηθούμε τον Δικαιόπολι από τους «Αχαρνής» του Σαββοπούλου.
Αυτοί οι λόγοι είναι επαρκείς για να δρομολογήσουν την απομάκρυνση του Νεομητσοτακισμού – με κινητήριους μοχλούς όσους τον είχαν υποστηρίξει στην ανάδειξή του. Η σχετικά ισχυρή παραταξιακή συνείδηση στη βάση της ΝΔ που την κρατάει ως πρώτο κόμμα, τους διευκολύνει, αφού η διακυβέρνηση θα μείνει στη Συντηρητική παράταξη.
Τελικά η ευκολία του Μητσοτάκη να χλευάσει -δυο φορές το τελευταίο διάστημα- την ιδέα της αλλαγής εν πτήσει, ως «θεωρία της πλατείας Κολωνακίου», μάλλον θα αποδειχθεί αβασάνιστη και εκ του προχείρου. Μετά το χαλί που τραβήχτηκε ξαφνικά κάτω από τα πόδια του σε θέματα που αφορούν την εθνική υπόσταση, είναι μάλλον δύσκολο να πει «Μολών λαβέ» σε όσους θα του ζητήσουν να παραδώσει την ηγεσία…
Ήξερε -ή ψυχανεμίσθηκε- κάτι η πολύπειρη -και ριγμένη από τον αδελφό της- Ντόρα Μπακογιάννη που έσπευσε μόλις προχθές να αναρτήσει στα ξεκούδουνα ότι «έχει φτάσει η στιγμή στον τόπο μας για πολιτική σύγκλιση των κομμάτων εξουσίας γύρω από μια minimum κοινή ατζέντα εθνικής ανάτασης»;