Με τις επιφυλάξεις που πρέπει να συνοδεύουν τις δημοσκοπήσεις, το δημοσκοπικό κύμα που ακολούθησε τη ΔΕΘ -μετά τη φαρσοκωμωδία διενέργειας ερευνών στο κατακαλόκαιρο- αναδεικνύει τον σπασμένο καθρέφτη του δημοσίου βίου.
Οι πολίτες δεν πιστεύουν όσα λέει η κυβέρνηση, δεν αισθάνονται ότι ωφελούνται από τη «μεγαλύτερη φυλογονική επανάσταση» που ανήγγειλε ο Μητσοτάκης, και δεν κρύβουν την οργή τους για την οικονομική πολιτική, τη διαφθορά, τη διεθνή αποδυνάμωση και τα λοιπά κυβερνητικά αμαρτήματα.
Δεν βρίσκουν κατάλληλο για Πρωθυπουργό, ούτε καν τον εν ενεργεία στον οποίο δίνουν μειοψηφικό προβάδισμα – και τρομάζουν στην ιδέα ότι θα μπορούσε να πάρει τον ρόλο κάποιος από τους αρχηγούς των άλλων κομμάτων.
Ωστόσο, σχεδόν ένας στους τέσσερις φέρεται διατεθειμένος να ψηφίσει ξανά το κόμμα που κυβερνάει. Με αποτέλεσμα ακόμη και υπό τον πληττόμενο Μητσοτάκη, οι επιδόσεις της ΝΔ είναι διπλάσιες από το δεύτερο κόμμα.
Από αυτό όμως, συνάγεται το εξής: Στη βάση του κυβερνώντος κόμματος υπάρχει επαρκής παραταξιακή συνείδηση και ένα τμήμα της κοινωνίας επιθυμεί αλλαγή Πρωθυπουργού, αλλά όχι και αλλαγή κυβερνώσας παράταξης.
Αυτή η εικόνα συντηρείται και από την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του υπερβολικά μεγάλου αριθμού κομμάτων -που παράγει η απουσία στιβαρής πολιτικής ηγεσίας στις δυο παρατάξεις.
Συνωστίζονται στην αντιπολίτευση, ως παραταξιακά υποσύνολα, αποκηρύσσοντας κάθε ιδέα συμπράξεων μεταξύ όμορων δυνάμεων, που θα μπορούσε να διαμορφώσει όρους κυβερνητικής αλλαγής.
Με δημοσκοπικά μέτρα μετά τη ΝΔ, υπάρχει μια ομάδα κομμάτων με ιδιότυπες ηγεσίες στην οποία ανήκουν το ΠΑΣΟΚ, η Ελληνική Λύση και η Πλεύση Ελευθερίας, που μοιράζονται, σχεδόν ισομερώς, το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος, με τάση συνολικής ανόδου.
Σε μια άλλη ομάδα εντάσσονται το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ -που εξασφαλίζουν την παρουσία τους στην επόμενη Βουλή, με το κόμμα του Περισσού, να δείχνει περισσότερη σταθερότητα και πιθανότητες εκπλήξεων.
Η τρίτη κατηγορία διακρίνεται για τον… πλουραλισμό της, από την άκρα Δεξιά, ως τη ριζοσπαστική Αριστερά. Διαιρείται σε αυτούς που περνούν πιθανότατα, το όριο εισόδου στη Βουλή- όσο μένει στο 3%- και σε όσους θα δυσκολευτούν, με όλο και λιγότερες ελπίδες να το πλησιάσουν. Όπως είναι τα σχήματα της ακροδεξιάς και οι διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Συγκολλητικές ουσίες για σχηματισμούς με ευρύτερη απήχηση δεν υπάρχουν – κυρίως λόγω έλλειψης ισχυρών προσωπικοτήτων. Αντίθετα, ενδέχεται να υπάρξει πρωτοφανής αμοιβαδοποίηση στην επόμενη σύνθεση του Κοινοβουλίου.
Διόλου ευοίωνο για το πολιτικό κλίμα, τον σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά και το νομοθετικό έργο. Χωρίς να υπολογίζεται η διεύρυνση του κύκλου με την προσθήκη νέων κομμάτων στην εκλογική αρένα.
Εκ των πραγμάτων, αυτή τη στιγμή τα ευρήματα «κλείνουν το μάτι» στον Μητσοτάκη. Παρότι η απόσταση για την προσέγγιση της αυτοδυναμίας μεγαλώνει διαρκώς, και αυτό ενισχύει και τον κίνδυνο που τον απειλεί:
Όσοι επενδύουν στη «σταθερότητα» και έχουν λόγο στα εσωκομματικά της ΝΔ, να χρησιμοποιήσουν τη μιντιακή και οικονομική επιρροή τους για να επιβάλουν την αντικατάστασή του με άλλον, που θα έχει καλύτερες προοπτικές. Ότι ο ίδιος γνωρίζει τον κίνδυνο, προκύπτει εναργώς από τον δημόσιο εξορκισμό του.
Αν, πάντως, διατηρήσει την κυριαρχία στο κόμμα και στην Κοινοβουλευτική Ομάδα -ακόμη και με την απειλή της διάσπασης- και η ΝΔ πάρει την πρώτη θέση με διαφορά από το επόμενο, με το κρίσιμο ερώτημα αλλάζει: θα είναι η υπέρβαση του 25% για να πριμοδοτηθεί με τις επιπλέον έδρες του εκλογικού νόμου.
Έτσι, δύσκολα θα αμφισβητηθεί μετεκλογικά. Όχι μόνο γιατί στην πολιτική «ο πρώτος είναι πρώτος», αλλά και γιατί θα ενισχυθεί προσωπικά με επιπλέον βουλευτές του κλίματός του – όπως θα φρονήσει δια της διάρθρωσης των ψηφοδελτίων. Ώστε, να πάει σε επαναληπτικές εκλογές και με εσωκομματική ισχύ.
Το πρόβλημά του θα είναι πλέον η αναζήτηση κοινοβουλευτικών δυνάμεων που θα διαμορφώνουν κυβερνητική πλειοψηφία υπέρ της νέας πρωθυπουργίας του. Εδώ σε θέλω κάβουρα…
Το εγχείρημα θα κριθεί σχεδόν αποκλειστικά από τις διαθέσεις του μετεκλογικού ΠΑΣΟΚ – όπως θα τις διαμορφώνουν οι εκλογικές επιδόσεις του.
Απο τα δεξιά του, πρέπει να αναμένονται μόνο προσχωρήσεις μεμονωμένων βουλευτών, με τις οικείες τους συναλλαγές. Επίσημη σύμπραξη με κόμματα του χώρου μάλλον αποκλείεται:
Προσκρούει σε μια ανομολόγητη αντίληψη που έχει για τον εαυτό του ως μετεμψύχωση του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Έτσι, δεν θα ρισκάρει, όπως αναγκάστηκε να κάνει ο Τσίπρας το 2015, με το κόμμα του Καμμένου, και το πλήρωσε παραταξιακά στη συνέχεια.
Πάντως, η φημολογούμενη συνεργία με τον Σαμαρά δείχνει ανέφικτη, εκτός αν ο πρώην πρωθυπουργός, δεν ιδρύσει απλώς νέο κόμμα, αλλά εξασφαλίσει και ευρεία Κοινοβουλευτική Ομάδα – κάτι για το οποίο ουδείς στοιχηματίζει. Όπως και για την επιβίωση της «καραμανλικής συνιστώσας», αν στις εκλογές ηγείται ο Μητσοτάκης.
Η κυβερνητική προοπτική θα κριθεί από την κατάσταση στην οποία θα βρεθεί ο Νίκος Ανδρουλάκης. Ο οποίος για να αποκρούσει την επίθεση του Χάρη Δούκα από αριστερά, δεσμεύεται όλο και πιο επίμονα ότι δεν θα συνεργαστεί με τη Δεξιά.
Παρότι το πιθανότερο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ θα βγει από την κάλπη με το «τραύμα» της αποτυχίας του στόχου για την πρώτη θέση, για να πάει σε συνεργασία με τον σημερινό Πρωθυπουργό, θα πρέπει να αλλάξει ηγεσία.
Αν συνέβαινε προεκλογικά, θα ήταν ό,τι καλύτερο για τον Μητσοτάκη. Επειδή, έχει την ανάγκη να προβάλει πριν από τις εκλογές, ότι «έχει έτοιμη πλειοψηφία»- εννοώντας τη σύμπραξη με το ΠΑΣΟΚ.
Θα μπορούσε να το κάνει με μεγάλη άνεση, αν αφεντικό στη Χαριλάου Τρικούπη ήταν η Άννα Διαμαντόπουλου, με την οποία οι συγκλίσεις δεν κρύβονται εκατέρωθεν. Αλλά αυτή είναι άλλη συζήτηση…
Κάπου θα μπορούσε να μπει στο κάδρο και ο παράγων Αλέξης Τσίπρας. Παρότι δείχνει μάλλον περιορισμένη η επιρροή του στον χώρο που ο ίδιος οδήγησε στην κυβέρνηση ως «ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ».
Αν συνεχίσουν να μην τον θέλουν, η ιδέα για νέο κόμμα αναγκαστικά θα μετατεθεί σε χρόνο μετά τις εκλογές. Και το μόνο που πρέπει να αποφασίσει από τώρα, αν θα αντιπολιτεύεται τη νέα κυβέρνηση ως βουλευτής και με ποιο κόμμα. Και αυτό είναι μεγάλη συζήτηση.
Μέσα σε μια δεκαετία, ο Τσίπρας κατέκτησε όσα μπορεί να επιδιώκει ένας πολιτικός: έγινε αρχηγός στο κόμμα του, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρωθυπουργός. Ότι κατάληξε άδοξα μόλις στα 50 του, δεν τον αποστρατεύει.
Στον απολογισμό του έχει ότι κατάφερε να ενώσει -αλλά μόνο στην κάλπη και για περιορισμένο χρόνο- τη Δημοκρατική παράταξη, να κυβερνήσει χωρίς ηθικά στίγματα για το πρόσωπό του, να λύσει το Μακεδονικό και να βγάλει η χώρα από τον μνημονιακό κύκλο.
Αυτή τη στιγμή, δεν φαίνονται αρκετά για να τον βάλουν σε ένα νέο σπιράλ επιστροφής με υψηλούς στόχους… Στον χώρο που κάλυψε -εκλογικά τουλάχιστον- πριν από 10 χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν σήμερα πέντε κόμματα και κανένα δεν δείχνει να υπολογίζει σ’ αυτόν. Αλλιώς θα του το ζητούσαν.
Ακόμη και αν αυτοί που δεν τον θέλουν, είναι μόνο οι κομματικές γραφειοκρατίες από πουθενά, δεν προκύπτει ότι τον περιμένει η βάση τους. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι πιθανό να παίξει ιδιαίτερο ρόλο, όχι μόνο στις εκλογές, αλλά και μετά από αυτές.
Αν δοκιμάσει με νέο κόμμα στην επόμενη κάλπη, βασιζόμενος στα επισφαλή δημοσκοπικά ευρήματα ότι ένας στους πέντε «θα μπορούσε» να τον ψηφίσει, θα είναι σαν να επιχειρήσει να στήσει γέφυρες εκεί που δεν υπάρχουν ποτάμια.
Στον επίλογο αυτής της θεώρησης των πραγμάτων, μένει το «φαινόμενο Καρυστιανού» και, για την ακρίβεια, το ενδεχόμενο να βρεθεί διαμορφωτής των εξελίξεων. Καθώς είναι η μόνη «λευκή περιστερά» στο δημόσιο χώρο, εικάζεται ότι ως επικεφαλής κόμματος θα έχει καλές επιδόσεις. Αλλά η ιδέα να μπει στην επίσημη πολιτική φαίνεται χρήσιμη πρωτίστως στον… Μητσοτάκη.
Η σπουδαία αυτή γυναίκα, δημιούργησε ένα κίνημα -που δεν απειλεί μόνο τον Πρωθυπουργό, αλλά εμφανίζεται με προοπτική να κλονίσει το πολιτικό σύστημα- αλλά έχει μια αδυναμία και θα την εκμεταλλευτούν και άλλοι πέραν του Νεομητσοτακισμού, στην πολιτική αντιπαράθεση: δεν γνωρίζει τα μυστικά του βάλτου.