Δεν έκανε το «μπαμ» η πρώτη συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα, μετά την εγκατάλειψη του βουλευτικού αξιώματος και του ΣΎΡΙΖΑ.
Δεν μάθαμε κάτι καινούργιο, δεν αποκάλυψε κάτι, δεν έδωσε καν είδηση για τον χρόνο και τα χαρακτηριστικά του συζητούμενου νέου κόμματός του. Όσο για αυτοκριτική «όταν χρειάζεται», παραπέμπει στο υπό έκδοση βιβλίο του.
Όσα είπε στους δημοσιογράφους της «Εφημερίδας των Συντακτών» Τάσο Παππά και Νίκο Παπαδημητρίου, είναι ανάπτυξη της δήλωσης με την οποία παραιτήθηκε από βουλευτής. Στη συνέντευξη υπάρχουν δυο σημαντικά κεφάλαια για τα οποία ουδείς μπορεί να έχει αντίλογο.
Το πρώτο είναι ότι παρέλαβε χρεοκοπημένη τη χώρα και την παρέδωσε με βιώσιμη οικονομία και εκτός Μνημονίου. Οπότε συνιστά υποκρισία, θράσος και ύβρη να τον μέμφονται όσοι τη χρεοκόπησαν
Το δεύτερο ότι η διακυβέρνηση Μητσοτάκη είναι καταστροφική και επικίνδυνη και πρέπει να απομακρυνθεί. Αλλά δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής η σχεδόν περιφρονητική αξιολόγησή του για την αντιπολίτευση.
Από εκεί και πέρα εμφανές μέλημά του παραμένει να αναδείξει περίπου ως επαναστατική πράξη και τομή – όχι μόνο στην πολιτική διαδρομή του αλλά και για τα πολιτικά ήθη της χώρας – ότι άφησε τη βουλευτική έδρα.
Τα αναπάντητα «γιατί;» και τα «βαρίδια»
Για το παρελθόν του δεν γίναμε σοφότεροι, σε θέματα που έχουν συζητηθεί. Γιατί συνεργάσθηκε με τον Καμμένο; Γιατί δεν έληξε με πρωτοβουλία του τη συνεργασία, αν ο στόχος της ήταν η έξοδος από το Μνημόνιο;
Είναι προφανές ότι επιθυμεί να κρατήσουμε «από τα παλιά» ότι επιλέγει ο ίδιος και δεν έριξε φως σε επιλογές που έκανε, ή δεν έκανε στον ΣΥΡΙΖΑ.
Τα παραδείγματα ήταν πολλά: κράτησε τα «βαρίδια» στην πρώτη γραμμή, ανέχθηκε τον Πολάκη, έχρισε τη Δούρου υποψήφια περιφερειάρχη που την περίμενε ήττα μετά το Μάτι, έβαλε τον καταδικασθέντα Παππά στο ψηφοδέλτιο, δέχθηκε την υποψηφιότητα Κασσελάκη, επιχείρησε – ανεπιτυχώς – να τον ανατρέψει με νέες αρχαιρεσίες και ανέχθηκε τις νεοσταλινικές μεθόδους απομάκρυνσής του…
Δεν μάθαμε τίποτε νεότερο για το είδος της «ανανέωσης» που σχεδιάζει, για τα πρόσωπα που δεν «του βγήκαν» , την παραίτηση του από την ηγεσία, την ανασυγκρότηση που δεν έκανε μετά το 2019, γιατί πηρε πίσω τη θέση του στη Novartis και τις τηλεοπτικές άδειες.
Το πολιτικό του μέλλον και το βιβλίο του
Αφήνει να εννοηθεί ότι για πολλά από αυτά θα υπάρχουν απαντήσεις στο βιβλίο του, μαζί με την αφήγηση των διαπραγματεύσεων με την τρόικα και περιστατικά των παρασκηνίων.
Πάντως δεν διευκρίνισε αν θα πάρει μέρος στις επόμενες εκλογές, με ποια συγκεκριμένη πολιτική πρόταση και ιδεολογικό πλαίσιο- ούτε καν με ποιο κόμμα. Δεν έδειξε να θεωρεί παράλειψή του ότι δεν έδωσε ούτε μια μάχη στη Βουλή, από 2024 και δεν εμφανίσθηκε σε καμιά λαϊκή κινητοποίηση κατά της κυβέρνησης.
Αντίθετα σε κάθε αναφορά του υπολανθάνει η μεταφορά της ευθύνης στη Βουλή, στο πολιτικό σύστημα και την δημοκρατική αντιπολίτευση- με την έννοια ότι αντιμετωπίζονται αν όχι ως κατώτερα του, πάντως όχι ως επαρκείς προϋποθέσεις για την πολιτική δράση του.
Δεν είναι και πολύ κομψό, αν η αποσιώπηση στοιχείων είναι μέρος του μάρκετινγκ για το βιβλίο του. Για το ποιο ευλόγως σημειώνει ότι «είναι χρέος απέναντι στην ιστορία» και «προσωπική ανάγκη να μιλήσω για όλα όσα έγιναν, μικρά και μεγάλα, σε μια δύσκολη πολιτική διαδρομή». Για τα οποία πράγματι «έχουν μιλήσει σχεδόν όλοι» εκτός από τον πρωταγωνιστή.
Αναγγέλλοντας όμως ότι το βιβλίο εκτός από «κατάθεση για το χτες» περιέχει κα «προβληματισμό, σκέψεις, προτάσεις μου, το όραμά μου, για το σήμερα και το αύριο» , δεν είναι πειστικός.
«Ασφυκτιούσε» στη Βουλή
Οι αοριστίες στις οποίες παραπέμπει για το παρόν και το μέλλον του – με συνθήματα, κοινοτυπίες και ποιητικές αναφορές – δεν αναδεικνύουν το – νέο – στίγμα του ευκρινώς…
Μέμφεται την «εμφανή αδυναμία της προοδευτικής αντιπολίτευσης να ανοίξει ένα δρόμο δημοκρατικής διαφυγής» – παρότι αυτή η αδυναμία τον συμπεριλαμβάνει, ιδίως ως διαμορφωτή των όρων της ήττας του 2019 και της συντριβής του 2023. Παρ ότι δεν είναι ο πρώτος που παραιτείται από το βουλευτικό αξίωμα, το θεωρεί «αντισυμβατική πρωτοβουλία» επειδή… ασφυκτιούσε στη Βουλή. Κάτι που αν δεν είναι δικαιολογία για την απουσία του, αποτελεί αντικείμενο άλλων επιστημών.
«Δεν ήθελα πια να απολαμβάνω τα προνόμια του βουλευτή» λεει – παρ ότι απολαμβάνει τα προνόμια του πρώην Πρωθυπουργού. Θεώρει ότι η παραίτηση τον βγάζει «έξω από το πολιτικό σύστημα». Στο οποίο επιδιώκει να επιστρέψει …μεταμορφωμένος.
Εντυπωσιάζει ότι θεωρεί πως «στο σημερινό πολιτικό σύστημα και στο σημερινό Κοινοβούλιο…δεν υπάρχουν περιθώρια για την προοδευτική αντιπολίτευση να ασκεί το ρόλο και τα καθήκοντά της » . Αυτό μπορει να εκληφθεί και ως προσβολή για όσους μένουν και κάνουν πολιτικό αγώνα, ή ως προτροπή να …παραιτηθούν όλοι!
Επιμένει, ότι «είπε όχι στην ασφάλεια του επαγγελματία πολιτικού και να συναντηθεί με την ανασφάλεια του πολίτη». Και πιστεύει ότι για να «ξανασυνδεθεί η πολιτική με την ηθική και το πολιτικό σύστημα με τους πολίτες» χρειάζεται «ένα μεγάλο θεσμικό, οικονομικό, κοινωνικό άλμα προς τα εμπρός» και «η περηφάνεια του αυτοσεβασμού».
Διατυπώσεις για εντυπωσιασμό περισσότερο… Όπως και η πρόταση για «φορολόγηση του μεγάλου πλούτου» χωρίς όμως καμία ιδέα για την παραγωγή πλούτου.
Η αποχώρηση από τη Βουλή ως «κολυμπήθρα του Σιλωάμ»
Περιέργως ο πρώην ΣΥΡΙΖΑ Τσίπρας, δείχνει να εισηγείται την κατάργησή της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στη Δεξιά και τη Αριστερά, – όπως κάνουν οι συντηρητικοί πολιτικοί – μιλώντας για «νέο πατριωτισμό, που ξεπερνά τους εύλογους ιδεολογικούς διαχωρισμούς» .
Βρίσκει την προοδευτική αντιπολίτευση «πολυκερματισμένη» με «περίκλειστα και αναξιόπιστα σχήματα» , αλλά δεν δείχνει να αισθάνεται ότι τον βαρύνει κάποια ευθύνη για αυτό. Ορθά λέει ότι «όλα πρέπει να αλλάξουν και «δεν πάει άλλο με μια κυβέρνηση που έχει οικοδομήσει ένα καθεστώς διαφθοράς και με έναν πρωθυπουργό που λειτουργεί ως ολιγάρχης» .
Αλλά μετά από αδράνεια 2, 5 ετών βρίσκει ότι η συμμετοχή του σ’ αυτό αρχίζει με την «προσωπική επιλογή » του να μείνει «έξω από το πολιτικό σύστημα – μέσα στην κοινωνία». Πώς ακριβώς βρίσκεται έξω από το σύστημα, δεν το διευκρινίζει.
Εκτός αν πιστεύει πως υπάρχουν όροι για να διαμορφώσει ο ίδιος νέο πολιτικό σύστημα. Με κόμμα που τις «τακτικές «στρατολόγησης» ή διάσπασης» . Παρ ότι ο ίδιος συνιστά διάσπαση στο κόμμα του και δεν είναι άμοιρος όσων προηγηθήκαν.
Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και Πρωθυπουργός χρησιμοποιεί σχήματα λόγου που υποδηλώνουν ότι η παραίτησή του από βουλευτής, τον εξαγνίζει ως κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Για να έχει πολιτικό βάρος, λέει «θα μιλήσω με τους πολίτες, να τους αφουγκραστώ, να βαδίσω μαζί τους στο δρόμο που μαζί θα ανοίξουμε» – Πρέπει όμως να είναι και οι πολίτες διαθέσιμοι.
Ποιος τον εμπόδισε να το κάνει ως τώρα και γιατί δεν μπορούσε να το κάνει ως βουλευτής – του ΣΥΡΙΖΑ ή ανεξάρτητος. Ουδείς θα του ζητούσε να καταθέσει την έδρα του αν αποχωρούσε από το κόμμα
Δεν έκανε αλλαγές με το 32%, θα κάνει τώρα;
Είναι εντυπωσιακή η γενίκευση «οι πολιτικοί δεν είναι δημοφιλείς γιατί όλο και περισσότερο μοιάζουν μεταξύ τους» για να καταλήξει: «αν δεν αλλάξουμε εμείς, αν δε κάνουμε τη διαφορά πρωτίστως ηθικά, αξιακά, πολιτισμικά, πως θα πείσουμε ότι είμαστε άλλο»;
Σε τι αλλάζει ο ίδιος όμως δεν το προσδιορίζει. Πλην ότι μετά τον Πλάτωνα, τώρα αναφέρεται και στον.. Αριστοτέλη – αφού είχε μιλήσει για τον Βενιζέλο και τον Τρικούπη – και προτάσσει φιλοσοφικές προσεγγίσεις στα πράγματα.
Κρίνει ότι « η Αριστερά ,η προοδευτική παράταξη δεν έχει την εμπιστοσύνη της μεγάλης πλειοψηφίας». Ότι ο ίδιος υπήρξε φορέας της… απώλειας το παρακάμπτει και ζητάει «μεγάλη, τολμηρή, αποφασιστική ανανέωση στις πρακτικές, τη γλώσσα, το ύφος, το ήθος, αλλά και τα πρόσωπα». Όταν μετά το 2019 είχε την ευκαιρία – αν όχι την εντολή του 32% – δεν το έκανε.
Ο «νέος» Τσίπρας, θέλει ««εισβολή νέων ηθών και προσώπων στην πολιτική», δίπλα στην κοινωνία που «εξεγείρεται» και αντιστέκεται» . Αλλά ο ίδιος απουσιάζει ως τώρα- προφασιζόμενος ότι τον εμπόδιζε το βουλευτικό αξίωμα και η κομματική του ταυτότητα.
Αφήνει να εννοηθεί ότι αλλάζει λέγοντας «διάλεξα την ανασφάλεια να βρεθώ από τα βουλευτικά έδρανα, ανάμεσα στους πολίτες» και εγκαταλείποντας και τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά απο μια «σχέση ζωής που έκλεισε τον κύκλο της».
Ωστόσο δεν συνιστά αλλαγή ότι «έχασε τα βουλευτικά προνόμια», το οποίο παρουσιάζει σαν να είναι κοσμοϊστορικό γεγονός στο δημόσιο βίο. Ενώ την ίδια στιγμή το εμφανίζει ως… προσωπική του ανάγκη – την οποία … «δεν συζήτησε» με κανέναν.
Ορατότης μηδέν και γραμμή πλεύσης καμία
Πως βλέπει τη συνέχειά του; Ερωτάται, αλλά δεν δίνει απαντήσεις. Απλώς σημειώνει ότι «κανένα μοντέλο του χτες δεν μπορεί να λειτουργήσει σήμερα» και «με παλιό διαβατήριο κανένας δεν πρόκειται να περάσει στη νέα εποχή» .
Αυτά περισσότερο ως ευφυολογήματα δείχνουν, παρά ως πολιτικές θέσεις. Ούτε για τα «νέα εργαλεία σκέψης και πράξης» που αναφέρει μας διαφωτίζει.
Οι διατυπώσεις του στην ερώτηση «στην κλίμακα Αριστερά – Δεξιά πού τοποθετείτε τον εαυτό σας;» είναι θολές και γενικόλογες και πάντως άνευρες και χωρίς στίγμα. Λέει «τοποθετώ τον εαυτό μου, στον εντελώς αντίθετο πόλο από τη Δεξιά» και παραπέμπει στον Ντεγκ Σιάο Πινγκ και το αδιάφορο χρώμα της γάτας, αρκεί να πιάνει ποντίκια. Πολύ με τον ιδεαλισμό της Αριστεράς δεν μοιάζει…
Ο επίλογός του είναι ποιητικός. Μιλάει για τις «ελληνικές θάλασσες, του ήλιου και της δικαιοσύνης, με φουρτούνες αλλά και πανέμορφα νησιά, με βραχώδεις επικίνδυνες ακτές και γαλήνια ακρογιάλια».
Αλλά για να τις διασχίσει κανείς χρειάζεται «ούριο άνεμο» – πάει η Αριστερά που αψηφούσε τις τρικυμίες – αλλά και «πείρα, και γνώση» και «καλό καπετάνιο». Προφανώς τον… ίδιο! Και επι των θαλασσών ορατότης μηδέν και γραμμή πλεύσης καμία. Μόνο ότι όλα θα ξεκινήσουν από τον ίδιο.
Ο τελευταίος πάντως που μίλησε με αντίστοιχες παραπομπές – στην Οδύσσεια συγκεκριμένα – ήταν ο πολιτικός που έβαλε τη χώρα σε διεθνή οικονομικό έλεγχο και υπέγραψε το πρώτο Μνημόνιο.