Στην πολιτική εν αρχή ην ο λόγος. Ή αλλιώς: Η πολιτική ασκείται δια του λόγου, που είναι ο βασικός εξοπλισμός του πολιτικού.
Η επιδέξια χρήση της γλώσσας διαμορφώνει τη δημόσια παρουσία του και αποτελεί εργαλείο για την επικράτησή του.
Ο πολιτικός λόγος, εκτός από πολιτικό φορτίο, μεταφέρει αισθήματα και συναισθήματα, διαθέτει αισθητική και ενέργεια και τελικά λειτουργεί ως γέφυρα με την κοινωνία.
Αλλά το είδος του πολιτικού λόγου που συναρπάζει λείπει πλέον από το ελληνικό Κοινοβούλιο.
Οι εξ οφίτσιο προνομιούχοι αγορητές του – διά… γραπτών ομιλιών – Μητσοτάκης, Ανδρουλάκης, Φάμελλος, κ.α, κακοποιούν τη ρητορική της πολιτικής.
Ατυχώς οι, μόλις τρεις, κοινοβουλευτικοί με επάρκεια των τελευταίων χρόνων, ο Κώστας Καραμανλής, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Βαγγέλης Βενιζέλος, λείπουν από την εθνική αντιπροσωπεία.
Η απουσία τους περιορίζει την παιδαγωγική πλευρά της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Ωστόσο η συνεχιζόμενη παρουσία τους στο δημόσιο χώρο είναι πάντα διακριτή και αυτό επιβεβαιώθηκε στις τελευταίες εμφανίσεις τους.
Ο Καραμανλής με την ομιλία του για την Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, διατήρησε τη στιβαρότητα του λόγου του, μιλώντας για τη θεσμική και ηθική κρίση που προκαλεί η τρέχουσα διακυβέρνηση.
Παρ’ ότι οι αναφορές του εκλαμβάνονται περισσότερο ως παρέμβαση στα εσωτερικά της ΝΔ, δίκην απόρριψης του Νεομητσοτακισμού και ενστάσεων στην πρωθυπουργική υποχωρητικότητα στα εθνικά θέματα και τη ροπή στις εκτροπές δικαίου και πολιτικής τάξης.
Πρακτικά, ο λόγος του αποδεικνύεται άσφαιρος, αφού δεν συνδέεται με ανοιχτή πολιτική δράση και αμφισβητήσεις με ονόματα διευθύνσεις.
Όσο δεν συνιστά αναμέτρηση που κλονίζει την καθεστωτική ισχύ της κυβερνώσας οικογένειας, ο Μητσοτάκης τον αντιμετωπίζει ως λόγο ηττημένου και τον αντιπαρέρχεται με δικούς του υπαινιγμούς και τη διακυβέρνηση Καραμανλή – για την οποία ο ίδιος σιωπά πάντα…
Οι σποραδικές, υπαινικτικές έστω, παρεμβάσεις του πρώην Πρωθυπουργού συνιστούν πολιτικό λόγο με επάρκεια, ικανοποιούν τα ΜΜΕ, αλλά κινητοποιούν και δεν ανοίγουν ατραπούς επιστροφής του στη Βουλή.
Ο Τσίπρας με την ομιλία του στη Σορβόννη έδειξε ότι διατηρεί το χάρισμα της σκηνικής παρουσίας. Αλλά η σαγήνη του λόγου του υποχωρεί, όσο το περιεχόμενο του διαχέεται σε συλλογισμούς χωρίς ιδεολογική συνοχή, ή πολιτικό στίγμα – και τελικά δεν φτάνει σε ευρύτερα ακροατήρια.
Αποστειρωμένος από τον ριζοσπαστισμό του παρελθόντος, υποδηλώνει τον μαξιμαλισμό της επιστροφής του στην κυβέρνηση με άλλο ιδεολογικό ένδυμα και «συμβατική» ρητορική.
Ο Βενιζέλος με την εμφάνισή του στην ΕΡΤ, κράτησε τον πολιτικό λόγο σε υψηλά επίπεδα. Παραμένοντας ο πιο χαρισματικός εκπρόσωπος της γενιάς του στο δημόσιο βίο.
Η συνομιλία του με τον Γ. Κουβαρά ήταν μάθημα προχωρημένης πολιτικής με την διεισδυτική ανάγνωση των εξελίξεων και φραστικά σχήματα στα όρια της «μαγείας» – που μπορεί να «μετακινήσει» ακόμη και αντικείμενα.
Ο προκάτοχός του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ τον χτύπησε κάτω από τη μέση, επειδή δεν άντεχε το ιμπέριουμ του πολιτικού του εκτοπίσματος. Οι διάδοχοι δεν τον κράτησαν στο Κοινοβούλιο, με πρόταση που προσήκει στο κύρος του – προφανώς για να αποφύγουν τη σύγκριση.
Το Κοινοβούλιο θα συνεχίσει χωρίς τον πολιτικό που άδειαζε το καφενείο, οσάκις ανέβαινε στο βήμα.
Στην πρόσφατη συνάντηση με τον Ανδρουλάκη, ο Βενιζέλος αντιλήφθηκε ότι για δεύτερη φορά δεν θα τον ορίσει επικεφαλής στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, θυσιάζοντας κάποιον από τους φίλους του.
Τον πρόλαβε, αναγγέλλοντας τον αποκλεισμό του με τη διατύπωση: «Δεν θα αποδεχθώ μείωση της δυνατότητάς μου να παρεμβαίνω».
Στη διαμόρφωση της ποιότητας του πολιτικού λόγου υπήρχε πάντα το στοιχείο της προσωπικής αξιοπρέπειας.