Ένας αριστερός πολιτικός και ένας προοδευτικός Ιεράρχης συμφώνησαν σε μια ιστορική συμφωνία που θέτει σε νέα τροχιά τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους.
Μετά από μια μακρά περίοδο ζυμώσεων, συναντήσεων και επαφών, χωρίς να τύχουν δημοσιότητας, επήλθε ένα πεδίο συνεννόησης και έδειξε ότι και ο Αλ. Τσίπρας προωθεί μια μεγάλη μεταρρύθμιση που έχει και προοδευτικό πρόσημο, αλλά και ο Ιερώνυμος αποτελεί έναν συνετό Ιεράρχη που μακριά από δογματισμούς και αγκυλώσεις και ξεφεύγοντας από τις φωνές των σκληρών επεδίωξε και εξασφάλισε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Ακόμα και η δημόσια αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας που εμφανίστηκε θετική επί της αρχής για την συμφωνία, αν και έχει μια επιχειρηματολογία ότι καθυστέρησε λόγω των ιδεοληψιών της κυβέρνησης, έχει τη σημασία της. Και αυτό διότι εκ των πραγμάτων η συμφωνία έχει θετικό σήμα, ενώ ακόμα και στο ευρύτερο εκσυγχρονιστικό μέτωπο, τόσο πολιτικό όσο και ακαδημαϊκό και δημοσιογραφικό επήλθε διχασμός με ότι αυτό σημαίνει για τη δημόσια συζήτηση.
Η πολύ καλή χημεία Τσίπρα-Ιερώνυμου επέδρασε σημαντικά για να υπάρξει αυτή η συμφωνία, ενώ ρόλο διαδραμάτισε και η παρουσία του υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου που αθόρυβα εδώ και μήνες ετοιμάστηκε το σχέδιο της συμφωνίας.
Ακόμα και οι εικόνες από την είσοδο του Ιερώνυμου στο Μαξίμου είχε τη σημειολογία της και έδειχνε πολλά. Ο Αλ. Τσίπρας τον ασπάστηκε και τον περίμενε στα σκαλιά του Μεγάρου Μαξίμου, ενώ και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος που διαδραμάτισε καθοριστικό στη συγκεκριμένη συμφωνία, λόγω και της νομικής του κατάρτισης, είχε ασπασμό με τον Αρχιεπίσκοπο που δείχνει ότι υπάρχει μια πολύ καλή χημεία της κορυφής της Ιεραρχίας με την κορυφή της κυβέρνησης.
Επί της ουσίας η συμφωνία αποτελεί μια βαθιά τομή και επιλύει ένα ζήτημα δεκαετιών τόσο προς επ’ ωφελεία της Εκκλησίας όσο και της Πολιτείας. Περίπου μετά από 80 χρόνια μπαίνουν οι βάσεις για να αξιοποιηθεί η λεγόμενη εκκλησιαστική περιουσία που θα επιφέρει οφέλη 50% για την Εκκλησία και 50% για την Πολιτεία.
Ακόμα και η απόφαση ότι οι ιερωμένοι δεν θα λογίζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι, αν και το κράτος θα συνεχίσει να παρέχει τα κονδύλια για τη μισθοδοσία τους, είναι μια σημαντική κίνηση. Η Εκκλησία πλέον θα ρυθμίζει τα του οίκους της και θα έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει νέες θέσεις κληρικών, αν και η επιδότησή της θα παραμένει σταθερή από το Κράτος, βεβαίως με τις προσαρμογές που θα γίνονται στο δημόσιο.
Μεγάλη συζήτηση γίνεται γιατί το Κράτος θα επιδοτεί την μισθοδοσία των κληρικών, αλλά παραβλέπεται ότι η Πολιτεία έχει κέρδος, διότι τα οφέλη από την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και για την ίδια θα είναι πολλαπλάσια.
Επίσης και η ίδια η Εκκλησία, θα έχει κέρδος και θα μπορεί να τα προωθήσει κατά το δοκούν τα χρήματα που θα επέλθουν από την αξιοποίηση της περιουσίας. Για την αξιοποίησή της θα συσταθεί ένα νέο Ταμείο Αξιοποίησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας, το οποίο θα ενσωματώσει και την υφιστάμενη Εταιρεία Αξιοποίησης και θα διοικείται από πενταμελές Δ.Σ.: δύο μέλη θα ορίζονται από την Εκκλησία, δύο από την Πολιτεία και ένα θα είναι κοινής αποδοχής.
Παράλληλα, κατ’ αυτό τον τρόπο επιλύονται και οι εκκρεμότητες που υπήρχαν εδώ και καιρό μεταξύ των δύο μερών, με αμφότερα να προσανατολίζονται σε από κοινού διαχείριση της εν λόγω ακίνητης περιουσίας προς αμοιβαίο όφελος.Η Πολιτεία αναλαμβάνει παροχή ετήσιου τιμήματος προς την Εκκλησία, αναγνωρίζοντας ότι το 1939 απέκτησε περιουσία με τίμημα που υπολείπετο της αξίας της.
Η Εκκλησία αίρει τις διεκδικήσεις της και αναλαμβάνει τη μισθοδοσία των ιερέων. Αξιοποιείται από κοινού μέσω του Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας η αμφισβητούμενη από το 1959 μέχρι σήμερα περιουσία της Εκκλησίας. Κατά πληροφορίες, τεχνικές ομάδες τόσο από την Εκκλησία όσο και από το Δημόσιο βρίσκονταν το τελευταίο διάστημα σε στενή συνεργασία, προκειμένου να καταλήξουν στην τελική φόρμουλα της νομοθετικής ρύθμισης που θα έρθει το αμέσως επόμενο διάστημα στη Βουλή και θα ρυθμίζει τα ανωτέρω ζητήματα.
Κεντρικό σημείο των συζητήσεων Τσίπρα και Ιερώνυμου, στη σκιά της προεργασίας της Συνταγματικής Αναθεώρησης, είναι ότι δεν τίθεται κανένα ζήτημα… χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, έστω και αν η κυβέρνηση προωθεί την έννοια της «θρησκευτικής ουδετερότητας» του Κράτους στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η Εκκλησία, άλλωστε, από τη στιγμή που δεν θίγεται το προοίμιο του Συντάγματος ή άλλα βασικά άρθρα, όπως το 16 παρ. 2, όπου γίνεται λόγος για διαμόρφωση «εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης».Από την άλλη, σφυρηλατείται μια σταθερή και λειτουργική σχέση με την Εκκλησία επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές προσλαμβάνουσες.
Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμα και με φόντο τις αλλαγές στο άρθρο 3 του Συντάγματος, δεν προοιωνίζεται σφοδρή αντιπαράθεση Εκκλησίας-κυβέρνησης, με τις δύο πλευρές να δείχνουν να έχουν βρει ένα πεδίο ισορροπίας.
Ουσιαστικά πρόκειται για ένα μεγάλο βήμα για τον εξορθολογισμό των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας που έχουν τους διακριτούς τους ρόλους.
Επίσης, σημασία δίνει η Ιεραρχία και στην διακήρυξη της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους στο άρθρο 3 του Συντάγματος που διασφαλίζει ότι το Κράτος αποτελεί τον εγγυητή της θρησκευτικής ελευθερίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο Ιερώνυμος είπε και σήμερα στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, ότι ο Πρωθυπουργός τον διαβεβαίωσε ότι η αναθεώρηση του άρθρου 3 δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του λαού μας.