Το 2021 δεν είναι μόνον η χρονιά εξαιρετικών βιβλίων με θέματα που αφορούν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, αλλά και άλλων σημαντικών επιστημονικών έργων που κάλλιστα θα μπορούσαν να αποκληθούν κομβικά για την ελληνική βιβλιογραφία σε άλλα πεδία, όπως λόγου χάρη η Κοινωνιολογία. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί σίγουρα το βιβλίο του Παναγή Παναγιωτόπουλου, Περιπέτειες της Μεσαίας Τάξης, κοινωνιολογικές καταγραφές στην Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσης που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο. ‘Ένα πόνημα που κατά τη γνώμη μας έρχεται να συμβάλει τόσο σε επιστημονικό επίπεδο όσο και σε αυτό του απλού αναγνώστη, στην καλύτερη κατανόηση αυτής της πολύφερνης εκλογικά νύφης, αλλά πολλές φορές ατυχήσασας κοινωνικά πολυστρωματικής τάξης. Αποτελεί όπως γράφει κι ο ίδιος ο συγγραφέας μια «μελέτη μιας πλουραλιστικής και ιδρυτικά ρευστής κοινωνικής κατηγορίας, (…) που απαιτεί και συμπεριφορικές, πολιτισμικές και θεσμικές ερευνητικές ιχνηλατήσεις».
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του βιβλίου είναι ότι κάθε του κεφάλαιο μπορεί να ιδωθεί και ως ένα αυτοτελές δοκίμιο, ενώ ο Παναγιωτόπουλος καταφέρνει να τιθασεύσει τη γλώσσα των κοινωνιολογικών θεωριών και προσεγγίσεων προσφέροντας διαδρόμους κατανόησης, χωρίς να κάνει επιστημολογικές εκπτώσεις. Οι παραπομπές στα έργα μεγάλων θεωρητικών και ταυτόχρονα η δική του θεωρητική πρόταση, θεωρούμε ότι προσδίδουν αυτή την κομβικότητα ως συνεισφορά στη μελέτη της ελληνικής μεσαίας τάξης. Χωρίς να απαξιώνει ή να αποδομεί επιφανειακά παλαιότερες προσεγγίσεις -αντιθέτως τις αντιμετωπίζει- με τον δέοντα σεβασμό, σκιαγραφεί αυτή τη ρευστή διάσταση της ελληνικής μεσαίας τάξης, πιάνοντας το νήμα από την μεταπολεμική Ελλάδα, με κύριο όμως χρονικό πλαίσιο την ύστερη μεταπολίτευση, χωρίς να εκλείπουν τα αναγκαία, για την αναγνώριση συνεχειών και ασυνεχειών, flash back. Επιπλέον, τιθασεύει και το αιχμηρό, αλλά δημιουργικό, ύφος των δημόσιων τοποθετήσεων του, προσφέροντας μια δίκαιη, σύμφωνα πάντα με την προσέγγισή του, αντιμετώπιση σε πρωταγωνιστές και πολιτικούς φορείς.
Περνώντας από την επιβεβλημένη παρουσίαση της ιστορικότητας της παρουσίας της ελληνικής μεσαίας τάξης στην ανάλυση της μεταπολιτευτικής διάστασης ο αναγνώστης πολλές φορές βρίσκεται μπροστά σε έναν καθρέφτη που αναγνωρίζει με επιστημονική ανάλυση και τεκμηρίωση πτυχές της ζωής του και των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών συμπεριφορών του. Φτάνει να πούμε ότι στη φωτογραφία και μόνο του εξωφύλλου και οπισθόφυλλου, που η ιστορία της περιγράφεται στο εσωτερικό του βιβλίου, ο αναγνώστης ψάχνει από την πρώτη στιγμή να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Και αυτή η αναγνώριση ασύνειδα περιλαμβάνει δύο επίπεδα, το ατομικό και το συλλογικό, η κοινή κουλτούρα αλλά και η στάση που μπορεί ο καθένας από εμάς να τήρησε στη μακρά ή τη βραχεία της διάρκεια, αναφέροντας βέβαια ότι στον δυτικό μεταπολεμικό κόσμο «η νέα Αρκαδία θα είναι στις απαρχές της οικογενειακή», κάτι βέβαια που συμβαίνει και στη χώρα μας. Παράλληλα αναφέρεται στη σύγχρονη «πολυσθένεια» αυτής της πολυβαθμιδικής μεσαίας τάξης.
Μια από τις θέσεις του συγγραφέα, η οποία, κατά τη γνώμη μας ανοίγει το πεδίο του επιστημονικού, πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου, είναι ότι «στα χρόνια της μεταπολιτευτικής οικονομικής μεγέθυνσης και μεσοστρωματικής ευμάρειας, η ελληνική οικογένεια εκσυγχρονίστηκε ΄΄εις βάρος΄΄ του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας», στο πλαίσιο μιας σύγχρονης ατομικότητας που κληρονόμησε, εκτός των άλλων, στη μεταπολίτευση η δεκαετία του 1960. Μια «εξαίρεση» χωρίς να είναι μοναδική, αφού μπορεί να ενταχθεί σε αυτό που αναφέρει ο Παναγιωτόπουλος ως μεσογειακό καπιταλισμό. Για τους επαγγελματίες ή μη ιστορικούς είναι επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσα -συμφωνώντας ή όχι- η διαπίστωση για «το πρωταρχικό συναίσθημα και το καύσιμο μια μεγάλης διαδρομής που ξεκίνησε ουσιαστικά από τη δεκαετία του 1950» ήταν η έξοδος από την ανασφάλεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφυλίου.
Αυτό που ίσως να περιμέναμε περισσότερο και έχει ήδη επισημανθεί σε προηγούμενες κριτικές του βιβλίου, είναι οι σύγχρονες αλληλεπιδράσεις της ελληνικής μεσαίας τάξης ή των στρωμάτων της, με τις αντίστοιχες στον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο, κάτι που όπως αναφέραμε παραπάνω γίνεται στην αναφορά στην ιστορία πριν από τη δικτατορία του 1967 και τις ρίζες της «ίδρυσης» της δυτικής και ελληνικής μεσαίας τάξης. Από την άλλη πλευρά ο Παναγιωτόπουλος προλαβαίνει να μιλήσει για την μεσαία στη διάρκεια της πανδημίας, κάτι που φυσικά είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, παρά την επισφάλεια ότι η περίοδος αυτή δεν έχει ακόμη τελειώσει. Την εντάσσει στους μηχανισμούς και τις διεργασίες του τέλους της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, προσέχοντας να μην εκτεθεί σε πρόωρες κρίσεις και συμπεράσματα.
Για όλα τα παραπάνω και για πολλά ακόμη που θα ανακαλύψετε στις σελίδες του, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι το βιβλίο από την ημέρα της έκδοσης του παραμένει στις πρώτες θέσεις των προτιμήσεων των αναγνωστών και ένας από του πιο ευπώλητους τίτλους.