Τα Γλυπτά του Παρθενώνα στο Λονδίνο είναι πιθανόν τα πιο γνωστά διαφιλονικούμενα μουσειακά εκθέματα στον κόσμο, αναφέρει το άρθρο του o Άλεξ Μάρσαλ στους New York Times. Ωστόσο, σύμφωνα με το δημοσίευμα η βρετανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η τύχη των γλυπτών δεν την αφορά.
Το άρθρο αναφέρεται σε μια ιστορική αναδρομή στη στάση βρετανών πολιτικών και μάλιστα σε αυτή του Νιλ Κίνοκ, όταν τότε επικεφαλής του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία, δεσμεύτηκε να επιστραφούν τα γλυπτά του Παρθενώνα! Είναι «ηθικό ζήτημα», είχε δηλώσει ο Κίνοκ σε δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα και είχε προσθέσει με αγγλικό φλεγματικό ύφος ότι «Ο Παρθενώνας χωρίς τα μάρμαρα είναι σαν χαμόγελο που του λείπει ένα δόντι». Τα σχόλια του Κίνοκ έγιναν πρωτοσέλιδο εκείνη την εποχή, αλλά όταν ο ίδιος επέστρεψε στο Λονδίνο, ανακάλυψε ότι λίγοι στο κόμμα του συμμερίζονται τις απόψεις του και ακόμα λιγότεροι μεταξύ των Συντηρητικών μελών της κυβέρνησης της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Την περασμένη εβδομάδα το θέμα των μαρμάρων επέστρεψε στον δημόσιο λόγο ύστερα από το παρατεταμένο κλείσιμο των ελληνικών αιθουσών του μουσείου λόγω της πανδημίας του κορονοϊού και εργασιών συντήρησης. Ακτιβιστές σε όλη την Ευρώπη διαμαρτύρονται για την τελικά αδιάλλακτη στάση της Βρετανίας που, δυστυχώς, απόψεις σαν του Κίνοκ παραμένουν μειοψηφικές στις βρετανικές πολιτικές ελίτ.
Σύμφωνα με τους New York Times, η επίσημη θέση της βρετανικής κυβέρνησης είναι ότι δεν είναι υπεύθυνη για την τύχη των μαρμάρων: αυτό, λέει, είναι θέμα για τους διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου, οι περισσότεροι εκ των οποίων διορίζονται από τον πρωθυπουργό. Και ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι τα γλυπτά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αποστολής του μουσείου να παρουσιάσει την παγκόσμια Ιστορία. Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε και σύμφωνα με αποκάλυψη της εφημερίδας «Τα Νέα», που προκάλεσε αντιδράσεις στον βρετανικό τύπο, ότι ο Μπόρις Τζόνσον την εποχή που ήταν φοιτητής στην Οξφόρδη υποστήριζε ένθερμα την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Αθήνα
Το ενδιαφέρον, που αποτελεί και την αφορμή για το άρθρο στην έγκριτη αμερικανική εφημερίδα, είναι ότι το 2021, άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανακοίνωσαν πολιτικές αποκατάστασης και επέστρεψαν διάφορα αντικείμενα. Τον Απρίλιο, η Γερμανία ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει από τις αρχές του επόμενου έτους να επιστρέφει από τα μουσεία της στη Νιγηρία περίπου 1.100 λεηλατημένα τεχνουργήματα, γνωστά ως ‘Χάλκινα του Μπενίν. Τον Ιούνιο, η κυβέρνηση του Βελγίου συμφώνησε σε σχέδιο για τη μεταφορά της ιδιοκτησίας κλεμμένων αντικειμένων από τα μουσεία της στις αφρικανικές χώρες προέλευσης. Τον Οκτώβριο, ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν επέστρεψε 26 λεηλατημένα αντικείμενα στο Μπενίν, κάνοντας πράξη μια δέσμευση του 2017 για επιστροφή αφρικανικής τέχνης από τα μουσεία της χώρας.
Στη Βρετανία όμως σιωπή, παρά το γεγονός ότι οι ακτιβιστές, σύμφωνα με τους New York Times, υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να αναλάβει δράση για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, εάν το ήθελε, καθώς ορίζει τους κανόνες για μεγάλα μουσεία και συχνά διορίζει τους διαχειριστές τους. Τον Σεπτέμβριο, επιτροπή της UNESCO για την επιστροφή διαφιλονικούμενων τεχνουργημάτων ανέφερε ότι η διαμάχη για τα μάρμαρα «έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα και κατά συνέπεια, η υποχρέωση να επιστραφούν τα μάρμαρα του Παρθενώνα εναπόκειται ξεκάθαρα στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου».
Πηγές: ΝΥΤ, ΑΠΕ, Τα Νέα