Ο σπουδαίος συγγραφέας και σκηνοθέτης Ροβήρος Μανθούλης «έφυγε» από τη ζωή. Νοσούσε από κορονοϊό ενώ το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν σε νοσοκομείο του Παρισιού.
Συλλυπητήριο μήνυμα από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου
Σε συλλυπητήριο μήνυμα για την απώλεια του Ροβήρου Μανθούλη, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου αναφέρει:
Ο Ροβήρος Μανθούλης πέθανε σήμερα στο Παρίσι, την πόλη που έγινε η δεύτερη πατρίδα του μετά τον ερχομό της δικτατορίας στην Ελλάδα. Η απώλειά του προκαλεί θλίψη στην κινηματογραφική μας κοινότητα.
Ο Ροβήρος Μανθούλης ανήκει στη γενιά που έζησε τον πόλεμο. Γύρω από αυτόν, γύρω από την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων υπό τον φόβο της ναζιστικής κατοχής, περιστρέφεται και η ταινία του «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ» που τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό το 1962. Σε αυτό το γλυκόπικρο έργο δύο αντιήρωες, που προσπαθούν να επιβιώσουν στην κατεχόμενη Αθήνα, φέρνουν μια ανεπαίσθητη αύρα ανανέωσης στο λεγόμενο εμπορικό ελληνικό σινεμά. Η αύρα αυτή θα γίνει πιο αισθητή το 1966 στην ταινία του «Πρόσωπο με πρόσωπο».
Ο Ροβήρος Μανθούλης ανήκει επίσης στους πρωτοπόρους του ελληνικού ντοκιμαντέρ. Το κινηματογραφικό αυτό είδος το υπηρέτησε και στη γαλλική τηλεόραση.
Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου εκφράζει τα βαθιά του συλλυπητήρια στους οικείους του.
Ποιος ήταν ο Ροβήρος Μανθούλης
Ο Ροβήρος Μανθούλης γεννήθηκε στην Κομοτηνή και μεγάλωσε στην Αθήνα. Συμμετείχε στους κύκλους της ∆ιάπλασης των Παίδων και στις γραμμές του ΕΑΜ των Νέων και συνέχεια της ΕΠΟΝ. Από τα τέλη του 1943 μέχρι την Απελευθέρωση, ήταν το «χωνί» των Εξαρχείων και της Νεάπολης, που έφερνε τα βράδια, από κάποια ταράτσα στο λόφο του Στρέφη, τα αντιστασιακά μηνύματα μπροστά στα ανοιχτά παράθυρα των περιοίκων.
Μετά το γυμνάσιο σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο κι εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, την ποιητική συλλογή Σκαλοπάτια (1949). ∆άσκαλός του στην ποίηση ήταν ο Νικηφόρος Βρεττάκος και η παρέα του, στο φιλολογικό πατάρι του Λουμίδη, ήταν, ανάμεσα σ’ άλλους, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο κριτικός Αλέκος Αργυρίου και ο σκηνοθέτης Φρίξος Ηλιάδης, που εξέδιδε το περιβόητο περιοδικό «Ποιητική Τέχνη».
Από το 1949 έως το 1953 σπούδασε Κινηματογράφο και Θέατρο στο Πανεπιστήμιο Syracuse της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εκεί του ανοίχτηκε και ο πρώτος αμερικανικός φάκελος, όταν δημοσίευσε ένα αντι-μακαρθικό άρθρο στην εφημερίδα του Syracuse. Σ’ αυτή την πόλη είχε το στρατηγείο του ο Μακάρθυ, στα γραφεία της Ομοσπονδίας των Παλαιών Πολεμιστών. Τον δεύτερο φάκελο του τον άνοιξαν το 1972, όταν γύριζε στο Χάρλεμ την ταινία «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια».
Όταν επέστρεψε από την Αμερική, το 1953, συνεργάστηκε στην αρχή με το «Θέατρο της Τετάρτης» του Ε.Ι.Ρ., φέρνοντας μια καινούρια ραδιοφωνική τεχνική στις θεατρικές διασκευές. Με τον Μιχάλη Κατσαρό, που ξαναβρήκε στου Λουμίδη, ίδρυσαν μια κινηματογραφική εταιρία που σύντομα διαλύθηκε. Θέλοντας να βοήσει την κινηματογραφική εκπαίδευση, ανέλαβε τη διεύθυνση σπουδών σε δυο, διαδοχικά, κινηματογραφικές σχολές.
Στη Σχολή Σταυράκου, όπου είχαν ήδη διδάξει ο Κάρολος Κουν, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Τσαρούχης, είχε συνεργάτες του τον Γρηγόρη Γρηγορίου και τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο. Στη Σχολή Ιωαννίδη είχε προσλάβει τον Χρήστο Βαχλιώτη, στο τμήμα ηθοποιών. Η
φιλία που τους συνέδεσε επεκτάθηκε και σε πολλούς άξιους μαθητές του όπως ο Ηρακλής Παπαδάκης, ο Φώτης Μεσθεναίος, ο Λέων Λοΐσιος. (Στα δυο ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Λοΐσιος στη Λέσβο, ο Μεσθεναίος ήταν
οπερατέρ, ο Μανθούλης μοντέρ και ο Μπακογιαννόπουλος έγραψε την αφήγηση).
Σε κινηματογραφική σχολή δίδαξε μέχρι την κατάλυση της ∆ημοκρατίας από τη χούντα των συνταγματαρχών, το 1967. Ανάμεσα στους γνωστότερους μαθητές του ήταν ο Παντελής Βούλγαρης, ο Νίκος Νικολαΐδης, ο ∆ημήτρης Κολλάτος και ο Βασίλης Ραφαηλίδης, που έγινε και βοηθός του σ’ ένα ντοκιμαντέρ.
Στο μεταξύ, ο Μανθούλης είχε αναλάβει να οργανώσει το τμήμα ντοκιμαντέρ στο υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών, αλλά σ’ ένα χρόνο απολύθηκε. Μόλις που πρόφτασε τότε, το 1958, να γυρίσει την πρώτη του ταινία, ένα ντοκιμαντέρ για τη Λευκάδα, που θα πρέπει να είναι, ίσως με διαφορά στήθους, και το πρώτο ελληνικό ντοκιμαντέρ.
Στη Λευκάδα ανέβασε παράλληλα το ποιητικό έργο του Ουίλιαμ Σαρόγιαν «Η Καρδιά μου κει πάνω στα ψηλά», υστέρα από 7 μήνες πρόβες και μερικές παραστάσεις στο Θέατρο Αθηνών. Σ’ αυτό έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση ο Γιώργος Παπαστεφάνου, στο ρόλο ενός παιδιού και ο σημερινός συγγραφέας Στράτης Χαβιαράς, στον ρόλο ενός γέρου 90 χρονών! Ο δε Μάνος Ελευθερίου είχε πάρει μέρος στον χορό των αγροτών –έφερνε πορτοκάλια και αυγά στον “γηραιό” Χαβιαρά όταν ο χορός τον άκουγε να παίζει στη στρατιωτική σάλπιγγα ένα τραγούδι του Μπεν Τζόνσον, που τραγουδούσαν στα καπηλειά του Λονδίνου στις αρχές του 17ου αιώνα.