Μαρία Μαγκανάρη, δύο έργα για το 2022, το ένα ο« Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα και το δεύτερο ο «Πατέρας» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ που παρουσιάστηκαν στο Εθνικό Θέατρο και στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος αντίστοιχα. Κοινό υπόβαθρο η κλασικότητα των δύο έργων, που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του κοινού και τώρα που έχουν τελειώσει, επιλέξαμε να συζητήσουμε την ταλαντούχα σκηνοθέτη για τη δική της αποτίμηση της δουλειάς της.
Μιλήσαμε για τους χώρους και θεσμούς που παρουσίασε τα έργα της, την επιλογή των έργων, τις έμφυλες σχέσεις και τη οικογένεια, το #metoo στο χώρο του θεάτρου και για τις δουλειές που ετοιμάζει. Μια συζήτηση-συνέντευξη με λόγια ξεκάθαρα, που θα μπορούσε να κρατήσει ακόμη περισσότερο, αφού η Μαρία Μαγκανάρη μιλάει για τη δουλειά της με το πάθος του ανθρώπου που συνεχίζει να ονειρεύεται…
Πώς είναι να σκηνοθετείτε δύο έργα σύγχρονων κλασικών σε δύο διαφορετικούς συμβολικά και ιστορικά χώρους αλλά και σε δύο θεσμούς που ο ένας είναι πολύ παλιός και ο άλλος εξαιρετικά σύγχρονος;
Κατ’ αρχάς, ως προς αυτά τα δύο έργα ήταν διαφορετική η συνθήκη και ως εκ τούτου και η σκηνοθεσία. Δηλαδή, το ένα ήταν μια παράσταση κανονική και το άλλο ένα θεατρικό αναλόγιο με κοινό, που έπρεπε να φτιαχτεί έτσι ώστε να μπορεί να το παρακολουθήσει ο κόσμος και όχι απλώς να διαβάζουμε το κείμενο του Στρίντμπεργκ· άρα είχε σκηνοθεσία και δραματουργία.
Είχα, λοιπόν, τη χαρά να δουλέψω για πρώτη φορά ως σκηνοθέτης με το Εθνικό -είχα δουλέψει δυο φορές στο παρελθόν ως ηθοποιός- και αυτό έχει μια σημασία, αφού το Εθνικό Θέατρο σου παρέχει ένα πλαίσιο για να μπορείς να επικεντρωθείς περισσότερο στο σκηνοθετικό κομμάτι. Όταν δουλεύουμε πιο ελεύθερα ή σε δικές μας παραγωγές μπλεκόμαστε με όλα τα κομμάτια, από τα δελτία τύπου έως και το παραμικρή λεπτομέρεια που αφορά στην παραγωγή, ενώ όταν δουλεύεις στο Εθνικό έχεις τη δυνατότητα να εστιάσεις στο σκηνοθετικό κομμάτι.
Ο «Ματωμένος Γάμος» έγινε στη νέα σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» η οποία έχει πιο σύγχρονα χαρακτηριστικά, δεν έγινε δηλαδή στην κεντρική που είναι ένα θέατρο, μια ιταλική σκηνή μεγαλύτερων διαστάσεων που έχει πιο παραδοσιακά στοιχεία. Η σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» είναι πιο μικρή, έχει πιο άμεση επαφή με τους θεατές. Σε κάθε περίπτωση το που εκτυλίσσεται ένα έργο, το πού το σκηνοθετούμε και το παρουσιάζουμε έχει μεγάλη σημασία για το τελικό αποτέλεσμα. Αισθάνομαι ότι η νέα σκηνή ταίριαξε ιδιαίτερα στον «Ματωμένο Γάμο» σε συνδυασμό και με τη σκέψη της Κλειούς Μπομπότη, της σκηνογράφου, δημιουργήθηκε ένα σκηνικό ειδικά για τη συγκεκριμένη συνθήκη.
Δείτε βίντεο από τον «Ματωμένο Γάμο»
{https://www.youtube.com/watch?v=4NPTTZsmhZM}
Όσον αφορά στον «Πατέρα», που παρουσιάστηκε τέλη Μαρτίου στο ΚΠΣΙΝ, στο πλαίσιο των «Παραβάσεων», ήταν άλλη η συνθήκη γιατί δουλέψαμε κυρίως το κομμάτι του λόγου, και το κομμάτι κάποιων βασικών σχέσεων του έργου και πώς αυτές θα μπορούσαν σ’ ένα πρώτο επίπεδο να λειτουργήσουν και σε σχέση με τη μουσική, την οποία υπέγραψε ο Χαράλαμπος Γωγιός και έπαιζε ζωντανά πιάνο. Είχαν γίνει πρόβες και είχε δημιουργηθεί ένας βασικός καμβάς, ενώ υπήρχε κι ένα μικρό περιθώριο αυτοσχεδιασμού κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Ο χώρος στο ΚΠΣΙΝ που γίνονται οι «Παραβάσεις» δεν είναι θέατρο, οπότε αυτό από μόνο του είναι πολύ διαφορετικό σε σχέση με το Εθνικό και τον «Ματωμένο Γάμο». Φτιάξαμε, λοιπόν, μια πολύ βασική συνθήκη σκηνογραφικά, η οποία ουσιαστικά διαχώριζε τον κεντρικό ήρωα, ο οποίος είναι ένας άνδρας, ο «Πατέρας», που αμφισβητεί τα πάντα γύρω του πλέον - από την πατρότητα μέχρι το σύνολο της πραγματικότητας που έχει δημιουργήσει στη ζωή του. Δημιουργήσαμε, δηλαδή, μια συνθήκη που να τον απομονώνει σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα, το δικό του νησάκι δηλαδή, πάνω στο οποίο βρισκόταν και πάνω σε αυτό κινηθήκαμε, αφού δεν μπορούσε να υπάρξει έντονη κίνηση. Το μόνο πρόσωπο το οποίο κινούνταν ήταν η γκουβερνάντα, που εκ του ρόλου της δικαιούται να έχει επαφή με όλα τα πρόσωπα. Άρα, λοιπόν, η συνθήκη στο ΚΠΙΣΝ ήταν τελείως διαφορετική γιατί δεν συμπεριελάμβανε την κίνηση. Ήταν ένα πιο στατικό θεατρικό γεγονός που εστίαζε κυρίως στη σχέση με το λόγο.
Έχετε καταγράψει μια αξιοσήμείωτη πορεία στον χώρο σας εδώ και πολλά χρόνια, ωστόσο, αναγνωρίζεστε ως μια από τις πιο δυναμικά ανερχόμενες σκηνοθέτιδες στα ελληνικά θεατρικά δρώμενα. Με βάση και τα παραπάνω, συνδέονται οι θεματικές των δύο έργων σαν κριτήριο επιλογής σας με δεδομένο ότι αφορούν σε διαφορετικές μεν, αλλά εκδοχές των έμφυλων σχέσεων;
Κάποιες φορές οι αποφάσεις μας σε σχέση με το τι θα δουλέψουμε, παίρνονται και κάπως ασυνείδητα. Σίγουρα το «έμφυλο» είναι μια περιοχή που με ενδιαφέρει πάρα πολύ από πολύ παλιά και όχι τώρα που δικαίως και πολύ σωστά έχει έρθει στο προσκήνιο. Από το 2012-2013 που είχα ασχοληθεί με το «Βερολίνο Αλεξάντερπλατς» του Αλεξάντερ Ντέμπλιν, είχα δουλέψει πάνω σ’ αυτό και είχα κάνει την παράσταση «Αλεξάντερπλατς» που έδινε φωνή στις γυναίκες που είχε δολοφονήσει ο κεντρικός ήρωας. Άρα αυτό είναι μια περιοχή που με ενδιαφέρει, όπως επίσης με ενδιαφέρει πάρα πολύ η περιοχή της οικογένειας και των δυναμικών, καθώς και των μυστικών και ψεμάτων που υπάρχουν κάτω από την επιφάνεια μέσα σε μια οικογένεια. Αυτό είναι κάτι που καταλαβαίνω ότι υπάρχει σε όλες τις δουλειές μου.
Ούτως ή άλλως η οικογένεια δίνει υλικό σε πολλούς σημαντικούς συγγραφείς να δουλέψουν γιατί από μόνη της είναι ένα θέατρο του παραλόγου και ένας χώρος δραματικών συγκρούσεων, αλλά βλέπω ότι είναι κάτι που διατρέχει τις δουλειές μου, ακόμη και τον Θείο Βάνια. Ο Θείος Βάνιας του Τσέχωφ που είχα δουλέψει, κι αυτός περιλαμβάνει έναν προβληματισμό εντός μιας οικογένειας εντός συγγενικών σχέσεων.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον «Ματωμένο Γάμο», με το αίμα το περίφημο που λέει ο Λόρκα, δηλαδή τι περνάει από γενιά σε γενιά, οικογενειακά, και πολύ περισσότερο στον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ, όπου παίρνει και μια συμβολική διάσταση, αφού τίθεται το ερώτημα αν πραγματικά είναι και βιολογική η διαδοχή, λες κι αυτό αλλάζει όλο το πλαίσιο του τι ισχύει σε μια οικογένεια, αν πραγματικά υπάρχει ο βιολογικός καθορισμός, ο βιολογικός παράγοντας.
Άρα ναι, σίγουρα το έμφυλο, σίγουρα και το θέμα της οικογένειας είναι αυτά που συναντήθηκαν στην περιοχή του προβληματισμού μου την τρέχουσα περίοδο. Στο σημείο αυτό να πω ως προς τις παραβάσεις, μου προτάθηκε το έργο από τη Σύλβια Λιούλιου, που είναι υπεύθυνη των Παραβάσεων και το αποδέχτηκα την πρόταση με μεγάλη χαρά, γιατί ακριβώς είναι ένα έργο που με είχε απασχολήσει και στο παρελθόν, που είχα μελετήσει στο πλαίσιο κάποιων σεμιναρίων που έκανα και είναι ακριβώς στην περιοχή των ενδιαφερόντων μου, αν μπορώ να το πω αυτό.
Μπαίνοντας στο ρόλο του θεατή θα ήθελα να ρωτήσω κατ’ αρχήν αν αποτελεί ματαιοδοξία των νέων σκηνοθετών να καταπιάνονται με τα κλασικά έργα και δεύτερον, αν αυτά έχουν ακόμη να μας δώσουν κάτι;
Αυτή την απάντηση μπορώ να τη δώσω μόνο προσωπικά, μόνο σε σχέση με τα δικά μου τα ενδιαφέροντα και τη δική μου τη διαδρομή. Εγώ δεν ξεκίνησα δουλεύοντας πάνω σε κλασικά έργα, είναι κάτι το οποίο έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα ξεκίνησα δουλεύοντας πάνω σε λογοτεχνικά κείμενα, τα οποία μου έδιναν μια μεγαλύτερη ελευθερία ως προς τη διαμόρφωση του σκηνικού συμβάντος, γιατί όταν κάνεις τη διασκευή από ένα λογοτεχνικό έργο μπορείς να βάλεις όσους ανθρώπους θες να παίξουν, όσους ρόλους, να φτιάξεις όπως θες τον κόσμο σου. Οπότε μάλλον αυτή την ελευθερία είχα περισσότερο ανάγκη στην αρχή κι αυτή τη δυνατότητα να πειραματιστώ και δεν ξεκίνησα από τα κλασικά θεατρικά έργα. Μάλλον, θα έλεγα ότι και στην ανάγνωση των θεατρικών έργων δεν είμαι και η καλύτερος αναγνώστρια. Δυσκολεύομαι να αγαπήσω κάποιο θεατρικό έργο από την ανάγνωσή του.
Ωστόσο, με τα χρόνια, έκλεισε αυτός ο κύκλος ενασχόλησης με τα λογοτεχνικά κείμενα -μπορεί και όχι, μπορεί να επανέλθω- μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να δουλέψω πάνω σε αυτό που λέμε κλασικά σύγχρονα έργα, ίσως γιατί είχα την ανάγκη κάποιων περιορισμών σε αντίθεση με τότε που ξεκινούσα. Είχα την ανάγκη να δω αν μπορώ να ανταπεξέλθω σε συνθήκες που ήταν δεδομένες, που κι αυτές βέβαια είναι πολύ σχετικές γιατί πάντα πρέπει να βρεις αυτή την ισορροπία ανάμεσα στο τι αισθάνεσαι ότι έχει γράψει ο συγγραφέας και που κεντράρεις εσύ και τι θες εσύ να πεις.
Σέβομαι πάρα πολύ τα κλασικά έργα, όλα τα έργα και δεν με ενδιαφέρει καθόλου να τα ειρωνευτώ ή να κάνω πιο ισχυρή τη δική μου την παρουσία σε σχέση με τον συγγραφέα, αλλά από την άλλη διεκδικώ τον χώρο στον οποίο εγώ συνδέομαι προσωπικά με τα έργα και βρίσκω το πεδίο που μπορώ να μιλήσω για πράγματα που εμένα αφορούν ή που εμάς σήμερα αφορούν.
Άρα αυτή η σύνδεση με το σήμερα είναι πολύ κομβική κατά τη γνώμη μου. Δεν ξέρω αν αυτό είναι αυτό είναι ματαιοδοξία ή φιλοδοξία. Σε μένα μου έδωσε τη δυνατότητα μια θεατρικής ωρίμανσης ίσως. Ελπίζω όχι συντηρητικοποίησης.
Δεν ξέρω που θα βγάλει αυτό, αλλά εκτιμάς και βλέπεις ότι από αυτά τα κλασικά έργα δεν σου ταιριάζουν όλα. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι επειδή ένα έργο είναι μεγάλο και κλασικό μπορεί να σου μιλήσει. Έτσι, προσδιορίζεσαι μέσω αυτής της διαδικασίας.
Πώς είναι το τοπίο το θεατρικό και γενικά το καλλιτεχνικό, μετά από δύο χρόνια πανδημίας;
Ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη χρονιά. Φυσικά το ότι ήταν ανοιχτά τα θέατρα ήταν πολύ καλύτερα από την προηγούμενη που ήταν σχεδόν κλειστά ή δεν δούλευαν με κοινό. Ήταν μια χρονιά που σημαδεύτηκε από πολύ άγχος, γιατί σταματούσε συνεχώς η ροή των προβών μας γιατί είχαμε κρούσματα και έπρεπε να κάνουμε παύση. Αυτό ήταν εξαιρετικά αντικαλλιτεχνικό. Παρ’ όλα αυτά δεν είχαμε κι άλλη επιλογή. Είναι σίγουρο ότι όπως και στην κοινωνία συνολικότερα, την αποτύπωση αυτού του γεγονότος της πανδημίας θα τη βλέπουμε μπροστά μας για πάρα πολλά χρόνια. Το ίδιο συμβαίνει και στο θέατρο, δεν ξέρω ακριβώς που θα οδηγήσει, πάντως είναι σίγουρο ότι το ελεύθερο θέατρο έχει πληγεί.
Αυτό που είναι αισιόδοξο, είναι η ανάγκη του ανθρώπου, η ανάγκη των θεατών για την επαφή, μέσω της θεατρικής πράξης, μέσω της θεατρικής θέασης – αυτό είναι κάτι που μας επιβεβαιώθηκε πολύ έντονα. Βλέπαμε ανθρώπους να έρχονται με πέντε μάσκες και να ζητούν εισιτήριο άκρη-άκρη, αλλά παρ’ όλα αυτά να έρχονται. Ενδεχομένως είχαν να διαχειριστούν μια επιβαρυμένη υγεία ή κάτι ανάλογο, αλλά να επιμένουν και να μπαίνουν στη θεατρική αίθουσα. Αυτό ήταν πολύ συγκινητικό. Και όλοι μας έλεγαν πόσο πολύ είχε λείψει το θέατρο τα τελευταία χρόνια.
‘‘Αισθάνομαι ότι το τοπίο στο θέατρο έχει αλλάξει και σε σχέση με τα γεγονότα που προέκυψαν στους κόλπους του θεάτρου σε σχέση με το #metoo. Αντιλαμβάνεσααααι ότι αυτή η ιστορία η οποία εκδηλώθηκε ιδιαίτερα στο δικό μας τον χώρο, που βγάζει πολύ πιο εύκολα προς τα έξω τα ιδιωτικά του. Ένας χώρος που εκ των πραγμάτων μιλάει και εκτίθεται περισσότερο. Αυτή συζήτηση που έχει ανοίξει αισθάνομαι ότι επηρεάζει ήδη τη νέα πραγματικότητα που δημιουργείται στο θέατρο. Δεν ξέρω προς τα πού πάει όλο αυτό. Προφανώς και θεωρώ πολύ σημαντικό ότι ειπώθηκαν κάποια πράγματα, γιατί δεν μπορεί κανείς να συμπεριφέρεται με όποιον τρόπο θέλει μέσα σε ένα θέατρο, ιδίως από θέση εξουσίας. Θα δούμε…’’
Είμαι πάντα αισιόδοξη, ωστόσο, αυτή η περίοδος μας χτυπάει αλύπητα, όχι μόνο στο θέατρο. Έχεις την αίσθηση ότι κάτι έχει αλλάξει παγκοσμίως. Πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα έχουν χαθεί.
-είναι και ο πόλεμος-
Ακριβώς. Είναι η πανδημία, είναι ο πόλεμος, είναι το τι γίνεται στα κλιματικά, στα ενεργειακά, στα εργασιακά στα υγειονομικά. Αισθάνεσαι ότι κάπου το πράγμα μετατοπίζεται συνολικά, οπότε δεν γίνεται αυτό να μην επηρεάσει και το θέατρο. Δεν ξέρω αν τα αντανακλαστικά μας είναι ισχυρά ή αν χρειαζόμαστε χρόνο για να αφομοιώσουμε όλη αυτή την αλλαγή, αλλά σίγουρα θα καταγραφεί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο και άμεσο;
Επειδή φέτος ήταν μια χρονιά με πολλή δουλειά -είχε προηγηθεί η «Νύχτα της Ιγκουάνα» του Τενεσί Ουίλιαμς στο Θέατρο Πορεία τον Οκτώβρη- οπότε σταματάω εδώ ως προς τις σκηνοθεσίες για φέτος, αλλά τώρα δουλεύω τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου, που είναι το επόμενο σχέδιο, μια παράσταση στην περίφημη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, μια παράσταση που ο αρχικός προγραμματισμός της αφορούσε στη φετινή Άνοιξη, αλλά εξαιτίας όλων των αναβολών έχει μεταφερθεί για το Φθινόπωρο και είναι ένα έργο που με απασχολεί πολλά χρόνια. Ίδωμεν…