Μεταξύ όλων των άλλων εξαιρετικά ενδιαφερουσών διαπιστώσεων και επισημάνσεων η κα Λυκουριώτη γράφει: «Μεγαλώσαμε θαυμάζοντας τα ροζιασμένα χέρια και τα λιασμένα, ρυτιδιασμένα μέτωπα των νησιωτών που ήξεραν τα πάντα για να ζούμε. Περπατήσαμε τα βουνά και τα λαγκάδια που βγάζανε ασύλληπτης νοστιμιάς ζαρζαβατικά, τα οποία έτρωγες με δυό δεκάρες, φιλοξενούμενη σε ράτζα υπέροχων σπιτιών φτιαγμένων με πολλές τέχνες, ανοιχτής γνώσης. Το Αιγαίο ήταν γεμάτο από νέα παιδιά, φοιτήτριες/ες και νέες/ους εργαζόμενες/ους που έφταναν παντού με πάμφθηνα ακτοπλοϊκά εισητήρια και παραθέριζαν μήνες ολόκληρους με ελάχιστο χαρτζιλίκι. Τώρα επιβάλλεται με βία πάνω τους ο ρόλος των ιθαγενών για σέρβις σε ηλικιωμένους αλλοδαπούς χωρών με υψηλότερους μισθούς. Δε θα είναι ελεύθερες/οι αν δεν το διεκδικήσουν. Δε θα παραθερίσουν ποτέ ελεύθερες/οι».
Το σημείο αυτό αλλά και κάποια άλλα που αναφέρονται στην ναυτοσύνη των Ελλήνων και την επιβίωση των νησιωτών, καθώς και στο παραγωγικό μοντέλο στη χώρα μας, στάθηκαν η αφορμή να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας και να «επιστρέψουμε» στο κλασικό πια βιβλίο του Jacques Lacarrière «Το Ελληνικό Καλοκαίρι» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ι. Χατζηνικολή και όσες φορές κι αν το διαβάσει κανείς θα ανακαλύψει καινούρια πράγματα από μια Ελλάδα όχι τόσο μακρινή, που όμως φαίνεται να μας εγκαταλείπει οριστικά. Για την ιστορία οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι ο Jacques Lacarrière (1925-2005) ήταν Γάλλος συγγραφέας, κριτικός, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, στοχαστής και από τους κυριότερους συντελεστές της προβολής της ελληνικής λογοτεχνίας αλλά και της Ελλάδας στη Γαλλία. To Ελληνικό Καλοκαίρι εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1975 στα γαλλικά με τον τίτλο «L'Été grec» και περιγράφει με πραγματικό πάθος την εικοσαετή εμπειρία του από τα ταξίδια του στην Ελλάδα, από το 1947 που πάτησε πρώτη φορά το πόδι του στη χώρα μας έως και το 1966. Μια «εξωτική» χώρα για τους τότε Ευρωπαίους αλλά και για τους σημερινούς Έλληνες, που τα κατάλοιπά της τείνουν να αποτελέσουν πια μόνον αντικείμενο των ιστορικών.
Ο Lacarrière από την αρχή του βιβλίου του προτείνει μέσα από τη δική του θέαση στους συμπολίτες του που έχουν γαλουχηθεί με την κλασική παιδεία, η οποία φυσικά περιλαμβάνει την Αρχαία Ελλάδα, μια «απόδραση» από τα «ερείπια ενός πολιτισμού», για να παραφράσουμε το γνωστό τίτλο του βιβλίου του αρχαιολόγου Γιάννη Χαμηλάκη και μια γνωριμία με την τότε σύγχρονή του Ελλάδα. Μάλιστα γράφει στη σελίδα 15: «Εκείνη τη μέρα, μέσα στη δελφική νύχτα και τη σιγαλιά των βουνών όπου οι αντάρτες, σίγουρα, μας παραφύλαγαν ένιωσα να πεθαίνει μέσα μου μια Ελλάδα και να γεννιέται μια άλλη». Αυτή την Ελλάδα, με τα «Ξεπεζέματα σε ταβέρνες φιλόξενες κάτω από κληματαριές με απείραχτο καρπό ή ξερές καλαμποκιές, ενώ πασχίζεις με χειρονομίες να διηγηθείς το ταξίδι σου στον φορτηγατζή που σε πήρε μαζί του» (σελ. 20), θέλει να συστήσει ο συγγραφέας στους αναγνώστες του, από τότε που για πρώτη φορά βρέθηκε στη χώρα μας με αφορμή μια παράσταση των «Περσών» του Αισχύλου από το Αρχαίο Θέατρο της Σορβόννης, στην οποία συμμετείχε.
Στα 20 χρόνια της περιήγησής του στην Ελλάδα ο Lacarrière θα «ξαναδιαβάσει» την ιστορία του τόπου μέσα από τη σύγχρονη εικόνα του αλλά και μέσα από τα ματιά των ανθρώπων του και των φίλων του που θα συναναστραφεί στα ταξίδια του. Μετέωρα, Άθως, Κρήτη, Επίδαυρος, Μυκήνες, Αρκαδία, Βοιωτία και Φωκίδα, Σαλαμίνα, Πάτμος, Σέριφος, Αλλόνησος, Γιούρα, Κως, Νιος, Αμοργός, τα Ψαρά, στα οποία έζησε για μεγάλο διάστημα, Θεσσαλονίκη που τη συνδυάζει με το ρεμπέτικο και τη μουσική και τέλος η Κύπρος που δεν έχει προλάβει να τη δει, είναι τα περισσότερα από τα μέρη τα οποία επισκέφθηκε, δημιουργώντας μια γεωφυσική και πολιτισμική χαρτογράφηση που συνδέει τον τόπο και την ιστορία του με τους ανθρώπους. Στις σημειώσεις του για το πέρασμα από τον Κιθαιρώνα γράφει στη σελίδα 192: «Και αυτός ο βοσκός που κατά τύχη απάντησα κοντά στην κορυφή, είχε αναδυθεί απ’ ευθείας από μια σχεδόν μυθική εποχή με την φουστανέλλα του, τα πόδια φασκιωμένα μέσα σε άσπρες μάλλινες μπάντες, τα χιλιομπαλωμένα τσαρούχια του αλλά και με εκείνο το οστεώδες βαθύ πρόσωπο, μέσα στο οποίο φαίνονταν γραμμένες και ενσαρκωμένες όλες οι μυρωδιές, όλος ο κάματος και όλες οι τραχύτητες της γης, να ήταν ο ίδιος που μια μέρα, νομίζοντας ότι κάνει καλά, ξεκρέμασε από το δέντρο όπου χτυπιότανε μέσα στα σπάργανά του ένα μωρό που λεγόταν Οιδίποδας;»
Ο Lacarrière ως ταξιδευτής με πλοίο μας μαθαίνει τα βαπόρια «Μοσχάνθη, Έρση, Παντελής, Ιόνιον, Μαριλένα, Δέσποινα, Γλάρος, Ναυτίλος, Αικατερίνη, Άνδρος, Αγγελική, Έλλη, Ελλάς, Πίνδος» προγόνους της Ροδάνθης, της Ρομίλντας, της Δημτρούλας, της Παναγίας Τήνου και του «αειθαλή» Σκοπελίτη, «αυτά τα πεπαλαιωμένα και απτόητα σκάφη, πλέουσες κιβωτούς, περιφερόμενες Εξόδους, που μετέφεραν τότε από λιμάνι σε λιμάνι το νομαδικόν ήμισυ της Ελλάδας». Γιατί όπως αναφέρει χαρακτηριστικά με «σημάδεψαν περισσότερο κι από τα στεριανά ταξίδια μου με το λεωφορείο. Γιατί τα βαπόρια μεταφέρανε και μεταφέρουν μέσα τους τον ίδιο κόσμο των πελιδνών χωρικών, των αναιμικών γιαγιάδων, των κοιλαράδων παπάδων, των πουλερικών, των στρωμάτων και των μπόγων, αλλά σε μια πιο αχανή και αποκαλυπτική κλίμακα. Κάθε πράσινο λεωφορείο ήταν, σε μικρογραφία, η εικόνα ενός χωριού. Ενώ κάθε άσπρο βαπόρι ήταν η εικόνα ενός ολόκληρου νησιού». Μια ρεαλιστική και συνάμα συναισθηματική αποτύπωση μιας πτυχής της νησιωτικής Ελλάδας της εποχής.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, που οι κριτικές των αναγνωστών γράφουν ότι είναι προτιμότερο από τους τουριστικούς οδηγούς για να ταξιδέψει κάποιος και να περιηγηθεί στην Ελλάδα, ξεκαθαρίζει ότι «τα βιβλία και τα δοκίμια που δημοσίευσα είναι πάνω απ’ όλα η έκφρασή μου, όχι η αντικειμενική μελέτη ενός συγκεκριμένου χώρου μάθησης». Αυτό είναι που κάνει τα γραπτά του Lacarrière συναρπαστικά, ειδικά αυτά που αφορούν στην Ελλάδα. Σε αυτό που το κείμενο της Ίριδας Λυκουριώτη ταιριάζει με το δικό του, αφού είναι διάχυτη ευθέως ή εμμέσως εκπεφρασμένη, η αγωνία του για το πώς θα είναι αυτός ο τόπος τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτόν «Το Ελληνικό Καλοκαίρι» είναι ένας «Ίλιγγος της ελληνικής μνήμης, ένα συναίσθημα σαν να εξερεύνησα μια ημι-καταποντισμένη ήπειρο και να ’νιωσα, να δέχτηκα, την πεισματική επιβίωση της πάνω στα χείλια του ελληνικού λαού»…
ΥΓ. Τα έργα εκτός του εξωφύλλου του βιβλίου είναι από το εικαστικό αφιέρωμα στη μεγάλη θερινή έκθεση της ΙΑΝΟΣ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΧΝΗΣ, που εγκαινιάστηκε στον Ιανό στις 17/7/2013, και αντλεί την αφετηρία του από το βιβλίο «Το Ελληνικό Καλοκαίρι» του γνωστού γάλλου φιλέλληνα Jacques Lacarrière και οι φωτογραφίες από το βιβλίο και την έκθεση «Η Ελλάδα μέσα από τον φακό του Ζακ Λακαριέρ» που έγινε το 2008 στο Μουσείο Μπενάκη
Ονόματα καλλιτεχνών των πινάκων:
- Ειρήνη Ηλιοπούλου
- Ανδρέας Γεωργιάδης
- Κώστας Παππάς
- Σοφία Δατσέρη
- Βιργινία Φιλιππούση