Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών επιστρέφει στο σπίτι της. Στις 9 Οκτωβρίου, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, ανοίγει η αυλαία της νέας, πολλά υποσχόμενης καλλιτεχνικής περιόδου κατά την οποία κορυφώνεται η ιδέα Ήρωες (Χθες, σήμερα, αύριο…), που αντλεί από τα 200 χρόνια Ελευθερίας. Η βραδιά ανοίγει με την ορμητική Εισαγωγή Για την Ονομαστική Εορτή, ένα από τα λιγότερο διαδεδομένα έργα του. Συνεχίζει, με το ιδιαίτερα δημοφιλές Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκυ, με τις σολιστικές προκλήσεις του οποίου αναμετράται ο εκφραστικός Τριαντάφυλλος Λιώτης. Η συναυλία ολοκληρώνεται με την υψηλών συμβολισμών, ιδίως τώρα, Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν, ένα πνευματικό ταξίδι από το σκοτάδι στο Φως. Στο πόντιουμ, ο πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Στέφανος Τσιαλής.
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ:
ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770–1827)
Για την ονομαστική εορτή, Εισαγωγή έργο 115
ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΥ (1840–1893)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 1 σε σι ύφεση ελάσσονα, έργο 23
ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770–1827)
Συμφωνία αρ. 5 σε ντο ελάσσονα, έργο 67
ΣΟΛΙΣΤ
Τριαντάφυλλος Λιώτης, πιάνο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Στέφανος Τσιαλής
ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ...
ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)
Για την ονομαστική εορτή, Εισαγωγή έργο 115, Εισαγωγή
Ως ένθερμος θαυμαστής της ποίησης του Φρήντριχ Σίλερ, ο Μπετόβεν είχε αρχίσει να σχεδιάζει μία μελοποίηση της Ωδής στη Χαρά ήδη από τα χρόνια 1811-1812. Αυτή η μελοποίηση, όπως είναι ευρέως γνωστό, έμελλε να υλοποιηθεί τελικά στο φινάλε της περίφημης Ενάτης Συμφωνίας αρκετά χρόνια αργότερα (1824). Ωστόσο, τα πρωταρχικά αυτά σχεδιάσματα του συνθέτη αποτέλεσαν πρόσφορο υλικό για τη σύνθεση μίας ορχηστρικής Εισαγωγής που έλαβε χώρα στα 1814, αν και οι πρώτες σκέψεις του συνθέτη για αυτή αποτυπώθηκαν στα μουσικά του σημειωματάρια ήδη από το 1809. Ο ίδιος ο συνθέτης, στη χειρόγραφη παρτιτούρα του έργου το χαρακτήρισε ως «εισαγωγή για κάθε περίσταση ή για συναυλιακή χρήση»· αφορμή της σύνθεσής της ήταν ο εορτασμός της ονομαστικής εορτής (4 Οκτωβρίου) του αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκου Α’. Παρόλα αυτά, η σύνθεση δεν ολοκληρώθηκε εγκαίρως για τον εορτασμό και η πρώτη της εκτέλεση δόθηκε τα Χριστούγεννα του 1815 στο πλαίσιο φιλανθρωπικής συναυλίας στη Βιέννη. Η Εισαγωγή αφιερώθηκε στον Πολωνό πρίγκιπα Άντονι Ρατζιβίγ, προστάτη των τεχνών και ερασιτέχνη συνθέτη.
Η Εισαγωγή «για την ονομαστική εορτή», όπως είναι γνωστή, δεν κατόρθωσε ποτέ να κατακτήσει μία θέση ανάμεσα στα δημοφιλή αριστουργήματα του μεγάλου Γερμανού κλασικού. Ο πανηγυρικός, χαρμόσυνος χαρακτήρας της, παρόλο που υπηρετείται από μία πληθωρική ενορχήστρωση, είναι μάλλον επιδερμικός, χωρίς το αναμενόμενο δραματικό βάθος που αποτελεί σήμα κατατεθέν του μπετοβενικού έργου. Τόσο στη σύντομη αργή εισαγωγή όσο και στο κυρίως γρήγορο τμήμα που ακολουθεί, τα κόρνα βρίσκονται ουκ ολίγες στιγμές στο προσκήνιο με τον λαμπερό και μεγαλοπρεπή ήχο τους. Η εορταστική διάθεση που κυριαρχεί γενικά, σκιάζεται μόνο προσωρινά από την απρόσμενη «παρεμβολή» επίμονων διαφωνιών, ιδιαζόντως αιχμηρών για τα στιλιστικά δεδομένα της εποχής.
ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΥ (1840 – 1893)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.1 σε σι ύφεση ελάσσονα, έργο 23
Allegro non troppo e molto maestoso – Allegro con spirito
Andantino semplice – Prestissimo – Tempo I
Allegro con fuoco
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1874, ο Τσαϊκόφσκυ, επισκέφτηκε τον φίλο του Νικολάι Ρουμπινστάιν (σημαντικό πιανίστα, συνθέτη και ιδρυτή του Ωδείου της Μόσχας), προκειμένου να ζητήσει τη γνώμη του για το μόλις γραμμένο Κοντσέρτο του για πιάνο, το οποίο ήθελε να του αφιερώσει. Ο Ρουμπινστάιν το αποδοκίμασε με άκρως αρνητικούς χαρακτηρισμούς και ο Τσαϊκόφσκυ, μη θέλοντας να αλλάξει κάτι στο έργο, το έστειλε κατόπιν στον μεγάλο πιανίστα και αρχιμουσικό Χανς φον Μπύλοφ, ο οποίος εξαρχής διείδε σε αυτό «πρωτοτυπία, δύναμη, μεγαλείο και ωριμότητα». Έτσι, έγινε ο αποδέκτης της σχετικής αφιέρωσης από το συνθέτη και παράλληλα είχε την τιμή της πρώτης του εκτέλεσης, η οποία έλαβε χώρα στις 25 Οκτωβρίου 1875 στη Βοστόνη (υπό τη διεύθυνση του Μπέντζαμιν Τζόνσον Λανγκ) κατά τη διάρκεια περιοδείας του στην Αμερική. Αυτή υπήρξε η αρχή της πορείας ενός Κοντσέρτου, που μέχρι σήμερα έχει αγαπηθεί, ερμηνευθεί και ηχογραφηθεί όσο ελάχιστα έργα στην ιστορία.
Πάντως για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί, ότι λίγο αργότερα ο Νικολάι Ρουμπινστάιν αναθεώρησε έμπρακτα τις αρχικές του απόψεις γινόμενος ένας από τους πρώτους πιανίστες που το ενέταξαν στο ρεπερτόριό τους αλλά και διδάσκοντάς το σε λαμπρούς μαθητές του. Τελικά η φιλία του πιανίστα με τον συνθέτη ξεπέρασε την πρόσκαιρη σκιά πλήρως, με επιστέγασμα την απόφαση του Τσαϊκόφσκυ να αφιερώσει το επόμενο κοντσέρτο του για πιάνο στον Ρουμπινστάιν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την σπουδαία ερμηνεία του στο Πρώτο.
Για τους πιανίστες το Κοντσέρτο αποτελεί διαχρονικά μία ύψιστη δεξιοτεχνική πρόκληση· ο Τσαϊκόφσκυ δεν υπήρξε βαθύς γνώστης του πιάνου και ίσως γι’ αυτό το έργο βρίθει περασμάτων εξόχως «άβολων» πλην αφάνταστα λαμπερών και ισχυρών. Από την άλλη, οι μοναδικά λυρικές μελωδίες του απαιτούν μία απόλυτη ηχητική ευαισθησία στην προσέγγισή τους.
Η εισαγωγή του πρώτου μέρους αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα σημεία όλου του έργου, με το πιάνο αρχικά να συνοδεύει δυναμικά τη διάσημη μελωδία της ορχήστρας και στη συνέχεια να εκθέτει μία δεξιοτεχνική καντέντσα. Μετά την επανεμφάνιση της αρχικής μελωδίας εκτυλίσσεται μία τυπική φόρμα σονάτας κοντσέρτου, το κύριο θέμα της οποίας έλκει την καταγωγή του από μία λαϊκή μελωδία, που ο Τσαϊκόφσκυ είχε ακούσει να τραγουδά ένας τυφλός επαίτης στον δρόμο. Μετά από την παρουσίαση (από το κλαρινέτο) του δεύτερου θέματος και την ανάπτυξή του, ακολουθεί μία συγκλονιστική αντιπαράθεση πιάνου και ορχήστρας στην ενότητα της επεξεργασίας και η επανέκθεση του θεματικού υλικού με την αναμενόμενη προσθήκη μίας δεξιοτεχνικότατης και εκτενούς καντέντσας.
Το δεύτερο μέρος ανοίγει -και ολοκληρώνεται- με μία αιθέρια μουσική ενότητα. Σε πλήρη αντίθεση, το γρήγορο μεσαίο τμήμα έχει το χαρακτήρα ενός δυναμικού σκέρτσου. Η βασική του μελωδία προέρχεται από το γαλλικό τραγούδι «Il faut s’amuser, danser et rire” («Κανείς πρέπει να διασκεδάζει χορεύοντας και γελώντας»). Το φινάλε, που αναθεωρήθηκε από τον συνθέτη το 1889, πρόκειται για ένα χορευτικό μέρος όλο φρεσκάδα και ενεργητικότητα, με το κύριο θέμα του να βασίζεται σε παραδοσιακό τραγούδι της Ουκρανίας.
ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770-1827)
Συμφωνία αρ. 5 σε ντο ελάσσονα, έργο 67
1. Allegro con brio
2. Andante con moto
3. Allegro
4. Allegro
Το να γράψει κανείς (και μάλιστα στο τόσο ασφυκτικό πλαίσιο ενός προγράμματος συναυλίας) για ένα από τα πιο διάσημα και δημοφιλή έργα σε ολόκληρο το ρεπερτόριο της κλασικής μουσικής είναι αναμφισβήτητα δύσκολο. Και η δυσκολία αυτή δύναται να επεκταθεί και στον εκάστοτε ακροατή, αφού ο μεγάλος βαθμός εξοικείωσης με το συγκεκριμένο έργο εύκολα μετατρέπεται σε τροχοπέδη για τη σε βάθος εκτίμηση ενός από τα μέγιστα αριστουργήματα της παγκόσμιας Τέχνης. Ίσως η μόνη λύση έγκειται στην προσπάθεια να ακούει κανείς με τη μέγιστη δυνατή φρεσκάδα και νοητά να μεταφέρεται κάθε φορά στο ακροατήριο της συναυλίας της 22ας Δεκεμβρίου 1808 στη Βιέννη, όπου και πρωτοπαρουσιάστηκε η Πέμπτη Συμφωνία. Το κολοσσιαίο πρόγραμμα εκείνης της βραδιάς περιελάμβανε εκτός από την Πέμπτη Συμφωνία και αρκετά άλλα έργα του Μπετόβεν, όπως την Έκτη Συμφωνία, το Τέταρτο Κοντσέρτο για πιάνο, την Άρια κοντσέρτου «Ah! Perfido» και τη Φαντασία για πιάνο, ορχήστρα και χορωδία. Η Πέμπτη Συμφωνία εξέπληξε το κοινό με τη δύναμη του οράματός της, για τον θρίαμβο πάνω στην ανθρώπινη τραγικότητα. Αυτό αντιπροσωπεύει η πορεία της συμφωνίας από την ηρωική και δραματική τονικότητα της ντο ελάσσονας προς τη θριαμβευτική ντο μείζονα, την εσωτερική πορεία του πνεύματος από το σκοτάδι στο Φως. Και μία τέτοια πορεία δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί καλύτερα παρά μόνο με την ενόργανη μουσική, τη δύναμη της οποίας, ως του πλέον ιδεώδους μέσου για την έκφραση του Πνεύματος (Geist) πέραν από τα πεπερασμένα όρια της γλώσσας, ύμνησε ο γερμανικός Ιδεαλισμός και ιδίως ο κορυφαίος εκπρόσωπός του και αγαπημένος φιλόσοφος του Μπετόβεν, Ιμμάνουελ Καντ.
Το πρώτο μέρος της συμφωνίας, γραμμένο σε μία κλασική φόρμα σονάτας, ανοίγει με τη διπλή παράθεση του πασίγνωστου μοτίβου τεσσάρων νοτών, τριών γρήγορων και μιας μακράς. Το μοτίβο αυτό πέραν της ιδιαίτερης δραματικής του έντασης συνιστά και ενοποιητικό μορφολογικά στοιχείο όλης της συμφωνίας, καθότι αφενός αποτελεί το θεματικό πυρήνα του πρώτου μέρους και αφετέρου επανεμφανίζεται σε συγκεκριμένα σημεία σε όλα τα υπόλοιπα μέρη. Η φιλολογία γύρω από το νόημα του μοτίβου αυτού είναι κυριολεκτικά ανεξάντλητη. Η άποψη, ότι κατά τον ίδιο τον Μπετόβεν αυτό συμβόλιζε το «χτύπημα της Μοίρας στην πόρτα», αποδίδεται στον πρώιμο βιογράφο του Άντον Σίντλερ αλλά, παρά την εύλογη γοητεία της, είναι άκρως αμφισβητήσιμη. Ο μαθητής του Μπετόβεν, Καρλ Τσέρνυ ισχυρίστηκε πως ο δάσκαλός του εμπνεύστηκε από το κελάηδημα ενός πουλιού, που άκουγε στους περιπάτους του στο πάρκο Πράτερ της Βιέννης. Όποια και να είναι η αλήθεια, αυτό που έχει σημασία είναι πως το εν λόγω μοτίβο έγινε τόσο διάσημο και εμβληματικό, που έφτασε ακόμα και να χρησιμοποιηθεί από το BBC ως σήμα στα δελτία ειδήσεων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με το σκεπτικό ότι ο ρυθμός του κατά τον κώδικα Μορς αντιστοιχεί στο λατινικό γράμμα «V» (∙ ∙ ∙ ─), που είναι το αρχικό της λέξης «victory» (=νίκη).
Η έκθεση του πρώτου μέρους συνεχίζεται με επάλληλες μιμήσεις του μοτίβου, τόσο πυκνές, που φαινομενικά οικοδομούν μία ενιαία μελωδική γραμμή. Το δεύτερο θέμα εμφανίζεται κατόπιν, σαφώς πιο ήπιο και λυρικό, ενώ το μοτίβο αναλαμβάνει συνοδευτικό ρόλο στα έγχορδα. Η έντονα μετατροπική ενότητα της επεξεργασίας βασίζεται πάντα στις ευφάνταστες ακολουθίες και μιμήσεις του μοτίβου. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ένα αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα σόλο του όμποε στην επανέκθεση, πριν την εντυπωσιακή κατάληξη (coda) του μέρους.
Η δομή του δεύτερου μέρους είναι ουσιαστικά μία σειρά παραλλαγών πάνω σε δύο αντιθετικά θέματα. Το πρώτο, που εκτίθεται από τις βιόλες και τα βιολοντσέλα, είναι τρυφερό και λυρικό, ενώ το δεύτερο, που ακούγεται από τα κόρνα και τις τρομπέτες είναι αρρενωπό και ηρωικό. Οι ακολουθούσες παραλλαγές οικοδομούν ένα μέρος, όπου η γλυκύτητα και η μεγαλοπρέπεια εναλλάσσονται αρμονικά.
Το τρίτο μέρος της συμφωνίας είναι γραμμένο σε τριμερή μορφή, αποτελούμενο από ένα σκέρτσο και ένα τρίο. Η τριμερής δομή προκύπτει από την αυτούσια επανάληψη του σκέρτσο μετά το τρίο. Εδώ ο Μπετόβεν αποτίει φόρο τιμής στον Μότσαρτ, καθότι το αρχικό του θέμα ακολουθεί την ίδια ακριβώς τονική ακολουθία (αν και σε διαφορετική κλίμακα) με το θέμα, που ανοίγει το φινάλε της διάσημης συμφωνίας αρ.40 του Μότσαρτ σε σολ ελάσσονα.
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος ακολουθεί χωρίς διακοπή. Παρά τη γενικά τυπική χρήση της φόρμας σονάτας, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση θεματικού υλικού από το προηγούμενο σκέρτσο κατά το τέλος της ανάπτυξης και την έναρξη της επανέκθεσης, τεχνική που είχε χρησιμοποιήσει ο Χάυντν από το 1772 στην συμφωνία του αρ.46. Η μεγάλων διαστάσεων coda του μέρους καταλήγει σε μία συγκλονιστική κορύφωση, κατά την οποία η ρυθμική αγωγή επιταχύνεται (Presto) και η τονικότητα της ντο μείζονας δεσπόζει με πρωτοφανή ένταση και έκταση.
Η Πέμπτη αποτελεί ένα αρχετυπικό αριστούργημα δομικής ενότητας. Η αρχιτεκτονικής ακρίβειας γραφή του Μπετόβεν αγγίζει μία από τις υψηλότερες κορυφές της δημιουργώντας ένα ενιαίο έργο, κάθε μέρος του οποίου αποτελεί σταθμό μίας ακλόνητης πορείας. Ο μεγάλος Γερμανός συνθέτης Ρόμπερτ Σούμαν ύμνησε την Πέμπτη γράφοντας ότι παρόλο που ακούγεται τόσο συχνά, «πάντα ασκεί μία δύναμη πέραν του χρόνου, σαν τα μεγάλα φυσικά φαινόμενα που, όσο συχνά και αν επαναλαμβάνονται, μας γεμίζουν με δέος και θαυμασμό. Η συμφωνία αυτή θα υπάρχει στο διηνεκές, όσο θα υπάρχει ο κόσμος και η μουσική»…
Θα προηγηθεί στις 19:45 εισαγωγική ομιλία για τους κατόχους εισιτηρίων.
Τιμές εισιτηρίων: 25€, 20€, 15€ και 8€ (εκπτωτικό)