Ότι ο Νικολά Σαρκοζί είναι «λίγο Έλληνας»- από τη σαλονικιώτικη καταγωγή του παππού του-μας το είχε πει ο ίδιος. Άραγε αυτό το «λίγο» ελληνικό αίμα του τον ώθησε στη διαφθορά και στην καταδικαστική απόφαση που του έπεσε στο κεφάλι;
Το 2008 ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας είχε εντυπωσιάσει τους «λίγο» ομοεθνείς του Έλληνες διακηρύσσοντας στη Βουλή τους: « Ελλάς - Γαλλία Νέα συμμαχία».
Αλλά το 2011στις Κάννες, την έπεσε αγοραία στον πρωθυπουργό τους Γιώργο Παπανδρέου: επειδή ήθελε να κάνει - στα ξεκούδουνα εδώ που τα λέμε- Δημοψήφισμα για το δεύτερο Μνημόνιο . Ο Παπανδρέου.
Αυτός ο «λίγο Έλληνας» δεν έχει πλέον δρόμο επιστροφής στις ράγες μιας νέας υποψηφιότητας. Τρία χρονάκια ,πρωτοδίκως- για υπόθεση εξαγοράς δικαστή-και τρεις ακόμη δικαστικές εκκρεμότητες που σέρνει πίσω του, τον αποστρατεύουν στα 65 του.
Μάλιστα μια από τις κατηγορίες που εκκρεμούν κουμπώνει «λίγο» και τα δικά μας: αφορά υπόνοιες ότι τα έπιανε από μακαρίτη Μουαμάρ Καντάφι. Ένα είδος διακρατικών σχέσεων που κυκλοφορούσε κατά διαστήματα και πάνω από τον αττικό ουρανό.
Ο Σαρκοζί είναι ο δεύτερος ένοικος των Ιλισίων που κάθησε στο σκαμνί για διαφθορά, τα τελευταία χρόνια. Η Γαλλική Δικαιοσύνη δεν παίζει. Γιατί δεν παίζει η Γαλλική Δημοκρατία.
Η έννοια της απονομής δικαίου στη Γαλλία πέρασε από τρικυμίες και φουρτούνες , ακολουθώντας τις καθεστωτικές μεταβολές των τελευταίων αιώνων.
Αλλά από την εποχή του Ροβεσπιέρου, που δεν χρειαζόταν μάρτυρες για μια καταδίκη, το ίζημα που κόλλησε στα τοιχώματα Ε΄ Γαλλικής Δημοκρατίας του Ντεγκόλ, δεν κάνει διακρίσεις σε κοινούς θνητούς και τιτλούχους , ακόμη και του πιο μεγάλου αξιώματος.
Υπάρχει μάλιστα και ως εν στάλαγμα στη συνείδηση των δημοσίων ανδρών: σχεδόν πριν από τρείς δεκαετίες ο πρωθυπουργός Πιερ Μπερακοβουά, διάλεξε την αυτοκτονία από τη ντροπή ότι θα δικαστεί για μια οικονομική συναλλαγή με επιχειρηματία, που στην Ελλάδα θα περνούσε ως σχεδόν φυσιολογική διευκόλυνση .
Στο Παρίσι η σχέση της πολιτικής τάξης με τη Δικαιοσύνη είναι υγιής : αν ένας πολιτικός παραπέμπεται από την εισαγγελία, αντιμετωπίζει τον φυσικό δικαστή του-και όχι τον πολιτικό του αντίπαλο που ντύνεται ανακριτής στο Κοινοβούλιο. Καλείται να υπερασπίσει τον εαυτό του σαν τους λοιπούς πολίτες..
Εάν απαλλαγεί δεν τρέχει τίποτε και το πολιτικό σύστημα τον ξαναδέχεται. Αλλά και αν κριθεί ένοχος μπορεί να επιστρέψει στη δημόσια σκηνή αφού εκτίσει την ποινή του. Θα έχει κλείσει τους λογαριασμούς του με την Πολιτεία.
Στην Αθήνα οι πολιτικοί παθαίνουν λήσταρχο Νταβέλη: με το που θα κατηγορηθούν, οχυρώνονται στο λημέρι του κόμματος, ως θύματα «ποινικοποίησης το δημοσίου βίου».
Ότι έχουν μια δίωξη στην πλάτη δεν τους εμποδίζει να ανακοινώνουν πως θα είναι υποψήφιοι αρχηγοί στο κόμμα τους.
Στην Ελλάδα της Ζήμενς , της Νοβάρτις και των δικονομικών διαδρόμων που οδηγούν σε πανομοιότυπα απαλλακτικά βουλεύματα - τα νέα από το Παρίσι είναι σαν να έρχονται από άλλο πλανήτη.
Θα πάρει χρόνια για να φτάσει στους «πολύ Έλληνες» πολιτικούς ότι συνέβη στον έναν «λίγο Έλληνα» στη Γαλλία.