Στην καρδιά νέων κρουσμάτων κορονοϊού βρίσκεται η Μεγάλη Βρετανία και δεν αποκλείεται μία νέα μετάλλαξη να είναι η αιτία. Ακόμη δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς συμβαίνει.
Η Βρετανία έσπευσε να ανοίξει νωρίτερα την οικονομία της από άλλες χώρες, αίροντας εντελώς τους περιορισμούς ενάντια στην εξάπλωση του κορονοϊού, αλλά τις τελευταίες ημέρες καταγράφει τους υψηλότερους ημερήσιους αριθμούς κρουσμάτων από τα μέσα Ιουλίου.
Η Βρετανία επίσης έχει καθυστερήσει στη χορήγηση εμβολίων στους εφήβους με δεδομένο ότι τα παιδιά είναι λιγότερο πιθανό να αρρωστήσουν σοβαρά. Ωστόσο η εξάπλωση της Covid-19 μεταξύ των παιδιών έως 17 ετών ενισχύεται σύμφωνα με έρευνα του Imperial College London, καθώς ο ρυθμός αναπαραγωγής (το γνωστό πλέον R) έχει ανέλθει στο 1.18 σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, άρα σε κάθε 10 παιδιά που μολύνονται ο κορονοϊός μεταδίδεται σε άλλα 12.
Το στέλεχος Δέλτα plus που περιλαμβάνει τη μετάλλαξη Κ417Ν που είχε προκαλέσει ανησυχία όταν είχε εντοπιστεί και στην παραλλαγή Βήτα (της Νότιας Αφρικής), επειδή συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο επαναμόλυνσης, εξετάζεται αν είναι υπεύθυνο για το νέο κύμα κορονοϊού στη χώρα.
Στα τέλη Ιουνίου ερευνητές στη Βρετανία δήλωσαν ότι δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία που να δείχνουν ότι η πρόσθετη μετάλλαξη είναι περισσότερο ανησυχητική. Γερμανική έρευνα πριν μερικές ημέρες έδειξε ότι ενώ τόσο η Δέλτα όσο και η Δέλτα plus επηρεάζουν τα κύτταρα των πνευμόνων περισσότερο από το αρχικό στέλεχος.
«Αυτή τη στιγμή η Βρετανία έχει μεγαλύτερη εξάπλωση του κορoνοϊού από τις περισσότερες συγκρίσιμες με αυτήν χώρες, κι αυτό δεν φαίνεται μόνο από τα θετικά τεστ αλλά και από τις εισαγωγές στα νοσοκομεία και τους θανάτους», δήλωσε την περασμένη Παρασκευή ο Τζιμ Νέισμιθ, καθηγητής στην Οξφόρδη.
Ο πρώην επικεφαλής του αμερικανικού FDA Scott Gottlieb κάνει έκκληση για «επείγουσα έρευνα» της Δέλτα plus.
«Χρειαζόμαστε επείγουσα έρευνα για να βρούμε αν αυτή η Δέλτα plus είναι πιο μεταδοτική, μπορεί μερικώς να διαφεύγει», έγραψε στο Twitter.
«Δεν υπάρχει ξεκάθαρη ένδειξη ότι είναι ιδιαίτερα πιο μεταδοτική, αλλά πρέπει να εργαστούμε ώστε να χαρακτηρίσουμε πιο γρήγορα αυτή και άλλες νέες μεταλλάξεις. Εχουμε τα εργαλεία».
Όπως επισημαίνουν οι Financial Times, η AY.4.2 αναγνωρίστηκε μόλις πρόσφατα από ιολόγους που παρακολουθούν τη γενετική εξέλιξη της Δέλτα αλλά ήδη αντιστοιχεί στο 10% των κρουσμάτων στη Μεγάλη Βρετανία. Ο επιπολασμός της αυξάνει ταχύτατα, αν και όχι τόσο γρήγορα όσο η αρχική μετάλλαξη Δέλτα, που έφτασε στο νησί από την Ινδία νωρίτερα φέτος.
Δύο ειδικοί, ο Jeffrey Barrett και ο Francois Balloux, λένε ότι η AY.4.2 μοιάζει να είναι 10-15% πιο μεταδοτική από την αρχική μετάλλαξη που έχει κυριαρχήσει στον κόσμο.
Αν τα αρχικά στοιχεία επιβεβαιωθούν, η AY.4.2 ίσως είναι η πιο μεταδοτική μετάλλαξη κορονοϊού από την αρχή της πανδημίας, επισημαίνει ο Balloux. «Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί σε αυτό το στάδιο», συμπλήρωσε. «Η Βρετανία είναι η μόνη χώρα στην οποία κινήθηκε έτσι και ακόμα δεν μπορώ να πω αν η αύξησή της είναι ένα τυχαίο δημογραφικό γεγονός».
Η AY.4.2 «είναι πιθανό να αναβαθμιστεί σε ‘μετάλλαξη υπό έρευνα’», συμπλήρωσε, και αν αυτό γίνει, ο ΠΟΥ θα της δώσει όνομα από ένα γράμμα του ελληνικού αλφάβητου, με βάση το σύστημα ονοματοδοσίας του.
Κάποιοι σχολιαστές στις ΗΠΑ συνδέουν την ανάδυση της μετάλλαξης αυτής με τα πολύ υψηλά επίπεδα κρουσμάτων και θανάτων στη Μεγάλη Βρετανία, πολύ πάνω από αυτά που καταγράφονται στη Δυτική Ευρώπη.
H AY.4.2 είναι μία από τις 45 που κατάγονται από τη Δέλτα και έχουν καταγραφεί ανά τον κόσμο. Εχει δύο χαρακτηριστικές μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη-ακίδα με την οποία ο ιός μολύνει ανθρώπινα κύτταρα, την Y145H και την A222V. Αμφότερες έχουν καταγραφεί σε προηγούμενες μεταλλάξεις, αν και όχι στις λεγόμενες «μεταλλάξεις ενδιαφέροντος, σύμφωνα με τον Balloux, και δεν είναι ξεκάθαρο γιατί μπορεί να κάνουν τη Δέλτα πιο μεταδοτική.
Ο Ravi Gupta, καθηγητής κλινικής μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο Cambridge, τόνισε ότι είναι δύσκολο να προβλέψεις τον αντίκτυπο επιμέρους μεταλλάξεων στη συμπεριφορά του ιού, γιατί επηρεάζουν το σχήμα και τη συμπεριφορά της πρωτεΐνης-ακίδας με τρόπο που οι επιστήμονες δεν καταλαβαίνουν ακόμα. «Δεν ξέρουμε πραγματικά πώς η ίδια η Δέλτα πετυχαίνει τόσο υψηλή μολυσματικότητα», τόνισε.