Η καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί τη πιο συχνή αιτία θανάτου στις αναπτυγμένες χώρες και ιδιαίτερα σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη . O σακχαρώδης διαβήτης είναι ένα τεράστιο, συνεχώς αυξανόμενο πρόβλημα της παγκόσμιας υγείας, που αριθμεί εκατομμύρια ασθενών τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες και εκτιμάται ότι μέχρι το 2035 ο αριθμός των διαβητικών ασθενών στον πλανήτη θα φτάσει τα 592 εκατομμύρια. Τυχαιοποιημένες πολυκεντρικές μελέτες έδειξαν ότι οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη διατρέχουν μεγαλύτερο καρδιαγγειακό κίνδυνο σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό, γεγονός που αποδίδεται στην πρώιμη αθηροσκλήρωση.
Η δυσλιπιδαιμία είναι αρκετά συχνή στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη , με το 72-85% των ασθενών να παρουσιάζουν διαταραχή του λιπιδαιμικού τους προφίλ. Oι ασθενείς αυτοί παρουσιάζουν ένα συγκεκριμένο προφίλ δυσλιπιδαιμίας το οποίο χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων, φυσιολογικά ή ηπίως αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης με χαμηλή πυκνότητα λιποπρωτεϊνών (LDL-C) με πολύ αυξημένη όμως συγκέντρωση των μικρών πυκνών μορίων (sdLDL-C) και χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης με υψηλή πυκνότητα λιποπρωτεϊνών (HDL-C). O ακριβής παθογενετικός μηχανισμός της διαβητικής δυσλιπιδαιμίας δεν είναι μέχρι σήμερα γνωστός, όμως είναι κοινώς αποδεκτό πως η αντίσταση στην ινσουλίνη διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στην ανάπτυξη των παραπάνω διαταραχών. Ο καρδιαγγειακός κίνδυνος στον διαβήτη είναι πολυπαραγοντικός, με συχνά να συνυπάρχουν η παχυσαρκία, η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία. Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι μεγάλο μέρος του αυξημένου ποσοστού καρδιαγγειακής νόσου στους διαβητικούς ασθενείς οφείλεται στην ανεπαρκή θεραπεία της δυσλιπιδιαμίας και της αρτηριακής πίεσης. Η γρήγορη διάγνωση της δυσλιπιδαιμίας στους ασθενείς αυτούς και η άμεση έναρξη θεραπείας μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών αυτών. Ιδιαίτερα σε ασθενείς με διαβήτη τύπου ΙΙ και υψηλή αντίσταση στην ινσουλίνη λόγω παχυσαρκίας ή γενετικών διαταραχών , που ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι πάρα πολύ υψηλός.
Μελέτες έχουν δείξει ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ διπλασιάζει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και μειώνει το προσδόκιμο επιβίωσης 4-6 έτη. Ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου και προσβολή οργάνων στόχων θεωρούνται πολύ υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου ασθενείς και έχει φανεί ότι ισοδυναμεί με παρουσία εγκατεστημένης καρδιαγγειακής νόσου. Οι υπόλοιποι θεωρούνται υψηλού καρδιαγγειακού υψηλού κινδύνου , με εξαίρεση τους ασθενείς με μικρό χρόνο νόσησης από σακχαρώδη διαβήτη (<10 έτη ), απουσία προσβολής οργάνων στόχων και απουσία άλλου παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου , οι οποίοι θεωρούνται μετρίου καρδιαγγειακού κινδύνου.
Ο στόχος της υπολιπιδαιμικής θεραπείας καθορίζεται βάση της του καρδιαγγειακού κινδύνου του ασθενούς . Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και πολύ υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο ( παρουσία καρδιαγγειακής νόσου ή / και σοβαρή προσβολή οργάνων στόχων) θα πρέπει να λάβουν υπολιπιδιαμική αγωγή με στόχο τη μείωση της LDL>50% και LDL< 55mg/dl. Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και υψηλό καρδιαγγειακό θα πρέπει να λάβουν υπολιπιδιαμική αγωγή με στόχο τη μείωση της LDL>50% και LDL< 70 mg/dl. Oι στατίνες εξακολουθούν να θεωρούνται φάρμακο εκλογής για τη μείωση της LDL-C και την παροχή καρδιοπροστασίας και στους διαβητικούς ασθενείς. Σε ασθενείς που δεν επιτυγχάνονται οι θεραπευτικοί στόχοι μπορεί να γίνει προσθήκη εζετιμίμπης στο θεραπευτικό σχήμα.
Αν οι ασθενείς δεν επιτύχουν το θεραπευτικό στόχο με το παραπάνω θεραπευτικό σχήμα μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα μονοκλωνικά αντισώμάτα κατὰ της PCSK9. Πέρα από τη φαρμακευτική αγωγή οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη οφείλουν να αλλάξουν τον τρόπο ζωής και τις διαιτητικές τους συνήθειες. Η διακοπή του καπνίσματος μπορεί να συμβάλλει σε άμεση μείωση των επιπέδων της LDL-C των διαβητικών ασθενών και κατ’ επέκταση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Η αύξηση επίσης της φυσικής δραστηριότητας μπορεί να συμβάλει στην απώλεια και διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να βελτιώνει την ινσουλινοευαισθησία και τα επίπεδα της HDL-C. Σημαντική ρόλο διαδραματίζουν και οι διαιτητικές συνήθειες και πιο συγκεκριμένα η ελάττωση των προσλαμβανόμενων κορεσμένων, trans-ακόρεστων λιπαρών οξέων και χοληστερόλης και η αύξηση των προσλαμβανόμενων φυτικών ινών και ω-3 λιπαρών οξέων.
Τόσο η αλλαγή του τρόπου ζωής όσο και η κατάλληλη υπολιπιδαιμική φαρμακευτική αγωγή μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη . Σημαντική είναι όμως επίσης και η ταυτόχρονη επιτυχής αντιμετώπιση και άλλων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου που συχνά συνυπάρχουν με τη διαβητική δυσλιπιδαιμία, όπως η υπέρταση και η παχυσαρκία, που θα συμβάλλει στη μεγιστοποίηση του κλινικού όφελος από την κατάλληλη υπολιπιδαιμική αγωγή.