Η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι η πιο συχνή και πιο αντιπροσωπευτική μορφή αυτοάνοσης φλεγμονώδους αρθρίτιδας. Πρόκειται για ένα χρόνιο (δυστυχώς αν εμφανισθεί, θα επιμείνει για χρόνια, πολύ πιθανά για όλη τη ζωή του ασθενούς), συστημικό (ενδεχομένως να προσβάλει, εκτός των αρθρώσεων, διάφορα όργανα του σώματος πχ τον πνεύμονα), φλεγμονώδες, αυτοάνοσο (η βλάβη οφείλεται σε φλεγμονή που προκαλείται από μηχανισμούς άμυνας του ίδιου του οργανισμού) νόσημα.
Προσβάλει περίπου το 0.5-1% του γενικού πληθυσμού και πιο συχνά γυναίκες, ηλικίας 30-50 ετών συνήθως. Η βασική προσβολή αφορά αρθρίτιδα, δηλαδή φλεγμονή σε περισσότερες από μια αρθρώσεις, με πόνο, οίδημα, δυσκινησία, θερμότητα. Χαρακτηριστικό αποτελεί η πρωινή επιδείνωση και δυσκαμψία των αρθρώσεων που έχουν προσβληθεί.
Η διάγνωση είναι κυρίως κλινική, με βάση το ιστορικό και την εικόνα, χρήσιμος όμως είναι και ο παρακλινικός έλεγχος. Στις αιματολογικές εξετάσεις φαίνεται συχνά η παρουσία της φλεγμονής (αύξηση ΤΚΕ και CRP και ίσως αναιμία ή αύξηση αιμοπεταλίων), στον ανοσολογικό έλεγχο υπάρχει συχνά (ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΠΑΝΤΑ) παρουσία RF ή/και anti-CCP, ενώ στον υπερηχογραφικό έλεγχο επιβεβαιώνεται η παρουσία υγρού και φλεγμονής στην πάσχουσα άρθρωση. Οι θεραπευτικές επιλογές είναι πλέον πολλές, η έναρξη πάντως της αντιμετώπισης πρέπει να γίνεται ακόμη και σήμερα με μεθοτρεξάτη ή ανάλογο φάρμακο (csDMARD). Πρόκειται για ένα γνωστό από χρόνια στους ρευματολόγους φάρμακο και χαρακτηρίζεται από πολύ καλό προφίλ ασφάλειας / αποτελεσματικότητας. Για πιο ταχεία ανακούφιση από έντονα συμπτώματα συνιστάται στην αρχή η συγχορήγηση μικρών δόσεων γλυκοκορτικοειδών (κορτιζόνη) για όσο το δυνατό όμως μικρότερο διάστημα (3-6 μήνες).
Σε ασθενείς όπου η χορήγηση φαρμάκων 1ης γραμμής (csDMARDs, σε μονοθεραπεία ή συνδυασμό) δεν είναι αρκετή για να επιτευχθεί πλήρης ύφεση συνιστάται η χορήγηση φαρμάκων 2ης γραμμής. Εδώ περιλαμβάνονται θεραπευτικές επιλογές που προστίθενται στην ήδη υπάρχουσα αγωγή, έχουν στοχευμένο μηχανισμό δράσης, καλύτερη αποτελεσματικότητα αλλά και πολύ υψηλό κόστος. Διακρίνονται σε 2 μεγάλες κατηγορίες, τους βιολογικούς παράγοντες και τους JAK αναστολείς. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν μονοκλωνικά αντισώματα με στόχο την αναστολή μεσολαβητών φλεγμονής. Ήταν αρχές του 2000 όταν οι πρώτοι TNF-α αναστολείς εγκρίθηκαν για την αντιμετώπιση της ΡΑ και άλλων φλεγμονωδών καταστάσεων (πχ ψωρίαση, φλεγμονώδης νόσος του εντέρου κα) και αποτέλεσαν, χωρίς υπερβολή, μια επανάσταση στη μάχη έναντι των τέτοιων νοσημάτων. Όπως όλοι οι βιολογικοί παράγοντες, χορηγούνται παρεντερικά (όχι από του στόματος), είτε υποδόρια (ένεση στην κοιλιακή χώρα) είτε ενδοφλέβια (απαιτείται εισαγωγή σε νοσοκομειακό χώρο). Στη συνέχεια προέκυψαν αναστολείς έναντι και άλλων μεσολαβητών φλεγμονής, όπως της IL-6, του CD-20, του CTLA-4 ή της ΙL-1. Όλοι οι βιολογικοί έχουν περίπου την ίδια αποτελεσματικότητα (σε ειδικές καταστάσεις μπορεί κάποιο να πλεονεκτεί) και μικρές διαφορές στην ασφάλεια. Ιδιαίτερης προσοχής χρήζει το θέμα των λοιμώξεων, δεδομένου ότι τα φάρμακα αυτά εμπλέκονται στην λειτουργία του ανοσοποιητικού (άλλωστε η υπερ-δραστηριότητα κάποιων κυττάρων αυτού είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη της ΡΑ). To μεγάλο πλεονέκτημα της κατηγορίας αυτής και κυρίως των TNF-α αναστολέων, είναι η μακροχρόνια εμπειρία. Έχουν χορηγηθεί πλέον σε μεγάλο αριθμό ασθενών και υπάρχει αρκετή εμπειρία, ειδικά σε ειδικές καταστάσεις όπως η εγκυμοσύνη, το χειρουργείο, τα εμβόλια, οι ηπατίτιδες, η πνευμονική προσβολή κα.
Τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί στη θεραπευτική φαρέτρα και μια δεύτερη κατηγορία στοχευμένης θεραπείας, οι JAK αναστολείς. Τα φάρμακα αυτά χορηγούνται, όπως και οι βιολογικοί, μετά από αποτυχία 1ης γραμμής, δίνονται όμως από του στόματος, σε καθημερινή βάση, φαίνεται σε αρκετές περιπτώσεις να είναι λίγο πιο αποτελεσματικά από τους TNF-α αναστολείς, όμως είναι σχετικά νέα φάρμακα και δεν υπάρχει ακόμη μακροχρόνια εμπειρία, κυρίως σε ειδικές καταστάσεις.
Αυτό που πρέπει να έχει κανείς υπόψη πάντως στην αντιμετώπιση της ΡΑ είναι η συστημική μορφή του νοσήματος. ΡΑ δεν είναι μόνο οι αρθρώσεις. Πέρα από προσβολή και άλλων οργάνων, όπως τα μάτια (σκληρίτιδα, ξηρότητα), ο πνεύμονας (διάμεση νόσος), το δέρμα (αγγειίτιδα), το αίμα (αναιμία) κα, η ΡΑ σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο (ο κίνδυνος πλησιάζει αυτόν που έχει κάποιος με σακχαρώδη διαβήτη), με οστεοπόρωση και κάταγμα όπως και με κατάθλιψη.
Θα πρέπει τέλος να τονισθεί ότι είναι σημαντικό για την εξέλιξη του νοσήματος η πρώιμη διάγνωση και η έγκαιρη έναρξη θεραπείας, με στόχο, τόσο την πλήρη ανακούφιση των συμπτωμάτων του ασθενούς (πλήρης ύφεση) όσο και την αποτροπή ανάπτυξης μόνιμων (και κατ’ επέκταση, μη αναστρέψιμων) αρθρικών & συστημικών βλαβών, και αυτό σήμερα είναι δυνατό να επιτευχθεί σε μεγάλο μέρος των ασθενών μας.