Φαρμακευτική αγορά «δύο ταχυτήτων» και συνθήκες επιχειρηματικής ασφυξίας που υποχρεώνουν τη φαρμακοβιομηχανία να πληρώνει «εις το διηνεκές» τις θεραπευτικές ανάγκες των πολιτών αντί να το κάνει η ελληνική Πολιτεία, δημιουργεί νέα Υπουργική Απόφαση που έρχεται να συμπληρώσει άλλες ομοίως εχθρικές προς την καινοτομία…
Η αλήθεια είναι ότι -μακρινό πια- 2009 ήταν ανάγκη να εξορθολογιστεί στη χώρα μας η φαρμακευτική δαπάνη που είχε φτάσει το σκανδαλώδες ύψος των 5,6 δις ευρώ. Αλλά από εκεί, ως εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, υπάρχει μεγάλη απόσταση με αποτέλεσμα να είναι ορατός πια ο κίνδυνος μη πρόσβασης των πολιτών σε καινοτόμες θεραπείες που εκ προοιμίου είναι και πιο ακριβές.
Το iEidiseis ζήτησε από τον ΣΦΕΕ, την PIF και μεμονωμένες πολυεθνικές φαρμακευτικές επιχειρήσεις να σχολιάσουν τα νέα αλλά και τα παλαιά πια προβλήματα (clawback) του κλάδου.
“Η εμμονή στην ανακατανομή των υποχρεωτικών επιστροφών σε συνδυασμό με την αδιαφορία για τη συγκράτηση της αύξησής τους, οδηγούν την πλειοψηφία των φαρμακευτικών εταιρειών σε απόγνωση”, τάδε έφη ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) στον τίτλο αποστολής που απευθύνθηκε στον υπουργό Υγείας, Θάνο Πλεύρη.
Ας δούμε αρχικά τι ανέφερε στην επιστολή αυτή ο ΣΦΕΕ:
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Σάς μεταφέρουμε τους έντονους προβληματισμούς μας σχετικά με την αποφασισθείσα κατάτμηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης του ΕΟΠΥΥ σε δυο μεγάλες κατηγορίες -δαπάνη ιδιωτικών φαρμακείων και δαπάνη φαρμακείων ΕΟΠΥΥ -και μάλιστα στην ορισθείσα αναλογία 62-38 για το 2022, όπως προκύπτει από την ΥΑ 3965/26.07.22.
Με βάση τα στοιχεία του ΕΟΠΥΥ για το πρώτο εξάμηνο του 2022, σημειώνεται μια σημαντική αύξηση της δαπάνης για τα φάρμακα 1Α/1Β, γεγονός που συνεπάγεται μια δραματική αύξηση των επιστροφών (clawback -rebates).
Ενώ λοιπόν η κυβέρνηση συνεχίζει να μην αναγνωρίζει την ανάγκη για μεγαλύτερη χρηματοδότηση της δημόσιας δαπάνης για το φάρμακο, δημιουργεί εξωπραγματική επιβάρυνση για κάποια φάρμακα και σημαντική ελάφρυνση για κάποια άλλα, οδηγώντας σε μια αγορά δυο ταχυτήτων δηλαδή σε άλλη μια στρέβλωση.
Αυτό το γεγονός, έχει σαν αποτέλεσμα να ζητώνται εκπτώσεις άνω του 60% από την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης για κάποια φάρμακα, και έτσι σημειώνεται αφενός δυστοκία στην πρόοδο των διαπραγματεύσεων, αφετέρου δημιουργείται σημαντική ανισορροπία ακόμη και σε σχέση με προηγούμενες διαπραγματεύσεις για τις ίδιες ή παρόμοιες ομάδες φαρμάκων.
Οι προσπάθειές μας για μια συνάντηση με τον ΕΟΠΥΥ ώστε να παρασχεθούν περισσότερα στοιχεία και διευκρινίσεις ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τις επιπτώσεις της κατάτμησης της δαπάνης έχουν αποβεί έως τώρα άκαρπες.
Από αναλύσεις που έχουμε πραγματοποιήσει με ό,τι στοιχεία είχαμε διαθέσιμα, προκύπτει ότι η αναλογία 62/38 δεν εκφράζει την πραγματική εικόνα της αγοράς, ενώ επιπλέον διαφαίνεται, ότι σε αυτή τη συγκεκριμένη κατηγορία (ΦΥΚ) αλλά και στα Νοσοκομεία του ΕΣΥ, αντιμετωπίζουμε διψήφια αύξηση ποσοστού πωλήσεων για το α’ εξάμηνο 2022,αλλά και σε ετήσια βάση, γεγονός που σημαίνει σημαντική αύξηση των φαρμακευτικών αναγκών των ασθενών ή/και έλλειψη ελέγχου της συνταγογράφησης.
Την ίδια περίοδο τα φάρμακα κοινότητας αυξάνονται κατά 4%+ σε ετήσια βάση. Πρέπει να γίνει κατανοητό στην Πολιτεία πως εφόσον αποδέχεται τις θεραπευτικές αποφάσεις των θεραπόντων ιατρών θα πρέπει και να τις χρηματοδοτήσει, αυξάνοντας τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη και όχι να προσδοκά πως θα είναι η φαρμακοβιομηχανία εκείνη που εις το διηνεκές θα χρεώνεται τις αυξημένες ανάγκες του συστήματος ή /και την ελλιπή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων.
Όσο δεν συμβαίνει αυτό, η μόνη εναλλακτική λύση είναι η άμεση άρση του μέτρου της κατάτμησης της δαπάνης και οι άμεσες παρεμβάσεις στη συνταγογράφηση. Το τραγικότερο όλων είναι πως παρά τις μετατροπές clawback σε rebate και τις εξοντωτικές διαπραγματεύσεις που λαμβάνουν χώρα, η παρούσα τάση της δαπάνης οδηγεί στο συμπέρασμα πως η συνολική υπέρβαση αλλά και το clawback του 2022 προβλέπονται αυξημένα σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και φυσικά σε σχέση με το 2020, γεγονός που σημαίνει και απόκλιση από το στόχο του RRF.
Η PIF, που είναι ο θεσμικός μη κερδοσκοπικός φορέας PhRMA Innovation Forum Ελλάδας (PIF Ελλάδας) και αποτελείται από 25 κορυφαίες φαρμακευτικές εταιρείες, αντιδρά επίσης στα όσα επιχειρούνται στην φαρμακευτική αγορά καθώς πλήττεται το σύνολο των μελών της. Το iEidiseis ζήτησε από τον κ. Γεώργιο Τουσίνη, αντιπρόεδρο PIF και γενικό διευθυντής της Amgen να απαντήσει στα τρία φλέγοντα ερωτήματα των ημερών:
Θα γίνεται διαχωρισμός του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ σε φάρμακα λιανικής αγοράς και υψηλού κόστους; Τι προκαλεί το νέο μέτρο;
«Ο διαχωρισμός του προϋπολογισμού μεταξύ των φαρμάκων που διακινούνται μέσω των ιδιωτικών φαρμακείων και των φαρμάκων για σοβαρές ασθένειες (π.χ. καρκίνος) , που διακινούνται απευθείας από τον ΕΟΠΥΥ, είναι μια ξεκάθαρα λανθασμένη επιλογή, η οποία θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο τις στρεβλώσεις στο χώρο του φαρμάκου.
Σήμερα βλέπουμε τα πρώτα αποτελέσματα αυτού του διαχωρισμού: Τα καινοτόμα φάρμακα για σοβαρές παθήσεις πλήττονται με επιβαρύνσεις, υποχρεωτικές εκπτώσεις δηλαδή, της τάξης του 70% επί της τιμής τους, η οποία παρεμπιπτόντως είναι μια από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη και ορίζεται από το κράτος με πολύ αυστηρούς κανόνες και περιορισμούς. Και όλα αυτά γίνονται ενώ στο ελληνικό σύστημα υγείας λειτουργεί από το 2018 η επιτροπή αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας ο ρόλος της οποίας υποτίθεται πως είναι να αποδίδει σε κάθε θεραπευτική παρέμβαση τη σωστή της αξία βάσει των βελτιώσεων που επιφέρει, το οποίο πλέον αμελείται.
Οι υποχρεωτικές αυτές εκπτώσεις είναι ανήκουστες, δεν εφαρμόζονται σε κανέναν άλλο επαγγελματικό κλάδο. Βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού περί υποστήριξης της επιχειρηματικότητας και των ξένων επενδύσεων και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια τις καινοτόμες φαρμακευτικές εταιρίες μακριά από την Ελληνική αγορά. Το χειρότερο από όλα όμως είναι ότι θα στερήσουν από τους Έλληνες ασθενείς την πρόσβαση σε νέα καινοτόμα φάρμακα για σοβαρές παθήσεις».
Πλαφόν στο clawback που καταβάλλουν τα φθηνά φάρμακα με κόστος έως 30 ευρώ στο νοσοκομεία. Σε τι στοχεύει και που αναμένεται να οδηγήσει;
«Το παραπάνω μέτρο συνιστά άλλη μια προνομιακή μεταχείριση υπέρ συγκεκριμένου μέρους της φαρμακοβιομηχανίας μεταφέροντας επιπλέον οικονομικές επιβαρύνσεις στα καινοτόμα φάρμακα. Και στο χώρο των νοσοκομειακών φαρμάκων με τιμή άνω των 30 ευρώ, δηλαδή στα πιο σοβαρά για την υγεία φάρμακα, οι υποχρεωτικές επιστροφές υπερβαίνουν πλέον τα επίπεδα του 60%.
Αντί να δοθεί πραγματική έμφαση στην άμεση ψηφιοποίηση και διασύνδεση των λειτουργικών συστημάτων των νοσοκομείων, που θα επιτρέπει την αυστηρή εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων, την κεντρικοποίηση των προμηθειών και τον έλεγχο της συνταγογράφησης, το υπουργείο Υγείας αναλώνεται, χωρίς ουσιαστικό σχέδιο, σε προσπάθειες επιλεκτικής πυρόσβεσης μιας φωτιάς που βρίσκεται πλέον εκτός ελέγχου».
Τι συμβαίνει με το clawback; Μιλήστε για το παράδειγμα της δικής σας εταιρείας.
«Τα 2 παραπάνω παραδείγματα, της διαχείρισης των υποχρεωτικών επιστροφών στα φάρμακα σοβαρών ασθενειών εντός και εκτός νοσοκομείου, έρχονται ως αποτέλεσμα της δαιμονοποίησης των «ακριβών» φαρμάκων για σοβαρές παθήσεις, ως της πληγής του κακού για την σημερινή κατάσταση στο χώρο του φαρμάκου. Η θεώρηση αυτή είναι παντελώς λανθασμένη.
Η φαρμακευτική αγορά υποφέρει από:
• Μακροχρόνια υποχρηματοδότηση: η Ελλάδα υπολείπεται κατά πολύ του ευρωπαϊκού μέσου όρου δαπάνης για φάρμακα ως ποσοστού του ΑΕΠ, ενώ ο προϋπολογισμός φαρμάκου βρίσκεται ακόμα στο επίπεδο του 2014.
• Απουσία μακροπρόθεσμης στρατηγικής για τον εξορθολογισμό της συνταγογράφησης, άρα και της δαπάνης.
• Προστατευτισμό υπέρ συγκεκριμένων επιχειρηματικών και επαγγελματικών ομάδων που οδηγεί σε στρεβλώσεις και τελικά σε συνολικό αδιέξοδο.
Στην περίπτωση της Amgen, μιας κορυφαίας εταιρίας βιοτεχνολογίας που ερευνά και αναπτύσσει στοχευμένες θεραπείες για σοβαρές ασθένειες, όπως ο καρκίνος του πνεύμονα ή του παχέος εντέρου, η εικόνα των υποχρεωτικών επιστροφών – εκπτώσεων, όπως διαμορφώνεται με τα νέα μέτρα είναι δραματική: 9 στα 10 προϊόντα μας επιβαρύνονται με επιστροφές που υπερβαίνουν το 65%. Η εταιρία μας τιμωρείται για το υψηλό επίπεδο καινοτομίας της…
Το ζήτημα των υποχρεωτικών επιστροφών δεν είναι πλέον ένα αμιγώς οικονομικό θέμα, ένα σημείο τριβής μεταξύ της κυβέρνησης και των καινοτόμων φαρμακευτικών εταιριών. Αφορά πρωτίστως τους ασθενείς, οι οποίοι, αν δεν αντιληφθεί η κυβέρνηση το μέγεθος του προβλήματος, κινδυνεύουν να μην έχουν πρόσβαση στα φάρμακα που χρειάζονται για την αντιμετώπιση των σοβαρών ασθενειών».
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι απαντήσεις της εκπροσώπου μίας εκ των μεγαλύτερων φαρμακευτικών επιχειρήσεων παγκοσμίως που στοχεύει διαχρονικά στην καινοτομία. Αναφέρει η κ. Ντένα Νικολαΐδη, επικεφαλής Patient Access & Health Policy της Novartis Hellas:
«Το clawback (μηχανισμός αυτόματης επιστροφής) εισήχθη αρχικά ως προσωρινό μέτρο συγκράτησης της δαπάνης. Η παράταση της ισχύος του δεν ενισχύει την οικονομική αποδοτικότητα του συστήματος υγείας και αποτελεί το βασικό αίτιο της διαρθρωτικής στασιμότητας σε επιμέρους δράσεις όπως ο έλεγχος της συνταγογράφησης, η διενέργεια διαγωνιστικών διαδικασιών, τα θεραπευτικά και συνταγογραφικά πρωτόκολλα, τα μητρώα ασθενών κ.ά.
H διαρκής αύξηση των υποχρεωτικών επιστροφών έχει δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την απασχόληση και την επιχειρηματικότητα, αποτελώντας σοβαρή απειλή για τη βιώσιμη ανάπτυξη του φαρμακευτικού κλάδου, ενώ παράλληλα δημιουργεί στρεβλώσεις σε επίπεδο πρόσβασης των ασθενών σε καινοτόμα φάρμακα. Το ύψος των υποχρεωτικών επιστροφών βαίνει διαρκώς αυξανόμενο υποδηλώνοντας την υποχρηματοδότηση της δημόσιας φαρμακευτικής περίθαλψης και τη συστηματική συνεισφορά των φαρμακευτικών εταιρειών για την κάλυψη των αναγκών υγείας του πληθυσμού. Επιπρόσθετα, η θεσμοθέτηση της ανακατανομής της φαρμακευτικής δαπάνης του ΕΟΠΥΥ, σε δαπάνη ιδιωτικών φαρμακείων και φαρμάκων υψηλού κόστους, επιδείνωσε δραματικά το ύψος των επιστροφών των καινοτόμων φαρμάκων, τα οποία τιμωρούνται εκ προοιμίου λόγω του άστοχου προσδιορισμού του προϋπολογισμού τους.
Οι πρόσφατες αλλαγές δημιουργούν επιπρόσθετες στρεβλώσεις και αναδεικνύουν 2 ειδών προκλήσεις: Την άμεση και την μέσο-μακροπρόθεσμη. Άμεσα απειλείται η δυνατότητα, κυρίως των πολυεθνικών εταιρειών, να προγραμματίσουν και να θέσουν σε ισχύ τα επενδυτικά τους πλάνα και μέσο-μακροπρόθεσμα θέτουν σε κίνδυνο την δυνατότητα πρόσβασης των ασθενών σε καινοτόμα φάρμακα.
Δεδομένου ότι οι στόχοι για προβλεψιμότητα, βιωσιμότητα και πρόσβαση είναι κοινοί, κρίνεται ως επιτακτική η ανάγκη για συνεργασία πολιτείας και βιομηχανίας για τον επανασχεδιασμό του clawback και την ανάδειξή του σε εργαλείο το οποίο θα λειτουργεί με σαφείς και δίκαιους όρους, θα αναγνωρίζει την προστιθέμενη αξία της καινοτομίας στους ασθενείς και την κοινωνία, και θα έχει ως αντίβαρο τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις του υγειονομικού τομέα».
Τα παραπάνω επιβεβαιώνει στο iEidiseis και από την πλευρά μίας ακόμα πολυεθνικής φαρμακευτικής με δεκάδες καινοτόμα φάρμακα, της Roche Hellas, η κ. Αγγελική Αγγέλη, Chief Portfolio Officer της εταιρείας αυτής:
«Η νέα κατανομή της φαρμακευτικής δαπάνης του ΕΟΠΥΥ σε Φάρμακα Κοινότητας (που διατίθενται στα ιδιωτικά φαρμακεία) και σε Φάρμακα 1Α/1Β (που διατίθενται στα φαρμακεία ΕΟΠΥΥ - εδώ βρίσκεται η πλειονότητα της φαρμακευτικής καινοτομίας), έχει οδηγήσει σε σημαντικές στρεβλώσεις στην αγορά του φαρμάκου, και αναμένεται να επιφέρει νέο πλήγμα στην ήδη επιβαρυμένη φαρμακευτική καινοτομία, χωρίς να αποφέρει κάποιο δημοσιονομικό όφελος.
Ειδικά για τα καινοτόμα φάρμακα, η νέα κατανομή οδηγεί στη μεγαλύτερη ποσοστιαία υπέρβαση που έχει παρατηρηθεί από την εισαγωγή των μέτρων περιορισμού της φαρμακευτικής δαπάνης το 2012.
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο προϋπολογισμός της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης είναι ανεπαρκής, ενώ παράλληλα υπάρχει δυσανάλογη οικονομική επίπτωση από την υπέρβαση στις εταιρείες που διαθέτουν καινοτόμα φάρμακα.
Χρειάζεται άμεσα μια συνολική θεώρηση του ύψους και διαχείρισης της φαρμακευτικής δαπάνης που να περιλαμβάνει α) την αύξηση του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ και των νοσοκομείων, και β) τον επαναπροσδιορισμό της κατανομής της δαπάνης ΕΟΠΥΥ στα δύο κανάλια, ώστε να επιβαρύνονται με το ίδιο ποσοστό υπέρβασης. Αυτός ο προσδιορισμός θα πρέπει να αναθεωρείται ετησίως λαμβάνοντας υπόψιν την είσοδο της καινοτομίας και τις ανάγκες των ασθενών».