Ο θεσμός του προσωπικού γιατρού είναι μια απαραίτητη μεταρρύθμιση που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πάντα αποτυχαίνει στην Ελλάδα. Γιατροί εντός κι εκτός συστήματος, διατυπώνουν τις απορίες και τις αντιρρήσεις τους για όσα ζούμε το τελευταίο διάστημα φοβούμενοι ότι πάμε πάλι για Βατερλώ…
Όπως αναφέρουν από την Επαγγελματική Ένωση Παθολόγων Ελλάδος, ο θεσμός είναι χρήσιμος για τον πολίτη επειδή τον καθοδηγεί στο σύστημα υγείας, επειδή τον βοηθά στην πρόληψη και επειδή έχει δωρεάν υπηρεσίες πρωτοβάθμιας υγείας.
Ταυτόχρονα, σε επίπεδο κράτους, ο προσωπικός γιατρός βοηθά στην αποσυμφόρηση των ΤΕΠ των νοσοκομείων από περιστατικά που δεν χρειάζονται νοσηλεία αλλά μία ιατρική συμβουλή. Αλλά τι συμβαίνει σήμερα με αυτή τη μεταρρύθμιση;
«Γίνεται μία προσπάθεια συμπλήρωσης του δικτύου ιατρών που ήταν ελλιπές, ενώ ταυτόχρονα προωθούν τους πολίτες να εγγραφούν στο ελλειμματικό δίκτυο. Γίνεται προσπάθεια προσέλκυσης ιδιωτών γιατρών με σχετικά περιορισμένο ενδιαφέρον παρόλο που η χρηματοδότηση είναι ικανοποιητική», σχολιάζει ο πρόεδρος της ΕΕΠΕ, Βαγγέλης Τούλης και εξηγεί:
«Οι γιατροί διστάζουν να συμβληθούν διότι:
α) Δεν υπάρχει περιορισμός στην επισκεψιμότητα των πολιτών με αποτέλεσμα ο ιατρός να είναι απροστάτευτος στην ανασφάλεια κάποιων ασθενών.
β) Οριοθετεί την επίσκεψη στα 15 λεπτά.
γ) Δυσανάλογη δέσμευση ωραρίου. Η 7ωρη απασχόληση στο πενθήμερο είναι αποτρεπτική και ανασταλτική.
δ) Η πιθανότητα εφημέρευσης σε παρακείμενη δομή του ΕΣΥ χωρίς την θέληση του ιατρού είναι εξοργιστική.
ε) Οι άδειες των ελευθεροεπαγγελματιών γιατρών ρυθμίζονται από το παρακείμενο κρατικό Κέντρο Υγείας.
Όλα αυτά αλλάζουν τα στάνταρ παροχής υπηρεσιών. Τα ιατρεία με εξατομικευμένη υπηρεσία μετατρέπονται σε ιατρεία μαζικής ιατρικής. Το υπουργείο δεν πρέπει να παραγνωρίζει ότι η βασική αγωνία των αυτοαπασχολούμενων ιατρών είναι το μέλλον. Η διαχρονική υποβάθμιση των υπηρεσιών τους και κατά συνέπεια της φήμης τους σίγουρα αποτελεί σοβαρό αποτρεπτικό παράγοντα».
Αναφορικά με την προσπάθεια εγγραφής πολιτών σε προσωπικό γιατρό επικρατεί ένα αλαλούμ κατά τους γιατρούς...
Όπως μάς λέει ο κ. Τουλής, «η εγγραφή των πολιτών σε ένα ήδη προβληματικό δίκτυο που δεν παρέχει πλήρη κάλυψη του πληθυσμού, είναι εξ ’ορισμού προβληματική. Η απειλή προστίμου οδήγησε σε μεγάλη σύγχυση προκαλώντας ανασφάλεια σε χρόνιους ασθενείς και στις οικογένειές τους αγωνιώντας μήπως και αποκλειστούν από το σύστημα.
Ειδικά οι ασθενείς που είχαν μια χρόνια σχέση εμπιστοσύνης με γιατρούς που αρνούνται να ενταχθούν στο θεσμό του προσωπικού γιατρού έχουν βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Βέβαια οι εκπρόσωποι του υπουργείου με άνεση απαντούν «αλλάξτε ιατρό» υπονοώντας ότι δεν είναι μείζον ζήτημα να είναι ιατρός της επιλογής τους.
Κανείς δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς είναι ο προσωπικός γιατρός. Όλοι νομίζουν ότι θα είναι ο γιατρός τους που θα απευθύνονται για ζητήματα υγείας και από την άλλη το υπουργείο διατείνεται ότι είναι εντελώς τυπικό αρκεί να γραφτείς όπου να ‘ναι σε όποιον να ‘ναι καταλύοντας το ουσιαστικό νόημα του προσωπικού γιατρού».
Με την αλλαγή που ήρθε πρόσφατα και επιτρέπει την είσοδο στο σύστημα και ειδικών γιατρών με παθολογικές ειδικότητες (καρδιολόγους, πνευμονολόγους, ρευματολόγους, γαστρεντερολόγους), ο κ. Τουλής θεωρεί ότι η κατάσταση περιπλέχτηκε εκ νέου…
«Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την ανακοίνωση ότι o προσωπικός γιατρός μπορεί να είναι και εξειδικευμένος γιατρός που έχει στοιχειώδεις γνώσεις παθολογίας. Πως θα αντιμετωπίσει προβλήματα εκτός της ειδικότητας του;
Τελικά λοιπόν το νέο αυτό σύστημα έχει αναστατώσει τον ιατρικό κόσμο παραβιάζοντας επαγγελματικά δικαιώματα, κανόνες δεοντολογίας και την κοινή λογική, επιστρατεύοντας ειδικότητες εκτός αντικειμένου να διαχειριστούν προβλήματα για τα οποία ελάχιστη εμπειρία έχουν.
Έχει αναστατώσει τους πολίτες με το αντικρουόμενο μήνυμα ότι πρέπει όλοι υποχρεωτικά να εγγραφούν σε ουσιαστικά «απρόσωπους», προσωπικούς γιατρούς, αλλά και μπορούν να πηγαίνουν και σε άλλους γιατρούς.
Το υπουργείο Υγείας θα πρέπει να πάρει πιο σοβαρά το ρόλο του. Να αντιληφθεί ότι ο προβληματισμός των πολιτών και ειδικά των χρόνιων ασθενών για την υγεία τους είναι υψίστης σημασίας και ότι περνάει μέσα από την σχέση τους με το γιατρό. Να αντιληφθεί ότι η συνομιλία με τα επαγγελματικά θεσμικά όργανα των γιατρών πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι επικοινωνιακή», καταλήγει.