Είναι δυνατόν να πάει κάποιος σε δημόσιο νοσοκομείο υγιής και να του χορηγήσουν φάρμακα για τον καρκίνο ή άλλες σοβαρές νόσους που απαιτούν εξειδικευμένη θεραπευτική προσέγγιση που στοιχίζει ακριβά; Κανείς δεν το ισχυρίζεται αυτό αλλά αν αυτή η σκέψη είναι λογική, τότε γιατί απαιτούν από τις φαρμακοβιομηχανίες υψηλό clawback για το νοσοκομειακό φάρμακο; Και γιατί δεν αναγνωρίζουν ότι με την ύφεση της πανδημίας οι πολίτες εμπιστεύονται και πάλι τους χώρους των νοσοκομείων και σπεύδουν να διαγνωστούν και να θεραπευθούν με ρυθμούς που διαρκώς αυξάνονται τους τελευταίους μήνες;
Άμεση συνάντηση με τους συναρμόδιους υπουργούς Υγείας, Οικονομικών και Επικρατείας ζητούν οι εκπρόσωποι του ΣΦΕΕ σε χθεσινή επιστολή την οποία απέστειλαν στους κ.κ. Θεόδωρο Σκυλακάκη, αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, Αθανάσιο Πλεύρη, υπουργό Υγείας και Άκη Σκέρτσο, υπουργό Επικρατείας με θέμα τη «δραματική υποχρηματοδότηση του νοσοκομειακού φαρμάκου»!
Η επιστολή εστάλη με αφορμή την έκδοση των σημειωμάτων του νοσοκομειακού clawback για το β’ εξάμηνο 2021, τον Οκτώβριο του 2022 (10 μήνες μετά το κλείσιμο της χρονιάς!). Όπως αναφέρουν από το ΣΦΕΕ «η συνολική φαρμακευτική δαπάνη στα νοσοκομεία του ΕΣΥ μεταξύ των ετών 2019 – 2022 έχει αυξηθεί κατά 23,1% την ώρα που η δημόσια χρηματοδότηση παραμένει σταθερή στα 528 εκατ. ευρώ ανά έτος και με αφαίρεση των κλειστών προϋπολογισμών που ισχύουν για κάποιες κατηγορίες φαρμάκων, η κρατική χρηματοδότηση έχει μειωθεί μεταξύ των ετών 2019 - 2022 κατά 10,1%».
Το αποτέλεσμα αυτής της υποχρηματοδότησης είναι οι συνολικές επιστροφές της βιομηχανίας μεταξύ των ετών 2019 - 2022 να αυξηθούν κατά 61,4% .Το 2021 η υπέρβαση αποτελεί το 55,2% της δαπάνης, ενώ το 2022 εκτιμούμε πως θα υπερβεί το 61.0% της δαπάνης! Πλέον όλων των ανωτέρω, έχει επιδεινωθεί και το μέσο χρονικό διάστημα πληρωμών που ανέρχεται σε 10-12 μήνες…
Αναφέρουν από το Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος:
«Επιπλέον, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε τα εξής:
-
Το νοσοκομειακό περιβάλλον είναι πλήρως ελεγχόμενο από το κράτος όσον αφορά το είδος και την ποσότητα της φαρμακευτικής αγωγής.
-
Tα τελευταία 2 χρόνια λόγω της Covid-19 οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας (ιατρικοί επισκέπτες) είχαν εξαιρετικά μειωμένη πρόσβαση στα νοσηλευτικά ιδρύματα, γεγονός που ενισχύει την άποψη πως οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί προκλητής ζήτησης, είναι ανυπόστατος.
-
Στη περίοδο της COVID-19 αλλά ακόμη και σήμερα είναι αυξημένες οι εισαγωγές στανοσοκομεία καθώς και κάθε είδους υπηρεσία που αυτά παρέχουν, και δεδομένου ότι η συμμετοχή των ασθενών είναι μηδενική, είναι προφανές πως η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης είναι φυσική συνέπεια. Αντίθετα η δημόσια χρηματοδότηση για το νοσοκομειακό φάρμακο παραμένει σταθερή.
Συμπεράσματα
-
Η Πολιτεία αρνείται να χρηματοδοτήσει τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών στα νοσοκομεία του ΕΣΥ ενώ δεν φαίνεται να ελέγχει τι αγοράζουν τα Νοσοκομεία και πως.
-
Αντίθετα, συνεχίζει να επαναπαύεται και να στηρίζεται στη χρηματοδότηση της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης από την φαρμακοβιομηχανία κατά το μεγαλύτερο μέρος της.
-
Η φαρμακοβιομηχανία συνεχίζει να προμηθεύει τα νοσοκομεία με φάρμακα, ενώ γνωρίζει πως πάνω από τα μισά δεν θα πληρωθούν και για όσα εξ αυτών πληρώνονται, αυτό γίνεται με αυξανόμενη χρονική καθυστέρηση.
Καθώς η κατάσταση αυτή δε μπορεί να συνεχιστεί, επανερχόμαστε με το αίτημά μας για άμεση συνάντηση μαζί σας.
Σχολιασμός του προβλήματος στο iEidiseis
Όπως σημειώνει ο γενικός διευθυντής του ΣΦΕΕ, Μιχάλης Χειμώνας μιλώντας στο iEidiseis, «η συνολική δημόσια δαπάνη για φάρμακα ακόμη και στην post COVID εποχή κινείται στα ίδια επίπεδα που βρίσκεται και τα τελευταία 10 χρόνια, λίγο πιο πάνω από 2,5 δις ευρώ, όταν οι πραγματικές ανάγκες αυξάνονται φέτος συνολικά με ποσοστό 8%, στα ιδιωτικά φαρμακεία με 6,3% (στοιχεία IQVIA) και στα Νοσοκομεία με 12,5% φέτος έναντι πέρσι.
Η δημόσια δαπάνη για φάρμακα οριοθετείται από μη ρεαλιστικούς κλειστούς προϋπολογισμούς, ενώ οι υποδομές για τον έλεγχο της συνταγογράφησης υπολειτουργούν ή είναι πλημμελείς. Αποτέλεσμα αυτού είναι η Ελλάδα να υστερεί σημαντικά στη δημόσια κατά κεφαλή νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη, κατά -52% και -63% έναντι της Νότιας Ευρώπης (ΝΕ) και της Δυτικής Ευρώπης (ΔΕ) αντίστοιχα. Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στην δημόσια κατά κεφαλή εξω-νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη, όπου η Ελλάδα βρίσκεται στο -12% και -38% έναντι της ΝΕ και ΔΕ (στοιχεία EFPIA). Έτσι, η χώρα μας αφιερώνει πολύ λιγότερους δημόσιους πόρους για το φάρμακο συγκριτικά με τις χώρες τόσο της Νότιας όσο και της Δυτικής Ευρώπης και η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη δεν επαρκεί να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού της χώρας μας».
Και συνεχίζει ο κ. Χειμώνας εξηγώντας μας το πρόβλημα που έχει προκύψει εν γένει με το clawback:
«Την ίδια στιγμή η Πολιτεία δεν λαμβάνει κανένα μέτρο για το ποια φάρμακα καταναλώνονται, σε ποιες παθήσεις, με ποια συχνότητα χρήσης, δημιουργώντας υπέρβαση της δαπάνης, την οποία πληρώνουν οι ασθενείς με την συμμετοχή τους και οι φαρμακευτικές εταιρίες με υπέρογκες υποχρεωτικές επιστροφές (clawback & rebates), οι οποίες, μάλιστα, βαίνουν διαρκώς αυξανόμενες χωρίς όριο και χωρίς καμία προβλεψιμότητα».