Ο γηραιότερος καταγεγραμμένος άνθρωπος στον κόσμο, η Ζαν Λουΐζ Καλμάν, πέθανε σε ηλικία 122 ετών το 1997. Κανείς δεν έχει ξεπεράσει αυτή την ηλικία εδώ και περίπου 25 χρόνια. Αυτό, σε συνδυασμό με πρόσφατες αναφορές για μείωση του προσδόκιμου ζωής στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, έχει οδηγήσει σε εικασίες ότι η μακροζωία μπορεί να έχει φτάσει σε ένα βιολογικό όριο.
Παρ' όλα αυτά, ο Ντέιβιντ ΜακΚάρθι, επίκουρος καθηγητής Ασφαλίσεων και Ακινήτων στο Terry College of Business του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια, διαφωνεί. «Υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των γενεών που αυτές οι εκθέσεις συχνά αποκρύπτουν» δήλωσε, προσθέτοντας: «Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι πιθανότητες θνησιμότητας έχουν πράγματι αυξηθεί για τα άτομα μέσης ηλικίας και τα νεότερα αλλά, τις τελευταίες δεκαετίες, οι πιθανότητες θνησιμότητας των ηλικιωμένων στις ΗΠΑ βελτιώνονται ταχύτερα από το 1965, που θεσμοθετήθηκε ο Νόμος περί Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης (Medicare)».
{https://twitter.com/TerryCollege/status/1641796670257250304}
Τι έδειξε νέα έρευνα για το προσδόκιμο ζωής
Η νέα μελέτη του Ντέιβιντ ΜακΚάρθι, που δημοσιεύθηκε στο «PLOS ONE», αναλύει τη θνησιμότητα των ηλικιωμένων σε 19 χώρες και πώς η αύξηση των πιθανοτήτων θνησιμότητας ανά ηλικία διαφέρει μεταξύ των κοορτών που γεννήθηκαν σε διαφορετικά έτη.
Τα στοιχεία του Ντέιβιντ ΜακΚάρθι δείχνουν ότι για τους ανθρώπους που γεννήθηκαν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ο ρυθμός με τον οποίο αυξάνεται η θνησιμότητα με την ηλικία, έχει στην πραγματικότητα μειωθεί. Αυτό υποδηλώνει ότι η μέγιστη ηλικία θανάτου θα αυξηθεί κατά τις επόμενες δεκαετίες, καθώς όσοι ανήκουν σε αυτές τις κοορτέςμ θα φτάσουν σε προχωρημένη ηλικία, τόνισε ο ίδιος.
Ο Ντέιβιντ ΜακΚάρθι και ο πρώην μεταπτυχιακός φοιτητής του και επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νότιας Φλόριντα, Πο-Λιν Γουάνγκ, ανέλυσαν στατιστικά στοιχεία ζωτικής σημασίας από 19 βιομηχανικές χώρες και διαπίστωσαν παρόμοια μοτίβα σε όλες. Ενώ η συμπίεση της θνησιμότητας είναι κυρίαρχη στις περισσότερες χώρες μέχρι τις κοόρτες που αφορούσαν σε εκείνους που γεννήθηκαν γύρω στο 1900, η λεγόμενη «αναβολή της θνησιμότητας» φαίνεται να κυριαρχεί για όσους γεννήθηκαν μεταξύ του 1910 και του 1950. Οι γηραιότεροι από αυτές τις κοόρτες μπορεί να ζήσουν τακτικά μέχρι τα 120 ή ακόμα και περισσότερο.
«Καθώς αυτές οι κοόρτες φτάνουν σε προχωρημένες ηλικίες, κατά τις επόμενες δεκαετίες, τα ρεκόρ μακροζωίας μπορεί να αυξηθούν σημαντικά» επεσήμανε ο Ντέιβιντ ΜακΚάρθι, σημειώνοντας: «Τα αποτελέσματά μας επιβεβαιώνουν προηγούμενες εργασίες που υποδηλώνουν ότι αν υπάρχει ένα μέγιστο όριο στη διάρκεια ζωής του ανθρώπου, δεν το πλησιάζουμε ακόμα».
Η μελέτη των μεταβολών του ποσοστού θνησιμότητας ανά κοόρτη (δηλαδή έτος γέννησης) και όχι ανά περίοδο (δηλαδή έτος θανάτου) προσφέρει νέες γνώσεις, σύμφωνα με τον ίδιο. Μάλιστα, σύμφωνα με τις προβλέψεις των επιστημόνων που επικαλείται η «Daily Mail», οι άνδρες που γεννήθηκαν το 1970, θα μπορούσαν ενδεχομένως να φτάσουν την ηλικία των 141 ετών και οι γηραιότερες γυναίκες που γεννήθηκαν το 1970, θα μπορούσαν να φτάσουν την ηλικία των 131 ετών.
Ακόμα, ο ίδιος εξήγησε: «Οι συνήθεις υπολογισμοί του προσδόκιμου ζωής, που ονομάζονται υπολογισμοί με βάση την περίοδο, είναι στην πραγματικότητα απλώς συνοπτικές μετρήσεις των ποσοστών θνησιμότητας ενός συγκεκριμένου πληθυσμού σε ένα συγκεκριμένο έτος. Θα πρόκειται για το πραγματικό προσδόκιμο ζωής των πραγματικών ανθρώπων μόνο αν τα ποσοστά θνησιμότητας δεν αλλάξουν ποτέ ξανά».
Οι δημογράφοι έχουν χρησιμοποιήσει αυτά τα συνοπτικά μέτρα για να δείξουν ότι η μέση διάρκεια ζωής αυξήθηκε επειδή περισσότεροι άνθρωποι ζουν περισσότερο – όχι επειδή οι γηραιότεροι άνθρωποι ζουν περισσότερο. Πάντως, οι υπολογισμοί που χρησιμοποιούνται στην εργασία του Ντέιβιντ ΜακΚάρθι, εξετάζουν τις αλλαγές στα ποσοστά θνησιμότητας που μπορούν να αναμένουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της ζωής τους, καθώς τα ποσοστά θνησιμότητας αλλάζουν στο μέλλον.
Επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη έρευνα του Ντέιβιντ ΜακΚάρθι δείχνει ότι οι πρόσφατες αλλαγές στα ποσοστά θνησιμότητας των κοορτών συνάδουν με τη λεγόμενη «αναβολή της θνησιμότητας», κατά την οποία η μέγιστη ηλικία θανάτου αυξάνεται, παρά με τη «συμπίεση της θνησιμότητας», κατά την οποία η ηλικία αυτή παραμένει σταθερή και περισσότερα άτομα ζουν λίγο περισσότερο. Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι τα ρεκόρ μακροζωίας δεν έχουν αυξηθεί επειδή τα άτομα που ήταν αρκετά ηλικιωμένα ώστε να έχουν σπάσει τα ρεκόρ μακροζωίας, ανήκαν σε κοορτές που δεν εμπίπτουν στη λεγόμενη «αναβολή της θνησιμότητας».
«Καθώς οι νεότερες γενιές φτάνουν σε αυτές τις προχωρημένες ηλικίες, μπορούμε να περιμένουμε ότι τα ρεκόρ μακροζωίας θα ξεπεραστούν πράγματι» ανέφερε, τέλος, ο Ντέιβιντ ΜακΚάρθι.