Η ανοσοθεραπεία στην ογκολογία-αιματολογία στοχεύει στην ενεργοποίηση των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος ώστε να αναγνωρίσουν και να καταστρέψουν τα καρκινικά κύτταρα. Η ανοσοθεραπεία έχει καίριο ρόλο στη σύγχρονη θεραπευτική του πολλαπλού μυελώματος. Πρόσφατα, έλαβαν έγκριση από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) δύο νέες μορφές ανοσοθεραπείας (talquetamab, elranatamab). Πρόκειται για δύο αμφι-ειδικά αντισώματα για τη θεραπεία ασθενών με υποτροπιάζον/ανθεκτικό πολλαπλό μυέλωμα. Τα αντισώματα αυτά ονομάζονται αμφι-ειδικά καθώς προσδένονται αφενός με τα Τ-λεμφοκύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος και αφετέρου με τα κύτταρα του πολλαπλού μυελώματος. Τα δύο νέα αμφι-ειδικά αντισώματα προστίθενται στη θεραπευτική φαρέτρα, επιπλέον του ήδη εγκεκριμένου αμφι-ειδικού αντισώματος teclistamab, το οποίο ενδείκνυται για ασθενείς με υποτροπιάζον/ανθεκτικό πολλαπλούν μυέλωμα που έχουν λάβει τουλάχιστον 3 προηγούμενες γραμμές θεραπείας. Οι βαριά προθεραπευμένοι ασθενείς που έλαβαν τα αμφι-ειδικά αντισώματα εμφάνισαν υψηλά ποσοστά ανταπόκρισης που ανήλθαν έως και στο 74% των ασθενών. Βέβαια, η μελλοντική επικύρωση της πλήρης έγκρισης αυτών των φαρμάκων εναπόκειται στην επαλήθευση του κλινικού τους οφέλους σε επιβεβαιωτικές κλινικές δοκιμές. Τα αμφι-ειδικά αντισώματα έχουν ειδικό προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών και γι΄αυτό η χορήγησή τους και η παρακολούθηση των ασθενών θα πρέπει να πραγματοποιούνται σε εξειδικευμένα κέντρα.
Η μακροσφαιριναιμία Waldenström αποτελεί ένα σπάνιο αιματολογικό νόσημα που η σύγχρονη αντιμετώπισή της περιλαμβάνει θεραπευτικές αποφάσεις με βάση το γονιδιωματικό προφίλ του κάθε ασθενούς ξεχωριστά. Τόσο σε νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς όσο και σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα/ανθεκτική νόσο θα πρέπει να ελέγχεται η ύπαρξη μεταλλαγών στα γονίδια MYD88, CXCR4 και TP53 και αναλόγως να χορηγείται χημειο-ανοσοθεραπεία ή θεραπεία με αναστολείς της τυροσινικής κινάσης του Bruton. Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν την αξία χορήγησης της ζανουμπρουτινίμπης σε ασθενείς που φέρουν μεταλλάξεις στο γονίδιο TP53.
Η AL αμυλοείδωση ανήκει επίσης στις πλασματοκυτταρικές δυσκρασίες και χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση και εναπόθεση παθολογικών ελαφρών αλύσεων ανοσοσφαιρινών στα όργανα – στόχους όπως η καρδιά και τα νεφρά. Καινοτόμα μονοκλωνικά αντισώματα που εξουδετερώνουν τις τοξικές ελαφρές αλυσίδες, όπως το birtamimab και το CAEL-101, έχουν δείξει ενθαρρυντικά προκαταρκτικά αποτελέσματα με σημαντικά ποσοστά ανταπόκρισης των ασθενών. Μεγαλύτερες κλινικές μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη και είναι προσβάσιμες και στη χώρα μας, ιδιαιτέρως στην Μονάδα Πλασματοκυτταρικών Δυσκρασιών της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα σε εξειδικευμένα κέντρα αμυλοείδωσης.
Στην αντιμετώπιση της χρόνιας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας (ΧΛΛ), η νεότερη τάση περιλαμβάνει συνδυασμούς φαρμάκων για βραχύ χρονικό διάστημα και ακολούθως παρακολούθηση. Απομακρυνόμαστε από τη χορήγηση ανοσοθεραπείας/χημειοανοσοθεραπείας σε χορήγηση νεότερων παραγόντων όπως το μονοκλωνικό αντίσωμα obinotuzumab, οι αναστολείς της τυροσινικής κινάσης του Bruton (ΒΤΚ), ibrutinib, acalabrutinib και zanubrutinib και οι αναστολείς της B-cell lymphoma (BCL)2 πρωτεΐνης όπως το venetoclax. Οι συνδυασμοί venetoclax-obitnotuzumab διάρκειας 12 μηνών και venetoclax-ibrutinib για 15 μήνες αποτελούν πρώτες επιλογές για ασθενείς με νέα διάγνωση ΧΛΛ. Στην υποτροπιάζουσα νόσο πλέον υπάρχει έγκριση και για τη χορήγηση του pirtobrutinib, ενός BTK αναστολέα επόμενης γενιάς.
Σημαντικές είναι και οι εξελίξεις για τους ασθενείς με διάχυτο λέμφωμα από μεγάλα Β κύτταρα και άλλα Β-λεμφώματα υψηλού βαθμού κακοήθειας. Για αρκετά χρόνια η καθιερωμένη θεραπεία για αυτούς τους ασθενείς ήταν το σχήμα R-CHOP με το 40% των ασθενών να αδυνατούν να πετύχουν ίαση της νόσου. Πλέον έχει λάβει έγκριση ο συνδυασμός του τροποποιημένου R-CHOP (pola-R-CHP), στο οποίο η βινκριστίνη έχει αντικατασταθεί από το polatuzumab-vedotin (ένα CD79b-συζευγμένο αντίσωμα). Από το συνδυασμό φαίνεται πως ωφελούνται κυρίως οι ασθενείς με νόσο ενδιάμεσου ή υψηλού κινδύνου με μείωση κατά 27% του σχετικού κινδύνου προόδου νόσου, υποτροπής ή θανάτου με παρόμοιο προφίλ ασφαλείας. Για ασθενείς με υποτροπή της νόσου, το 2023 εγκρίθηκε η χορήγηση δύο αμφι-ειδικών μονοκλωνικών αντισωμάτων. Το epcoritamab οδηγεί σε βαθιές και παρατεταμένες ανταποκρίσεις σε ασθενείς με υποτροπιάζων ή ανθεκτικό DLBCL, που έχουν λάβει 2 ή περισσότερες γραμμές θεραπείας με διαχειρίσιμη τοξικότητα. Επιπλέον, εγκρίθηκε η θεραπεία με το glofitamab για την ίδια ομάδα ασθενών το οποίο χορηγείται μετά από εισαγωγική θεραπεία με ομπινοτουζουμάμπη και ακολουθούν 12 κύκλοι μονοθεραπείας με glofitamab. Σε άλλες κατηγορίες Β-λεμφωμάτων, ένα ακόμα αμφι-ειδικό αντίσωμα, το mosunetuzumab, αποτελεί πλέον θεραπευτική επιλογή για τους ασθενείς με υποτροπιάζον ή ανθεκτικό οζώδες λέμφωμα μετά από τουλάχιστον 2 προηγούμενες γραμμές θεραπείας. Ο αναστολέας επόμενης γενιάς του BTK, pirtobrutinib, έχει δείξει αποτελεσματικότητα και αποτελεί πλέον επιλογή και για τους ασθενείς με λέμφωμα μανδύα και ανθεκτική/υποτροπιάζουσα νόσο. Παρατηρούνται ανταποκρίσεις στο 51% των ασθενών παρά την προηγούμενη έκθεσή τους σε αναστολείς BTK πρώτης γενιάς. Στο λέμφωμα Hodgkin τα τελευταία χρόνια έχει ενταχθεί στη θεραπεία το κλασσικό σχήμα AVD (χωρίς μπλεομυκίνη) σε συνδυασμό με το brentuximab vedotin, ένα συζευγμένο μονοκλωνικό αντίσωμα με φάρμακο, στην πρώτη γραμμή θεραπείας. Με βάση όμως νεότερα δεδομένα ο συνδυασμός nivolumab-AVD φαίνεται να υπερέχει και πιθανό να αποτελέσει σύντομα την πρώτη θεραπευτική επιλογή για τους ασθενείς αυτούς.
Σε ασθενείς με ιδιοπαθή θρομβοκυττάρωση ενδιάμεσου ή υψηλού κινδύνου συστήνεται η χορήγηση θεραπείας, η οποία έχει ως στόχο την καταστολή του μυελού των οστών. Για πολλά χρόνια η υδροξυουρία αποτελούσε τη θεραπεία πρώτης γραμμής για ασθενείς με ιδιοπαθή θρομβοκυττάρωση. Ωστόσο, η μακροχρόνια χορήγηση υδροξυουρίας έχει σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες. Για το λόγο αυτό προστέθηκε στις θεραπευτικές επιλογές πρώτης γραμμής η ροπεγιντερφερόνη άλφα - 2β, η οποία στοχεύει στην τροποποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος. Η ρουξολιτινίμπη, αποτελεί έναν αναστολέα των κινασών JAK1/2 και είναι εναλλακτική επιλογή σε ασθενείς με κακή ανοχή ή δυσανεξία στην υδροξυουρία. Η βοδεμεστάτη (Bodemestat) αποτελεί έναν αναστολέα της απομεθυλάσης LSD-1 που χορηγείται από το στόμα με ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε κλινικές μελέτες σε ασθενείς με αποτυχία ανταπόκρισης στις καθιερωμένες θεραπείες.
Η χορήγηση ροπεγιντερφερόνης άλφα - 2β, συστήνεται επίσης σε ασθενείς με αληθή πολυκυτταραιμία χαμηλού κινδύνου, καθώς και σε ασθενείς υψηλού κινδύνου, οι οποίοι εμφανίζουν αντοχή ή δυσανεξία στην υδροξυουρία. Νεότεροι παράγοντες στη θεραπεία της αληθούς πολυκυτταραιμίας, αποτελούν η ρουσφερτίδη (Rusfertide), και η γκιβινοστάτη (Givinostat). Η θεραπεία με ρουσφερτίδη, που μιμείται τη δράση της εψιδίνης, οδήγησε σε μείωση της τιμής του αιματοκρίτη. Η γκιβινοστάτη αποτελεί έναν αναστολέα των αποακετυλασών των ιστονών που χορηγείται από το στόμα και καταστέλλει την πρωτεΐνη JAK2 και εμφανίζει ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε κλινικές μελέτες.
Σε ασθενείς με μυελοίνωση η χορήγηση πακριτινίμπης (Pacritinib) ή φεμπρατινίμπης (Febratinib) έχει προστεθεί στις θεραπευτικές επιλογές των ασθενών οι οποίο δεν είναι κατάλληλοι για αλλογενή μεταμόσχευση.
Τέλος, σε ασθενείς με χαμηλού κινδύνου μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα και ανθεκτική αναιμία, η οποία δεν ανταποκρίνεται στη χορήγηση μεταγγίσεων, η χορήγηση λουσπατερσέπτης (Luspatercept) οδήγησε σε αύξηση τις τιμής του αιματοκρίτη και μείωση της ανάγκης μεταγγίσεων.
Συμπερασματικά, η κλινική έρευνα στον τομέα των αιματολογικών κακοηθειών αναδεικνύει συνεχώς νέους αποτελεσματικούς και ασφαλείς συνδυασμούς φαρμάκων που εμπλουτίζουν τη θεραπευτική φαρέτρα και συμβάλλουν ουσιαστικά στην επιβίωση και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.