Ανησυχητικές είναι οι εξελίξεις σχετικά με τον ιό του Δυτικού Νείλου στην Ελλάδα. Η χώρα μας είναι πρώτη στην Ευρώπη σε κρούσματα και θανάτους για το 2024.
Όπως επισήμανε η καθηγήτρια Επιδημιολογίας, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, η λοίμωξη έχει γίνει πλέον ενδημική στη χώρα και ευνοείται από την κλιματική αλλαγή και τις υψηλές θερμοκρασίες. «Μετά από έναν ήπιο χειμώνα και αυξημένες θερμοκρασίες τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες, έχουμε καταγράψει 17 θανάτους και πάνω από 100 περιστατικά με επιπτώσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα» δήλωσε μιλώντας στην ΕΡΤ.
Ο ιός μεταδίδεται από τα κουνούπια και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν προκαλεί συμπτώματα. Μπορεί όμως να προκαλέσει δυνητικά θανατηφόρο εγκεφαλίτιδα σε ηλικιωμένους και άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.
«Είναι σημαντικό να χρησιμοποιούμε αντικουνουπικά μέσα, ειδικά το βράδυ» τόνισε η κ. Ψαλτοπούλου και πρόσθεσε: «Το 80% των προσβεβλημένων δεν εμφανίζουν καθόλου συμπτώματα, ενώ το 20% έχει ήπια συμπτώματα. Ωστόσο, οι θάνατοι αφορούν κυρίως άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω». Επίσης, οι εγκυμονούσες και τα παιδιά θα πρέπει να προστατεύονται».
Η κ. Ψαλτοπούλου αναφέρθηκε ακόμα στον κορονοϊό, ο οποίος, όπως είπε, συνεχίζει να προκαλεί 30 με 40 θανάτους την εβδομάδα, καθώς και στο εμβόλιο της γρίπης, του οποίου η χορήγηση θα ξεκινήσει τον Οκτώβριο.
Πρώτη η Ελλάδα σε κρούσματα και θανάτους
Σημειώνεται πως σύμφωνα με το ECDC, η Ελλάδα βρίσκεται πρώτη στην Ευρώπη με τα περισσότερα κρούσματα του ιού του Δυτικού Νείλου. Συγκεκριμένα, έως τις 31 Ιουλίου στην Ελλάδα είχαν καταγραφεί 31 σοβαρά κρούσματα και ακολουθούν η Ιταλία με 25 και η Ισπανία με 5.
Μέσα στο 2024, ο ιός του Δυτικού Νείλου προκάλεσε 5 θανάτους στην Ελλάδα, 2 στην Ιταλία και έναν στην Ισπανία.
Η θνησιμότητα φέτος ήταν 13% μέχρι στιγμής, ποσοστό συγκρίσιμο με το 11% που παρατηρήθηκε την προηγούμενη δεκαετία. Όλοι οι θάνατοι που αναφέρθηκαν φέτος ήταν σε άτομα άνω των 65 ετών, παρόμοια με τα προηγούμενα χρόνια, όπου οι περισσότεροι θάνατοι ήταν επίσης μεταξύ ηλικιωμένων. Νευρολογικές επιπτώσεις αναφέρθηκαν στο 75% των περιπτώσεων φέτος, από 65% την προηγούμενη δεκαετία.