Οδοιπορικό στα πεδία των μαχών θυμίζει το καθημερινό δελτίο θεμάτων πολιτικής και οικονομικών της Υγείας, με την κυβέρνηση να έχει βάλει ψηλά τον πήχη του εκσυγχρονισμού με τις «πλάτες» του Ταμείου Ανάκαμψης, και τους υγειονομικούς να ψάχνουν… έξοδο διαφυγής από ένα δημόσιο σύστημα υγείας που χρειάζεται πολύ δουλειά για να γίνει βιώσιμο.
Κάπως έτσι, χθες, την παρέμβαση της Ελληνικής Ακτινολογικής Εταιρείας (Ε.Α.Ε.) προς την Εθνική Κεντρική Αρχή Προμηθειών Υγείας (Ε.Κ.Α.Π.Υ.) προκάλεσε το γεγονός ότι «έχουν υποβληθεί πολλαπλές παρατηρήσεις, ενστάσεις και σχόλια στη Δημόσια Διαβούλευση για τις τεχνικές προδιαγραφές, που αφορούν ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό, που προορίζεται να εγκατασταθεί στα δημόσια Νοσοκομεία της χώρας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης».
Η Ε.Α.Ε. έστειλε επιστολή στην Ε.Κ.Α.Π.Υ. επισημαίνοντας ότι μάλλον δεν υπήρξε καμία καθοδήγηση επιστημονικών κριτηρίων και κλινικών αναγκών, από εμπειρογνώμονες, προς τους συντάκτες για την τελική διαμόρφωση των τεχνικών προδιαγραφών προς διαβούλευση, ανά τεχνολογία, ή απεικονιστική πράξη και κυρίως ανά νοσοκομείο, ή άλλη δομή για την οποία προορίζεται ο προς διάθεση εξοπλισμός (π.χ. Κέντρο Υγείας, Νοσοκομείο κ.λ.π.) ώστε η αξιοποίηση αυτού να είναι η πλέον δόκιμη, βέλτιστη και αποτελεσματική».
Εξάλλου, στην επιστολή της, η Ε.Α.Ε. ζητεί να ενημερωθεί σχετικά με την διάθεση και κατανομή του προς προμήθεια εξοπλισμού στη χώρα μας, καθώς και για το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του έργου και θέτει στη διάθεση της Ε.Κ.Α.Π.Υ., ομάδες ειδικών εμπειρογνωμόνων, ιατρών ακτινολόγων, οι οποίοι θα πρέπει στο μέλλον να αξιοποιούνται σε διαδικασίες σύνταξης, ή αξιολόγησης τεχνικών προδιαγραφών συστημάτων και υλικών που αφορούν την ειδικότητα της Ακτινολογίας.
Κλινικές μελέτες
Η κυβέρνηση πάντως συνεχίζει ακάθεκτη το έργο της -παρά τις διαφαινόμενες προχειρότητες και βιασύνες σε κάποια σημεία σαν αυτό που περιγράφουν παραπάνω οι ακτινολόγοι- με τρία υπουργεία να συνυπογραφούν χθες κάτι εκ πρώτης ασήμαντο, αλλά στην ουσία του εξαιρετικά σημαντικό γενικά για την Οικονομία της χώρας!
Όπως έγινε λοιπόν γνωστό, Αυτοτελή Τμήματα Κλινικών Μελετών δημιουργούνται σε 65 νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), σύμφωνα με όσα προβλέπει Κοινή Υπουργική Απόφαση που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Τα τμήματα αναμένεται να συσταθούν σε νοσηλευτικά ιδρύματα δυναμικότητας μεγαλύτερης των 200 κλινών, αποτελώντας το εφαλτήριο να ξεφύγει η χώρα μας από τις σημερινές αρνητικές επιδόσεις σε ό,τι αφορά στη διενέργεια κλινικών μελετών.
Την απόφαση υπογράφουν ο υπουργός Εσωτερικών, Θεόδωρος Λιβάνιος, ο υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Αθανάσιος Πετραλιάς και ο υφυπουργός Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους και προβλέπει την εξειδίκευση των αρμοδιοτήτων και τη ρύθμιση του τρόπου οργάνωσης, λειτουργίας και στελέχωσης του Αυτοτελούς Τμήματος Κλινικών Μελετών στα νοσοκομεία του ΕΣΥ με εξειδικευμένο και έμπειρο προσωπικό, καθώς και τη ρύθμιση κάθε άλλου αναγκαίου ζητήματος.
Γιατί είναι σημαντικά τα τμήματα αυτά, αν λειτουργήσουν σύντομα και σωστά;
Επειδή η χώρα μας χάνει κάθε χρόνο εκατομμύρια ευρώ από κλινικές μελέτες που δεν διεξάγονται σε ελληνικά νοσοκομεία λόγω της γραφειοκρατίας και των καθυστερήσεων σε όλη την αλυσίδα έγκρισης, με αποτέλεσμα οι φαρμακευτικές εταιρίες να αναζητούν πιο καλά οργανωμένες χώρες… Από τις κλινικές μελέτες κερδίσουν χρήματα οι Υγειονομικές Περιφέρειες (ΥΠΕ), τα δημόσια νοσοκομεία και τελευταία οι γιατροί που τις διεξάγουν. Επίσης, ωφελούνται σοβαρά πάσχοντες από τα καινοτόμα φάρμακα στα οποία έχουν πρώιμη πρόσβαση… Και μην βιαστεί κάποιος να σκεφτεί ότι οι ασθενείς γίνονται πειραματόζωα, διότι στις κλινικές μελέτες ο ασθενής παρακολουθείται πιο στενά παρά ποτέ, καταγράφονται λεπτομερώς όλες οι παρενέργειες, και η αγωγή σταματάει άμεσα σε όποιον δεν του κάνει καλό ή του προκαλεί παρενέργειες.
Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με στοιχεία των ΙΟΒΕ- ΣΦΕΕ (έκθεση του 2022), το Βέλγιο, μια χώρα που μπορεί να συγκριθεί με την Ελλάδα πληθυσμιακά, διεξήγαγε 12.000 κλινικές μελέτες για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων.
Ενώ ο αριθμός των κλινικών μελετών ανεξαρτήτως φάσης ή σταδίου, που διενεργήθηκαν στην Ελλάδα από το 2002 μέχρι 3.839 εκ των οποίων οι 2.250 ολοκληρωμένες.