Πρόσφατες εκτιμήσεις για τα κράτη μέλη της ΕΕ δείχνουν ότι το 31% των ανδρών και το 25% των γυναικών αναμένεται να διαγνωστούν με καρκίνο πριν συμπληρώσουν την ηλικία των 75 ετών, ενώ το 14% των ανδρών και το 9% των γυναικών εκτιμάται ότι πεθαίνουν από καρκίνο πριν φτάσουν τα 75.
Οι προβλέψεις προέρχονται από στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών για τον Καρκίνο (ECIS) και επιβεβαιώνουν ότι ο καρκίνος επηρεάζει λίγο περισσότερο τους άνδρες από τις γυναίκες, με τους άνδρες να αντιπροσωπεύουν το 53% των νέων περιπτώσεων καρκίνου και το 55% των θανάτων από καρκίνο το 2022.
Τα νέα κρούσματα καρκίνου αυξήθηκαν κατά 2,3% το 2022 σε σύγκριση με το 2020, φτάνοντας τα 2,74 εκατομμύρια και οι θάνατοι από καρκίνο αυξήθηκαν κατά 2,4%. Ο καρκίνος του προστάτη ήταν ο τρίτος πιο διαγνωσμένος καρκίνος στην ΕΕ με εκτιμώμενες 330.000 περιπτώσεις, που αποτελούν το 12,1% όλων των περιπτώσεων. Ακολουθεί ο καρκίνος του μαστού (380.000, 13,8%) και του παχέος εντέρου (356.000, 13%).
Υψηλότερα ποσοστά επίπτωσης έχουμε στις δυτικές και βόρειες χώρες της ΕΕ (πάνω από 640 νέα κρούσματα ανά 100.000 άτομα) και υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας στις χώρες της Ανατολικής ΕΕ (περισσότεροι από 300 θάνατοι ανά 100.000 άτομα).
Αυτές οι γεωγραφικές διαφορές μπορούν να διαμορφωθούν από τον επιπολασμό βασικών παραγόντων κινδύνου για συγκεκριμένους καρκίνους, την αποτελεσματική υλοποίηση εθνικών σχεδίων ελέγχου του καρκίνου, την αποτελεσματική εφαρμογή προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου για καρκίνους του μαστού, του τραχήλου της μήτρας και του παχέος εντέρου, καθώς και τις παραλλαγές στη διαγνωστική πρακτική.
Ειδικά για τον καρκίνο του προστάτη, σύμφωνα με το έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό NEJM ( Nee England Journal of Medicine) έγινε αξιολόγηση του πολυγονιαδιακού δείκτη στον προσυμπτωματικό έλεγχο για τον καρκίνο του προστάτη.
Είναι γνωστό ότι η επίπτωση του καρκίνου του προστάτη αυξάνει και ο προσυμπτωματικός έλεγχος με τη μέτρηση του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) παρουσιάζει υψηλό ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων.
Οι μελέτες συσχέτισης σε όλο το γονιδίωμα (GWAS) έχουν εντοπίσει κοινούς γονιδιακούς πολυμορφισμούς σε άτομα με καρκίνο του προστάτη, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό ενός πολυγονιδιακού δείκτη κινδύνου (polygenic risk score) που σχετίζεται με τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Προσεγγίστηκαν άτομα ηλικίας 55 έως 69 ετών από κέντρα πρωτοβάθμιας περίθαλψης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Χρησιμοποιώντας το βλαστικό DNA που ελήφθη από δείγματα σάλιου υπολογίστηκαν πολυγονιδιακοί δείκτες κινδύνου με βάση 130 γονιδιακές παραλλαγές (variants) που είναι γνωστό ότι σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του προστάτη.
Οι συμμετέχοντες με πολυγονιδιακό δείκτη στο 90ό εκατοστημόριο ή υψηλότερα προσκλήθηκαν να υποβληθούν σε προσυμπτωματικό έλεγχο για καρκίνο του προστάτη με πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία (MRI) και διαπερινεϊκή βιοψία, ανεξάρτητα από τα επίπεδα PSA.
Από τους 40.292 άνδρες που προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν, 8.953 (22,2%) εκδήλωσαν ενδιαφέρον και 6.393 υποβλήθηκαν σε υπολογισμό πολυγονιδιακού δείκτη κινδύνου· από αυτούς, οι 745 (11,7%) είχαν δείκτη στο 90ό εκατοστημόριο ή υψηλότερα και προσκλήθηκαν για έλεγχο. Από αυτούς τους 745, οι 468 (62,8%) υποβλήθηκαν σε MRI και βιοψία προστάτη, και διαγνώστηκε καρκίνος του προστάτη σε 187 άτομα (40,0%). Η διάμεση ηλικία κατά τη διάγνωση ήταν τα 64 έτη (εύρος: 57 έως 73). Από τους 187 συμμετέχοντες με καρκίνο, οι 103 (55,1%) είχαν καρκίνο που ταξινομήθηκε ως ενδιάμεσου ή υψηλότερου κινδύνου, σύμφωνα με τα κριτήρια του National Comprehensive Cancer Network (NCCN) του 2024, και επομένως υπήρχε ένδειξη για θεραπεία· σε 74 από αυτούς τους 103 (71,8%), ο καρκίνος δεν θα είχε εντοπιστεί με βάση το ισχύον διαγνωστικό πρωτόκολλο στο Ηνωμένο Βασίλειο (υψηλό PSA και θετικό MRI). Επιπλέον, 40 από τα άτομα με καρκίνο (21,4%) είχαν νόσο ταξινομημένη ως δυσμενούς ενδιάμεσου κινδύνου ή υψηλού/πολύ υψηλού κινδύνου, σύμφωνα με τα κριτήρια του NCCN.
Συμπερασματικά φάνηκε ότι σε πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου για καρκίνο του προστάτη, στο οποίο συμμετείχαν άνδρες που ανήκαν στο ανώτατο δεκατημόριο κινδύνου σύμφωνα με τον πολυγονιδιακό δείκτη, το ποσοστό ατόμων με κλινικά σημαντική νόσο ήταν υψηλότερο σε σύγκριση με το ποσοστό που θα είχε εντοπιστεί με τη χρήση PSA ή MRI μόνο.