Η βία τόσο των εφήβων, όσο και των ενηλίκων έχει αυξηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια και οι παράγοντες είναι πολλοί. Το δυσάρεστο αυτό το φαινόμενο συμβαίνει, τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Η βία των εφήβων και των νέων ανθρώπων αφορά την βία 12 έως 25 ετών. Άλλοτε γνωρίζονται μεταξύ τους, άλλοτε όχι. Συνήθως λαμβάνει χώρα εκτός σπιτιού και σπανιότερα εντός. Μπορεί να ξεκινήσει από εκφοβισμό, διαδικτυακό ή διά ζώσης και να κορυφωθεί σε σωματική βία, ή και πιο σοβαρές σεξουαλικές ή σωματικές βλάβες, με ή χωρίς όπλα, μαχαίρια κλπ.
Μπορεί να οδηγήσει σε χρόνιες αναπηρίες, μακροχρόνια προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας και ασφαλώς και θανάτου. Πολύ συχνά συνδέεται με απουσίες από το σχολείο, κακή επίδοση, ελλειμματική νοητική ανάπτυξη. Αποτελεί τον τρίτο λόγο θανάτου για αυτές τις ηλικίες.
Παγκοσμίως 176.000 θάνατοι συμβαίνουν κάθε χρόνο, λόγω της βίας των νέων, το οποίο αποτελεί το 37% των ανθρωποκτονιών παγκοσμίως κάθε χρόνο. Πάνω από 20.000 Ευρωπαίοι ηλικίας 15- 29 ετών χάνουν τη ζωή τους λόγω της βίας κάθε χρόνο.
Στην κεντρική Αμερική η βία αφορά το 23% και στην υποσαχάρια Αφρική το 48,2%.
Το 2022 καταγράφηκαν περισσότερες γυναίκες θύματα της βίας από άντρες. Η Ισλανδία θεωρείται η πιο ασφαλής χώρα, όσον αφορά την βία και η Σερβία πιο επικίνδυνη.
Στις χώρες με υψηλό βιοτικό επίπεδο η βία είναι λιγότερη, ενώ σε χώρες με μεσαίο ή χαμηλό βιοτικό επίπεδο η βία είναι περισσότερη.
Η σεξουαλική βία, επίσης, αποτελεί σημαντικό ποσοστό. 1 στα 8 νέα άτομα αναφέρει σεξουαλική βία.
Μία μελέτη σε 40 αναπτυσσόμενες χώρες έδειξε ότι ένα ποσοστό 42% των αγοριών και ένα ποσοστό 37% των κοριτσιών είχαν εκτεθεί σε εκφοβισμό . Τα προβλήματα στους εφήβους που έχουν υποστεί βία είναι και σε ψυχολογικό και σωματικό και κοινωνικό επίπεδο και μπορεί να έχουν μακρόχρονη επίδραση στη ζωή ενός ατόμου.
Ασφαλώς, δεν επηρεάζονται μόνο τα άτομα, αλλά και οι οικογένειές τους, οι φίλοι τους και η ευρύτερη κοινότητα στην οποία ανήκουν.
Συγχρόνως, απασχολείται η δικαιοσύνη, τα συστήματα υγείας και ασφαλώς όλα αυτά μειώνουν την παραγωγικότητα και την προώθηση της ψυχικής και σωματικής υγείας μιας κοινωνίας.
- Παράγοντες κινδύνου για να αναπτύξει ένα άτομο βία είναι οι εξής :διαταραχές προσοχής υπερκινητικότητα, διαταραχές συμπεριφοράς, πρώιμη εμπλοκή με αλκοόλ, ναρκωτικά και τσιγάρο, χαμηλή νοημοσύνη και χαμηλοί εκπαιδευτικοί στόχοι, μειωμένη επένδυση στο σχολείο, σχολική αποτυχία, ανεργία, έκθεση στη βία στην οικογένεια.
Παράγοντες κινδύνου στην οικογένεια: μειωμένη επίβλεψη των παιδιών από τους γονείς, μη σταθεροί κανόνες πειθαρχίας, χαμηλά επίπεδα σύνδεσης γονιών και παιδιών, μειωμένη εμπλοκή των γονιών στις δραστηριότητες των παιδιών, εγκληματικότητα, ή χρήση ουσιών των γονέων, κατάθλιψη των γονιών χαμηλό βιοτικό επίπεδο, ανεργία στην οικογένεια που συνδέεται με παραβατικότητα.
Παράγοντες κινδύνου στο κοινωνικό πλαίσιο που ζει το άτομο: πρόσβαση και κατάχρηση στο αλκοόλ, πρόσβαση και κατάχρηση όπλων, πρόσβαση σε παράνομες ουσίες, κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, φτώχεια, ο βαθμός στον οποίο μία χώρα τηρεί τους νόμους, αλλά συγχρόνως και ο βαθμός στον οποίο έχει στρατηγικές, όσον αφορά την εκπαίδευση και την κοινωνική πρόνοια και προστασία.
Απαιτείται πρόληψη και ανάπτυξη δεξιοτήτων, καθώς και προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης, έτσι, ώστε να βοηθηθούν τα παιδιά και οι έφηβοι να διαχειρίζονται το θυμό, να επιλύουν συγκρούσεις και να αναπτύσσουν δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων.
Επίσης ,εκπαίδευση στα σχολεία, όσον αφορά την πρόληψη της βίας. Ακόμα Προγράμματα που υποστηρίζουν γονείς και διδάσκουν θετικές γονεϊκές δεξιότητες, προσχολικά προγράμματα που παρέχουν στα παιδιά δεξιότητες ανάλογα με την ηλικία, θεραπευτικές προσεγγίσεις για νέους που βρίσκονται σε ομάδες υψηλού κινδύνου, μείωση της πρόσβασης στο αλκοόλ, παρεμβάσεις και εκπαίδευση για τις αρνητικές συνέπειες των ναρκωτικών, απαγόρευση άδειας για κατοχή όπλων, βελτίωση του αστικού τοπίου, πρόληψη της φτώχειας και των μεγάλων κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, πρόσβαση στους φορείς υγείας.
Το νέο άτομο που ασκεί βία συχνά θα την επαναλάβει και στην πορεία της ζωής του, αν δεν εμπλακεί σε ένα ψυχοθεραπευτικό και κοινωνικό πλαίσιο, έτσι ,ώστε να διερευνηθούν τα αίτια και να κάνει προσωπικές αλλαγές.
Από την άλλη , αν ένα άτομο βρεθεί σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον, που θα το «αγκαλιάσει» και θα το βοηθήσει να διαχειριστεί τα τραύματα του παρελθόντος και να προχωρήσει, χωρίς βία στη ζωή του, τότε θα είναι πολύ τυχερό. Πάλι όμως και εκεί χρειάζεται η βοήθεια του ειδικού.
Πολλές φορές η βίαιη συμπεριφορά εκδηλώνεται και όταν οδηγούμε, όλοι μας τα βιώνουμε καθημερινά.
Άγχος, κόπωση, βιασύνη, ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας του τύπου «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», υποτίμηση της οδηγικής ικανότητας των άλλων οδηγών, παρορμητικότητα, ή, απλά στιγμιαία εκτόνωση μπορεί να είναι κάποιοι από τους λόγους που βρίζουμε όταν οδηγούμε.
Στο αυτοκίνητο είμαστε σε έναν ιδιωτικό χώρο και νιώθουμε ελεύθεροι να εκφραστούμε, να εκτονωθούμε, όπως θέλουμε, χωρίς συνέπειες. Κάποιες φορές βρίζουμε απλά για εκτόνωση και όχι γιατί κάποιος άλλος οδηγός έκανε κάτι τόσο απαράδεκτο.
Σε άλλες περιπτώσεις, βέβαια, οι βρισιές και η επιθετική στάση κατά την οδήγηση δεν είναι πάντα χωρίς συνέπειες. Πολλοί άνθρωποι όταν βρίζουν άλλους οδηγούς ή και πεζούς μπορεί να βγουν έξω απ’ το αυτοκίνητο, να «πιαστούν στα χέρια» με επικίνδυνη συχνά κατάληξη. Οι οδηγοί που βρίζουν και συγχρόνως στο αυτοκίνητο υπάρχει συνοδηγός μπορεί επίσης να δημιουργήσουν ένταση, εκνευρισμό και επιθετικό διάλογο μεταξύ οδηγού και συνοδηγού.
Όλα τα παραπάνω, ασφαλώς, ενέχουν και τον κίνδυνο ατυχήματος ή και δυστυχήματος, όταν ο εκνευρισμός κατά την οδήγηση συνοδεύεται και από αύξηση της ταχύτητας. Παράλληλα, όταν κάποιος βρίζει και χάνει την ψυχραιμία του συχνά μπορεί να εμφανίσει διαταραχές προσοχής και συγκέντρωσης, τρόμο, κλπ.
Μελέτες αναφέρουν ότι οι νέοι ενήλικες άνδρες είναι αυτοί που βρίζουν πιο συχνά στην οδήγηση. Επίσης, μποτιλιαρισμένοι δρόμοι ενισχύουν την ένταση.
Γενικότερα, άνθρωποι αγχώδεις, με υψηλά επίπεδα stress στη ζωή τους, άτομα, τα οποία, δεν εκδηλώνουν το άγχος τη στιγμή που προκύπτει η ένταση, μεταθέτουν τον εκνευρισμό και την εκτόνωση του stress κατά την οδήγηση. Η κόπωση επίσης και η έλλειψη υπομονής αποτελούν λόγους για να βρίζουμε στο αυτοκίνητο.
Σε άλλες περιπτώσεις, αυτή η συμπεριφορά μπορεί να συνδέεται και με κατάχρηση ουσιών ή αλκοόλ.
Θα πρέπει βέβαια να πούμε ότι στο πολύ μεγάλο ποσοστό, η συμπεριφορά αυτή δεν έχει περαιτέρω συνέπειες, ωστόσο συνοδηγοί ατόμων που διαπιστώνουν ότι η συμπεριφορά τους μπορεί να έχει επικίνδυνες συνέπειες, θα πρέπει να το επισημάνουν στον οδηγό να απευθυνθεί σε ειδικό. Όταν δε, αυτή η συμπεριφορά εκδηλώνεται και σε άλλες καταστάσεις της ζωής του ατόμου τότε αυτό είναι απαραίτητο για να μάθει το άτομο να διαχειρίζεται το θυμό του. Υπάρχουν εύκολες και σύντομες ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις για την διαχείριση του θυμού, όπως γνωσιακή ψυχοθεραπεία, τεχνικές χαλάρωσης κλπ. Οι τεχνικές αυτές βοηθούν τα άτομα να ελέγχουν παρορμητικές αντιδράσεις και να ρυθμίζουν το stress, βελτιώνοντας έτσι και την σωματική και την ψυχική τους υγεία.