Προβληματισμό για την αντιμετώπιση της ειδικότητας του οικογενειακού γιατρού εκφράζει με ανακοίνωσή της η αρμόδια επαγγελματική ένωση.
Ειδικότερα, με αφορμή τον εορτασμό της παγκόσμιας ημέρας Οικογενειακού Ιατρού (στις 19 Μαΐου), η Πανελλήνια Επαγγελματική Ένωση Γενικής Οικογενειακής Ιατρικής σημειώνει πως ο θεσμός, ο οποίος «έχασε αρχικά το όνομά του», ακολούθως χάνει μέρα με τη μέρα τον ρόλο του, τείνοντας να καταλήξει «τροχονόμος» και όχι συντονιστής της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
Στο πλαίσιο αυτό ζητά από τους γιατρούς να ενωθούν και «να προσπαθήσουμε όλοι μαζί να αποκτήσει η ειδικότητά μας τη θέση που της αρμόζει» στο ελληνικό σύστημα Υγείας.
Η ανακοίνωση της Ένωσης των οικογενειακών γιατρών:
«Με αφορμή τον εορτασμό της παγκόσμιας ημέρας Οικογενειακού Ιατρού θα θέλαμε να μοιραστούμε μαζί σας ορισμένες σκέψεις σχετικά με την ειδικότητά της Γενικής Οικογενειακής Ιατρικής. Η ειδικότητά μας δημιουργήθηκε για να πρωτοστατήσει στην εγκαθίδρυση ενός συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) σύμφωνου με τα διεθνή πρότυπα. Θα ήταν πραγματικά μεγάλη η χαρά μας αν μπορούσαμε να γιορτάσουμε τη σημερινή ημέρα αναγνώρισης της προσφοράς του Γενικού Οικογενειακού Ιατρού (ΓΟΙ) και στη χώρα μας, δυστυχώς όμως το συναίσθημα που ξεχειλίζει μέσα μας δεν είναι αυτό της χαράς και της ικανοποίησης.
Είναι γεγονός ότι η ειδικότητά μας, αντί να πρωτοστατεί εντός της ΠΦΥ, ουσιαστικά παραγκωνίζεται καθημερινά. Οι περιορισμοί που υφίστανται οι ΓΟΙ είναι ποικίλοι και συμβαίνουν σε πολλά επίπεδα. Ξεκινούν από περιορισμούς στη συνταγογράφηση παραπεμπτικών για φυσικοθεραπείες, επιθέματα κ.α., χωρίς καμία επιστημονική εξήγηση και συνεχίζουν με απουσία εκπροσώπησης της ειδικότητάς μας στις επιτροπές διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων συνταγογράφησης. Ως αποτέλεσμα, οι ΓΟΙ αποκλειόμαστε συχνά από τη χορήγηση θεραπευτικών αγωγών για την αντιμετώπιση χρόνιων νοσημάτων, παρά το γεγονός ότι αυτά εμπίπτουν στο γνωστικό μας αντικείμενο. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ ένας γενικός οικογενειακός ιατρός θεωρείται ικανός να αντιμετωπίσει καταστάσεις υψίστης επικινδυνότητας στα ΤΕΠ, θεωρείται μη ικανός να παρακολουθήσει το ίδιο νόσημα στο τακτικό του ιατρείο εφόσον δεν του επιτρέπεται να χορηγεί την χρόνια αγωγή που χρειάζεται ο ασθενής του.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τα κριτήρια αποκλεισμού δεν είναι επιστημονικά αλλά αποσκοπούν στον περιορισμό της φαρμακευτικής δαπάνης, γι’ αυτό άλλωστε αφορούν φαρμακευτικά σκευάσματα υψηλού κόστους που χρησιμοποιούνται συχνά σε συνήθη χρόνια νοσήματα. Έχουμε εξηγήσει πολλές φορές την αντίθεσή μας σε αυτήν τη λογική, πρωτίστως διότι η χορήγηση της ενδεδειγμένης φαρμακευτικής αγωγής είναι δικαίωμα όλων των πολιτών που την έχουν ανάγκη ανεξαρτήτως οικονομικού κόστους και δευτερευόντως διότι ο τρόπος περιορισμού της φαρμακευτικής δαπάνης παγκοσμίως δεν γίνεται με τον περιορισμό και τον αποκλεισμό αλλά με την ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Αντί για την πολυπόθητη αυτή ενίσχυση, βιώνουμε συχνά την απουσία κάθε σεβασμού στο επιστημονικό και κοινωνικό έργο μας, μέσω των υποχρεωτικών μετακινήσεών μας από το χώρο της ΠΦΥ σε άλλη υγειονομική βαθμίδα προκειμένου να καλύψουμε πρόσκαιρες ανάγκες του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Οι αποκλεισμοί όμως της ειδικότητάς μας δεν σταματούν στα παραπάνω. Η απουσία ακαδημαϊκής έδρας της Γενικής Οικογενειακής Ιατρικής και ο αποκλεισμός μας από εξειδικεύσεις και μετεκπαιδεύσεις σε συνήθη χρόνια νοσήματα φανερώνουν μια παράλογη υποβάθμιση του επιστημονικού μας υπόβαθρου. Ο Γενικός Οικογενειακό Ιατρός, όπως και κάθε άλλος ιατρός, έχει σπουδάσει Ιατρική τουλάχιστον για 6 έτη πριν την επιλογή της ειδικότητάς του. Την Γενική Οικογενειακή Ιατρική την επιλέγει επειδή πιστεύει στην ολιστική ιατρική προσέγγιση του ατόμου. Σε καμία περίπτωση η επιλογή της ειδικότητάς μας δεν μπορεί να βασιστεί σε ένα πρόσκαιρο οικονομικό κίνητρο και για το λόγο αυτό παρόμοιες τάχα δελεαστικές τακτικές είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Εάν η πολιτεία πράγματι ενδιαφέρεται να αυξήσει τον αριθμό των ΓΟΙ για τη στελέχωση της ΠΦΥ, τότε ας φροντίσει για την επιστημονική και κοινωνική καταξίωσή τους και όχι για την υποβάθμισή τους σε γραμματείς με ιατρικές γνώσεις.
Δυστυχώς, έως σήμερα, οι προτάσεις και τα δίκαια αιτήματά μας αγνοούνται διαχρονικά. Ακόμη όμως και όταν συμβεί να δικαιωθούν λόγω υποχρεωτικών μεταρρυθμίσεων, ανακοινώνονται, νομοθετούνται αλλά στο τέλος “προσαρμόζονται” στα δεδομένα του υπάρχοντος συστήματος χάνοντας μεγάλο μέρος της ουσίας τους. Αυτό συνέβη και στο θεσμό του Οικογενειακού Ιατρού, ο οποίος έχασε αρχικά το όνομά του και ακολούθως χάνει μέρα με τη μέρα το ρόλο του, τείνοντας να καταλήξει “τροχονόμος” και όχι συντονιστής της ΠΦΥ. Πως θα μπορούσε άλλωστε να το κάνει όταν του αφαιρούνται προνόμια και του επιβάλλονται περιορισμοί και όταν το ρόλο του μπορούν να αναλάβουν πλέον και συνάδελφοι που δεν έχουν τελειώσει ή καν αρχίσει την ιατρική τους ειδικότητα;
Ως Πανελλήνια Επαγγελματική Ένωση Γενικής Οικογενειακής Ιατρικής έχουμε θέσει στην πολιτεία τους προβληματισμούς μας και έχουμε καταθέσει πολλές φορές τις προτάσεις μας. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε λάβει ως τώρα απάντηση, παραμένουμε συνεχώς στη διάθεση του Υπουργείου για οποιαδήποτε συνεργασία θα μπορούσε να βοηθήσει στην επίλυσή των δίκαιων αιτημάτων μας. Αγαπητοί συνάδελφοι, δεν χωράει αμφιβολία ότι όσοι επιθυμούμε ακόμη να εργαστούμε σε αυτή τη χώρα, θα πρέπει να ΕΝΩΘΟΥΜΕ και να προσπαθήσουμε όλοι μαζί να αποκτήσει η ειδικότητά μας τη θέση που της αρμόζει στο σύστημα υγείας. Έτσι, ίσως μπορέσει να αντιληφθεί και η πολιτεία τον κομβικό μας ρόλο στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την υγεία και ίσως κάποτε γιορτάσουμε την 19η Μαΐου ως την παγκόσμια ημέρα Γενικού Οικογενειακού Ιατρού και στην Ελλάδα».