Ο καρκίνος στο πάγκρεας θεωρείται στην εποχή μας μία από τις πιο επιθετικές μορφές της νόσου, με υψηλά ποσοστά θνησιμότητας και περιορισμένες δυνατότητες έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας.
Αν και το κάπνισμα, η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης έχουν ήδη αναγνωριστεί ως σημαντικοί παράγοντες κινδύνου, η σχέση του αλκοόλ με την ανάπτυξη της συγκεκριμένης ασθένειας παρέμενε μέχρι πρότινος ασαφής. Μια νέα, εκτεταμένη επιστημονική μελέτη έρχεται να ρίξει περισσότερο φως σε αυτό το ερώτημα.
Η Θεοδώρα Ψαλτοπούλου καθηγήτρια Θεραπευτικής – Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής, Παθολόγος (Θεραπευτική Κλινική Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα), η βιολόγος Αλεξάνδρα Σταυροπούλου και ο Θάνος Δημόπουλος (τ. πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας, διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) αναφέρουν ότι η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό PLOS Medicine τον Μάιο του 2025, ανέλυσε δεδομένα από 30 μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες που διεξήχθησαν σε Ασία, Αυστραλία, Ευρώπη και Βόρεια Αμερική και στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 2,4 εκατομμύρια ενήλικες, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο για 16 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου καταγράφηκαν πάνω από 10.000 περιστατικά καρκίνου του παγκρέατος.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση αλκοόλ συσχετίζεται θετικά με την εμφάνιση του καρκίνου του παγκρέατος, με τον κίνδυνο να αυξάνεται όσο αυξάνεται και η ποσότητα της κατανάλωσης. Ειδικότερα, τα 30 έως 60 γραμμάρια αλκοόλ την ημέρα (περίπου 2-4 ποτά) αύξανε τον κίνδυνο κατά 12%, ενώ κατανάλωση άνω των 60 γραμμαρίων (πάνω από 4 ποτά) ανέβαζε αυτό το ποσοστό στο 32% -πάντα σε σύγκριση με άτομα που έπιναν πολύ λίγο ή καθόλου.
Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και μια αύξηση κατά 10 γραμμάρια αλκοόλ την ημέρα φάνηκε να αυξάνει τον κίνδυνο κατά 3%.
Η σχέση αυτή παρέμεινε στατιστικά σημαντική ακόμη και μετά την προσαρμογή για άλλους γνωστούς παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα, ο δείκτης μάζας σώματος, το ιστορικό διαβήτη, η φυσική δραστηριότητα και το επίπεδο εκπαίδευσης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η σύνδεση ανάμεσα στο αλκοόλ και τον καρκίνο στο πάγκρεας εντοπίστηκε τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες, καθώς και σε άτομα που δεν είχαν καπνίσει ποτέ. Στις γυναίκες, μάλιστα, ο αυξημένος κίνδυνος έγινε εμφανής ήδη από την κατανάλωση 15 γραμμαρίων την ημέρα (περίπου 1-2 ποτά).
Καρκίνος στο πάγκρεας: Τα ποτά που πρέπει να αποφεύγονται
Όσον αφορά τον τύπο αλκοολούχου ποτού, τα ευρήματα έδειξαν ότι η μπίρα και τα οινοπνευματώδη (π.χ. ουίσκι, βότκα) σχετίζονταν με αυξημένο κίνδυνο, ενώ το κρασί δεν παρουσίασε συσχέτιση. Η διαφορά αυτή ενδέχεται να αντανακλά διαφορετικά μοτίβα κατανάλωσης, ή ακόμα και κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, αλλά απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση.
Αν και η μελέτη καλύπτει μεγάλο γεωγραφικό φάσμα, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η θετική σχέση ανάμεσα στο αλκοόλ και τον καρκίνο του παγκρέατος δεν ήταν εξίσου ισχυρή σε όλες τις περιοχές. Στις χώρες της Ασίας, για παράδειγμα, δεν εντοπίστηκε στατιστικά σημαντική σύνδεση. Αυτό πιθανόν να οφείλεται σε πολιτισμικές διαφορές στην κατανάλωση αλκοόλ, ή σε γενετικούς παράγοντες που επηρεάζουν τον μεταβολισμό της αιθανόλης.
Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη έρευνα είναι μελέτη παρατήρησης, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποδείξει αιτιώδη σχέση -δηλαδή, ότι το αλκοόλ προκαλεί απευθείας τον καρκίνο του παγκρέατος. Ωστόσο, ο τεράστιος αριθμός συμμετεχόντων και η μακροχρόνια παρακολούθηση προσδίδουν αξιοπιστία στα συμπεράσματα.
Οι συγγραφείς της μελέτης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση αλκοόλ -ιδίως σε ποσότητες μεγαλύτερες από 15 γραμ./ημέρα για τις γυναίκες και 30 γραμ./ημέρα για τους άνδρες- σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παγκρέατος. Επομένως, περιορισμός της κατανάλωσης θα μπορούσε να αποτελέσει ένα επιπλέον προληπτικό μέτρο, μαζί με τη διακοπή του καπνίσματος, τη διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους και την υιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωής γενικότερα.
Τέλος, οι επιστήμονες υπογραμμίζουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα που θα διερευνήσει την επίδραση του αλκοόλ καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, καθώς και τις επιπτώσεις συγκεκριμένων μοτίβων κατανάλωσης, όπως το λεγόμενο «binge drinking». Αν και ορισμένες ερωτήσεις παραμένουν ανοιχτές, τα νέα δεδομένα ενισχύουν το επιχείρημα για αυτοσυγκράτηση, ιδίως στο πλαίσιο της πρόληψης σοβαρών ασθενειών.