Το δίλημμα διχάζει ακόμα και μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που σε γενικές γραμμές είναι υπέρ της φυσικής παρουσίας των μαθητών στις σχολικές αίθουσες, αλλά δεν μπορούν να παραβλέψουν και τα επιδημιολογικά δεδομένα που δείχνουν έξαρση κρουσμάτων ακόμα και σε βρέφη…
Το iEidiseis ζήτησε από την Δρ Νένη Περβανίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Αναπτυξιακής και Συμπεριφορικής Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία» να μας απαντήσει σε βασικά ερωτήματα που ταλανίζουν την ελληνική και όχι μόνο κοινωνία…
Της θέσαμε λοιπόν ένα πρώτο ερώτημα, επικαλούμενοι τη διπλή της ιδιότητα ως παιδίατρος και ως μητέρα (δυο φοιτητών), και λαμβάνοντας υπόψη τα επιδημιολογικά δεδομένα, «θεωρείτε ότι πρέπει ή όχι τα παιδιά Δημοτικού και Γυμνασίου να πηγαίνουν στο σχολείο»;
Η ειδικός μάς απάντησε ξεκάθαρα:
«Ως παιδίατρος-αναπτυξιολόγος θεωρώ ότι τα παιδιά και οι έφηβοι πρέπει να πηγαίνουν στο σχολείο, όχι μόνο για λόγους που σχετίζονται με τη μάθηση, αλλά και επειδή το σχολείο είναι ο βασικός χώρος κοινωνικοποίησης στις ηλικίες αυτές. Και οι παιδίατροι-λοιμωξιολόγοι όμως, δεν είναι αντίθετοι σε αυτό, υποστηρίζοντας ότι η ενδοσχολική μετάδοση δεν είναι σημαντική και γνωρίζοντας φυσικά ότι τα ίδια τα παιδιά κατά κανόνα δεν νοσούν βαριά».
Όπως εξηγεί η Δρ Περβανίδου «η δια ζώσης μάθηση στη σχολική τάξη ενέχει κοινωνικά στοιχεία. Το κοινωνικό κίνητρο και η μίμηση είναι πολύ σημαντικά στη διαδικασία της ίδιας της μάθησης και υποθέτουμε (τίποτα δεν είναι σίγουρο μέχρι να αποδειχθεί) ότι η δια ζώσης τυπική διαδικασία στη σχολική τάξη προσφέρει περισσότερο κίνητρο και χαρά από την αλληλεπίδραση στους μαθητές».
Και σε ό,τι αφορά ειδικά τις μικρότερες ηλικίες παιδιών η αναπτυξιολόγος αναφέρει ότι «η προσχολική και πρώτη σχολική περίοδος είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς τα παιδιά ξεκινούν τότε να εκτίθενται σε ένα οργανωμένο περιβάλλον, διαφορετικό από του σπιτιού τους, με νέους κοινωνικούς κανόνες. Η εφηβεία είναι επίσης σημαντική αναπτυξιακή περίοδος, κατά την οποία οι επιδράσεις από το περιβάλλον και τους συνομηλίκους φαίνεται να είναι πολύ ισχυρές, μεγαλύτερες συχνά και από αυτές της οικογένειας».
Από την παραπάνω απάντησή της, μάς προέκυψε ένα πιο συγκεκριμένο ερώτημα αν «από αναπτυξιολογική (ψυχολογική, χαρακτήρα, ωρίμανσης) άποψη, η εξ αποστάσεως εκπαίδευση δημιουργεί προβλήματα;
Η γιατρός μάς απάντησε ότι «το πρώτο προφανές πρόβλημα είναι ο χρόνος έκθεσης σε οθόνη, ο οποίος σαφώς υπερβαίνει αυτόν που συστήνεται ανά ηλικία. Τα δεδομένα με την τηλεκπαίδευση είναι εντελώς καινούρια, παγκοσμίως. Δεν ξέρουμε τις επιδράσεις και μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Όπως είπα παραπάνω, υποθέτω ότι μπορεί να μειώνεται το κίνητρο και η χαρά από την καθημερινή επαφή με συνομηλίκους». Και συνεχίζει αναφέροντάς μας δικές της επιστημονικές παρατηρήσεις από το τελευταίο διάστημα…
Αυτά που εμπειρικά έχω παρατηρήσει είναι:
- Πολλοί μαθητές της Α' Δημοτικού δεν έχουν κατακτήσει την ανάγνωση στο βαθμό που αναμένεται ωστόσο μπορεί αυτό να αναπληρωθεί στους επόμενους μήνες.
- Πολλά παιδιά της Α' Δημοτικού είχαν δυσκολίες προσαρμογής κατά την επάνοδο στο σχολείο.
- Πολλοί μαθητές Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου (αλλά και φοιτητές) βασίζονται στο ό,τι η αξιολόγησή τους είναι τεχνικά πιο ελαστική και ίσως προσπαθούν λιγότερο.
- H κοινωνικοποίηση επηρεάζεται σημαντικά στα προσχολικά παιδιά και η απομόνωση είναι δύσκολη για τους εφήβους. Παρόλες τις παρατηρήσεις και τις εντυπώσεις μου, η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε για τις επιδράσεις, ειδικά τις μακροπρόθεσμες».
Και βέβαια, επειδή αρκετά παιδιά έχουν ειδικά προβλήματα που ενδέχεται να αναδεικνύονται ή να αποκαλύπτονται εν μέσω πανδημίας και δυσκολιών, το iEidiseis έθεσε το ερώτημα στη Δρ Περβανίδου «αν παρατηρεί τους τελευταίους μήνες περισσότερα προβλήματα σε παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού και έχουν διαγνωστεί με ΔΕΠΥ (διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας); Και ποια είναι η λύση για τα παιδιά αυτά;
Όπως μάς είπε, «ένα από τα προβλήματα που έχει φέρει η τηλεκπαίδευση σε εμάς, είναι ότι δεν ξέρουμε πώς να αξιολογήσουμε το «σχολικό περιβάλλον» από το οποίο παίρνουμε κατά κανόνα πληροφορίες για τους μαθητές. Τόσο η διάγνωση όσο και η παρακολούθηση παιδιών με αναπτυξιακά ή μαθησιακά προβλήματα μπορεί να έχουν κενά, καθώς οι όποιες πληροφορίες από τους εκπαιδευτικούς, είτε προσχολικής είτε σχολικής εκπαίδευσης δεν μπορούν να αξιολογηθούν με τους ως τώρα έγκυρους τρόπους. Ευτυχώς, οι ειδικές θεραπείες δεν διακόπηκαν αυτή τη φορά, όπως στον πρώτο εγκλεισμό του Απριλίου-Μαΐου.
Για τα προσχολικά παιδιά με ενδείξεις αναπτυξιακών δυσκολιών ή στο φάσμα του αυτισμού, ο παιδικός σταθμός, το προνήπιο, το νηπιαγωγείο αποτελούν τεράστιας σημασίας θετικές παρεμβάσεις. Κάποια μεγαλύτερα παιδιά με μαθησιακές και αναπτυξιακές δυσκολίες μπορεί να αισθάνονται καλύτερα στο σπίτι, καθώς βιώνουν λιγότερη πίεση, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουν μακροπρόθεσμο όφελος.
Ένα θετικό της τηλε-εκπαίδευσης ωστόσο ήταν ότι κάποιοι γονείς ευαισθητοποιήθηκαν για τις δυσκολίες των παιδιών τους παρακολουθώντας τα στην τηλε-τάξη και συγκρίνοντάς τα με τα άλλα παιδιά.
Γενικά, δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα για να πιστοποιήσουμε τις παραπάνω παρατηρήσεις και υποθέσεις. Ελπίζω ότι οι όποιες αρνητικές συνέπειες θα αμβλυνθούν στο βάθος του χρόνου, με την προϋπόθεση βέβαια ότι τα σχολεία θα παραμείνουν στο εξής ανοιχτά», καταλήγει.