Τον περασμένο μήνα, ο οικονομικός αντιπρόεδρος της Μπαρτσελόνα, Εντουάρ Ρομέου, υποστήριξε ότι χρειαζόταν 500 εκατομμύρια ευρώ για να «σώσει τον σύλλογο», όμως έξι εβδομάδες αργότερα, οι Καταλανοί έχουν πραγματοποιήσει μερικές από τις σημαντικότερες και ακριβότερες μεταγραφές στην Ευρώπη.
Πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ έχουν σπαταληθεί για τον Ραφίνια της Λιντς και τον Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι της Μπάγερν Μονάχου, ενώ επιδιώκονται παρόμοιες κινήσεις κεφαλαίων για τον Ζυλ Κουντέ της Σεβίλλης και τον Μπερνάρντο Σίλβα της Μάντσεστερ Σίτι.
Ο προπονητής της Μπάγερν, Τζούλιαν Νάγκελσμαν, εξέφρασε την άποψή του λέγοντας ότι η Μπάρτσα είναι «η μόνη ομάδα που δεν έχει χρήματα αλλά μπορεί να αγοράσει οποιονδήποτε παίκτη».
Η Μπαρτσελόνα έχει προσθέσεις σπουδαίους παίκτες στο ρόστερ της και με τον Τσάβι στην τεχνική ηγεσία, δείχνει ότι έχει όλα τα «εργαλεία» για να επαναφέρει την ομάδα στην κορυφή.
{https://twitter.com/FCBarcelona/status/1550351900024913920}
Έτσι την ίδια στιγμή που υπάρχει αυτό το ερώτημα, η Μπαρτσελόνα ανακοίνωσε σήμερα ότι πούλησε ένα επιπλέον 15% των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της από το ισπανικό πρωτάθλημα για τα επόμενα 25 χρόνια στον αμερικανικό όμιλο Sixth Street, με τους «Financial Times» να αναφέρουν ότι η αξία της συγκεκριμένης επένδυσης ξεπερνά τα 300 εκατομμύρια ευρώ.
Σημειώνεται ότι η Sixth Street στις 30 Ιουνίου είχε αγοράσει ένα ποσοστό της τάξης του 10%, έναντι 207,5 εκατομμυρίων ευρώ, οπότε πλέον έχει αποκτήσει το 25% των εσόδων των «μπλαουγκράνα» από τα τηλεοπτικά δικαιώματα της LaLiga. Μετά την πρώτη επένδυση της Sixth Street στους «μπλαουγκράνα», οι Καταλανοί απέκτησαν τον Ραφίνια από τη Λιντς και τον Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι από την Μπάγερν Μονάχου.
«Συνεχίζουμε να προχωράμε στη στρατηγική μας και είμαστε ικανοποιημένοι που ολοκληρώσαμε αυτήν την πρόσθετη συμφωνία με την Sixth Street, η οποία μας παρέχει μια σημαντική αύξηση της κεφαλαιακής ισχύος» δήλωσε ο πρόεδρος της ομάδας, Ζοάν Λαπόρτα, και συμπλήρωσε: «Τις τελευταίες εβδομάδες, εμείς και η Sixth Street δεσμευτήκαμε και συνεργαστήκαμε με μια κοινή κατανόηση του τι επιδιώκουμε να επιτύχουμε για τον οργανισμό μας και προσβλέπουμε στη μακροπρόθεσμη συνεργασία μας».