Η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση (22.4.2021), με την οποία τα μέλη συγκεκριμένων υγειονομικών επιτροπών «δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στα πλαίσια λειτουργίας των επιτροπών αυτών», προκάλεσε πολλές αντιδράσεις και συζητήσεις. Η κατανόηση της ορθότητας ή μη μιας τέτοιας ρύθμισης θα διευκολυνθεί αν αναζητήσουμε την αναλογία με άλλες επιτροπές που επίσης αφορούν στην προστασία του κοινωνικού συνόλου από κινδύνους. Εδώ αναφέρομαι σε φυσικούς κινδύνους, όπως π.χ. οι σεισμοί, δεδομένου ότι συμβαίνει να γνωρίζω τις σχετικές συνθήκες λόγω συμμετοχής μου επί χρόνια σε διεθνείς και εθνικές επιτροπές ως πρόεδρος ή μέλος.
Ας πάμε 12 χρόνια πίσω. Στις αρχές του 2009 η περιοχή της Λάκουλα (L’ Aquila) στην κεντρική Ιταλία εσειόταν επί μήνες από μικρούς σεισμούς. Αργότερα, σε επιστημονική δημοσίευσή μου έδειξα ότι επρόκειτο για προσεισμούς που κατέληξαν στις 9.4.2009 σε ισχυρό καταστροφικό σεισμό μεγέθους 6,3. Οι κάτοικοι αισθάνονταν τους μικροσεισμούς και ανησυχούσαν. Στις 30.3.2009 ο Υπουργός Πολιτικής Προστασίας της γειτονικής χώρας συνεκάλεσε εκτάκτως την κρατική Επιτροπή Μεγάλων Κινδύνων, η οποία στο πρακτικό της αναφέρει ότι η σεισμική δράση ήταν συνήθης και ότι σύντομα θα λήξει. Αυτή η γνώμη ανακοινώθηκε και δημοσίως. Όμως, δέκα μέρες μετά ο ισχυρός σεισμός προκάλεσε ολικές καταρρεύσεις πολλών κτιρίων και 310 ανθρώπινα θύματα. Οι συγγενείς πολλών θυμάτων εξοργισμένοι προσέφυγαν στον Εισαγγελέα με το αιτιολογικό πως, αν δεν γινόταν εκείνη η μάλλον καθησυχαστική δήλωση, οι συγγενείς τους φοβισμένοι από τους προσεισμούς ίσως είχαν εγκαταλείψει τις πολυκατοικίες διαμονής τους και τελικά ίσως είχαν διασωθεί. Την επομένη ουδείς εμπιστευόταν τους επιστήμονες και το κράτος. Ανήσυχη η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι συγκρότησε με έκτακτο νόμο 10μελή διεθνή επιτροπή σεισμολόγων, με επικεφαλής γνωστό καθηγητή σεισμολογίας από τις ΗΠΑ, για να γνωμοδοτήσει αν είναι εφικτή η Επιχειρησιακή Πρόγνωση των Σεισμών. Είχα την τιμή να είμαι ένας εκ των 10 επιστημόνων.
Ο Εισαγγελέας άσκησε διώξεις κατά των επτά μελών της Επιτροπής (επιστημόνων και στελεχών πολιτικής προστασίας), και μετά από δικαστικό αγώνα και δημόσια διαμάχη στη χώρα, η δικαιοσύνη, κρίνοντας ότι η Επιτροπή ανακοίνωσε παραπλανητικές εκτιμήσεις, επέβαλε πρωτοβαθμίως βαριές ποινές σε όλα τα μέλη της Επιτροπής, μεταξύ αυτών και του καθηγητή σεισμολογίας-προέδρου του Ιταλικού Γεωφυσικού Ινστιτούτου της Ρώμης, ενός εκ των μεγαλυτέρων στην Ευρώπη, αλλά και ενός άλλου καθηγητή και πρώην Υπουργού Πολιτικής Προστασίας. Επιπλέον, όλα τα μέλη εξέπεσαν των δημόσιων αξιωμάτων/θέσεων που κατείχαν.
Αυτή η ιστορία έλαβε παγκόσμια ειδησεογραφική κάλυψη. Συλλέχθηκαν διεθνώς περίπου 5000 υπογραφές σεισμολόγων για την υποστήριξη των μελών της Επιτροπής με το σκεπτικό ότι η επιστημονική γνώμη δεν διώκεται. Το Εφετείο τελικά απάλλαξε τα 6 από τα 7 μέλη. Όμως οι «πληγές» παρέμειναν. Όλα τα μέλη είχαν εκδιωχθεί από τις θέσεις τους και είχαν περιπέσει σε μεγάλη ανυποληψία στα μάτια της Κοινής Γνώμης. Η 10μελής διεθνής επιτροπή σεισμολόγων το 2012 κατέληξε ότι διεθνώς προς το παρόν δεν υπάρχει πάγια μέθοδος επιχειρησιακής πρόγνωσης των σεισμών. Ο όρος «επιχειρησιακός» εδώ νοείται με την έννοια ότι δυνάμεθα να λάβουμε πρόσθετα μέτρα προστασίας πέραν των συνήθων.
Με βάση αυτή την εξαιρετικά διδακτική εμπειρία, αλλά και άλλες, θα προσπαθήσω να εκφράσω τη γνώμη μου για την πρόσφατη νομοθετηθείσα «ασυλία» των υγειονομικών επιτροπών, οι οποίες προφανέστατα είναι επιχειρησιακές.
Στον ελεύθερο κόσμο η μη δίωξη της επιστήμης αποτελεί θεμελιώδες κεκτημένο. Η διεξαγωγή επιστημονικής έρευνας και η εκφορά επιστημονικής γνώμης είναι ελεύθερες και δεν διώκονται. Αυτό το κεκτημένο είναι απεριόριστο;
Ασφαλώς όχι, αν η γνώμη εκφράζεται δημόσια και θέτει σε αμφισβήτηση την ασφάλεια του κοινωνικού συνόλου, π.χ. «επέρχεται ισχυρός καταστροφικός σεισμός», τότε ελέγχεται ως προς την αξιοπιστία, τη βασιμότητα, τη σκοπιμότητα, την τήρηση της δεοντολογίας. Τότε ενδέχεται ο επιστήμονας να ελεγχθεί και ίσως να διωχθεί από τις δικαστικές αρχές. Και αυτό έχει συμβεί στη χώρα μας. Έχω το θλιβερό προνόμιο να έχω κληθεί ως εμπειρογνώμων σε τέτοιες υποθέσεις. Αν η γνώμη δεν εκφραστεί δημόσια, αλλά στο πλαίσιο αρμόδιας κρατικής επιτροπής, π.χ. Επιτροπή Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου, τότε και πάλι ελέγχονται η αξιοπιστία, η βασιμότητα κλπ.
Αλλά δεν νοείται ο δικαστικός έλεγχος και η δίωξη. Γιατί απλούστατα ο ειδικός επιστήμονας έχει συμπεριληφθεί ως μέλος στην επιτροπή για να εκφράσει τη γνώμη του, ανεπηρέαστα και ανεξάρτητα, αλλά με τη μέγιστη δυνατή υπευθυνότητα.
Όμως, η νομοθετηθείσα διάταξη για την «ασυλία» των συγκεκριμένων υγειονομικών επιτροπών, εισάγει μια καινοφανή ρύθμιση με το ότι τα μέλη των επιτροπών «δεν ευθύνονται» για τη γνώμη ή την ψήφο τους. Απεναντίας, τα μέλη πρέπει να θεωρείται ότι φέρουν την απόλυτη ευθύνη της γνώμης και της ψήφου τους. Η γνώμη και η ψήφος είναι απόλυτα ατομικές και απορρέουν από την εμπειρογνωμοσύνη του κάθε μέλους, ουδόλως συνιστούν συλλογικές ενέργειες. Εξάλλου ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας, νόμος που διέπει τη λειτουργία όλων των κρατικών συμβουλίων και επιτροπών, προβλέπει τήρηση πρακτικών με καταγραφή τόσο της πλειοψηφούσας άποψης όσο και της μειοψηφούσας άποψης και των μελών που την εξέφρασαν. Συνεπώς, η ρύθμιση για το «δεν ευθύνονται» είναι τουλάχιστον περίεργη και μη λογική.
Η νομοθετηθείσα διάταξη προβλέπει ακόμη ότι τα μέλη των επιτροπών «δεν διώκονται» για τη γνώμη ή την ψήφο τους. Αυτή με βρίσκει σύμφωνο. Με μια βασική προϋπόθεση. Ότι, δηλαδή, η γνώμη ή η ψήφος δεν υποκρύπτουν δόλο ή σκοπιμότητα. Τότε ίσως υπάρχει περιθώριο ελέγχου αλλά με μεγάλη περίσκεψη. Υπάρχει, όμως και η περίπτωση της «παράλειψης» ή «αμέλειας». Αν ως προς το καθήκον έκφρασης γνώμης ή ψήφου ένα μέλος καταφανώς προβεί σε παράλειψη ή αμέλεια που επηρέασε ουσιωδώς το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ή της απόφασης, τότε υπάρχει περιθώριο ελέγχου. Ποιά παράλειψη/αμέλεια θα μπορούσε να παρατηρηθεί;
Για παράδειγμα, η απόκρυψη από ένα μέλος επιστημονικών δεδομένων ή αποτελεσμάτων (π.χ. πειραματικών) δικών του ή βιβλιογραφικών. Παράλειψη σοβαρή θα μπορούσε να είναι και η αποφυγή πρότασης προστατευτικών μέτρων ή βέλτιστων πρακτικών αναγνωρισμένης αποτελεσματικότητας. Ακόμη, σοβαρή παράλειψη θα μπορούσε να συνιστά και η μη αναγραφή κρίσιμων θεμάτων στην Ημερήσια Διάταξη μιάς επιτροπής. Στο σεισμολογικό παράδειγμα της Ιταλίας του 2009, σοβαρή παράλειψη της Επιτροπής Μεγάλων Κινδύνων ήταν το ότι δεν πρότεινε την άμεση εγκατάσταση φορητών σεισμογράφων στη διεγερμένη περιοχή για τον ακριβέστερο προσδιορισμό των σεισμών και την πιο αξιόπιστη αξιολόγηση της εξελισσόμενης σεισμικής δράσης. Αν αυτό είχε γίνει τότε πιθανότατα θα γινόταν εγκαίρως εμφανής η προσεισμική φύση της εξελισσόμενης σεισμικής δράσης και, συνεπώς, ο με υψηλή πιθανότητα επερχόμενος ισχυρός σεισμός.
Η τελευταία ρύθμιση με την νομοθετηθείσα διάταξη προβλέπει ότι τα μέλη των επιτροπών «δεν εξετάζονται» για τη γνώμη ή την ψήφο τους. Η συνέπεια είναι προφανής. Αν για οποιοδήποτε λόγο κινηθεί δικαστική διαδικασία σχετικά με τα θέματα που χειρίζονται οι εν λόγω επιτροπές, τότε η νομοθετηθείσα διάταξη απαγορεύει την κλήση των μελών έστω και ως μαρτύρων, ως εμπειρογνωμόνων. Αν είναι έτσι τότε ποιός θα κληθεί να δώσει μαρτυρία;
Ο παραλογισμός γίνεται περισσότερο καταφανής αν υποθέσουμε ότι κάποιο μέλος των επιτροπών προσφύγει το ίδιο στη δικαιοσύνη για λόγους σοβαρών παραλείψεων και αποφάσεων των επιτροπών. Υπό τις ψηφισθείσες διατάξεις, ένα μέλος δικαιούται να προσφύγει στη δικαιοσύνη αν το επιθυμεί; Δικαιούται να καταθέσει; Τα άλλα μέλη δεν θα δικαιούνται να καταθέσουν; Δεν είμαι νομικός, αλλά με τη δύναμη της λογικής συμπεραίνω ότι οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα είναι αρνητικές. Αν κάποιος ισχυριστεί ότι οι επιτροπές απλά γνωμοδοτούν και εισηγούνται στην κυβέρνηση, η οποία και λαμβάνει τις αποφάσεις, ενδεχομένως να έχει δίκιο. Όμως, εσωτερικά μια τέτοια επιτροπή συζητά και αποφασίζει αυτό που θα εισηγηθεί. Γι΄ αυτό ακριβώς υπάρχει και η ψηφοφορία. Συνεπώς, υπάρχουν αποφάσεις τουλάχιστον για τις προτάσεις/εισηγήσεις που θα διαβιβαστούν στην κυβέρνηση.
Δεν μου διαφεύγει ότι οι εν λόγω επιτροπές λειτουργούν υπό συνθήκες έντονων ευθυνών, μεγάλης κοινωνικής πίεσης και ποικίλων αβεβαιοτήτων υψηλού βαθμού. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα χαρακτηριστικά, τα οποία συχνά ισχύουν και για επιτροπές της ειδικότητάς μου, καταλήγω ότι η ψηφισθείσα διάταξη θα μπορούσε να έχει νόημα μόνο ως προς το σκέλος ότι τα μέλη των συγκεκριμένων υγειονομικών επιτροπών δεν διώκονται για γνώμη που διατύπωσαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτό με την αίρεση ότι δεν υπήρξε σοβαρή παράλειψη/αμέλεια που επηρέασε ουσιωδώς την ψηφοφορία και το αποτέλεσμά της. Αντίθετα, τα μέλη ευθύνονται ατομικά για τη γνώμη και την ψήφο που παρέχουν και δεν είναι δυνατόν να απαλλάσσονται της ευθύνης ούτε να απαγορεύεται η εξέτασή τους.
Αν η κυβέρνηση πιστεύει ότι η ψηφισθείσα διάταξη είναι ορθή τότε να βρει το θάρρος και να πράξει το ίδιο και για άλλες κρατικές επιτροπές, τα μέλη των οποίων επιφορτίζονται με την έκφραση γνώμης και την παροχή ψήφου για θέματα που αφορούν στην προστασία του κοινωνικού συνόλου.
(Ο Δρ Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος είναι Σεισμολόγος)