Την περασμένη εβδομάδα τέθηκε σε ισχύ ο νέος πτωχευτικός νόμος και η λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της Ειδικής Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους, μέσω της οποίας πραγματοποιούνται οι διαδικασίες για ρύθμιση οφειλών ή για πτώχευση και δεύτερη ευκαιρία. Για την πλειονότητα των οφειλετών, η όλη διαδικασία είναι προσανατολισμένη, πρωτίστως, στη ρευστοποίηση της περιουσίας τους. Επομένως, η πολιτική προτεραιότητα δίνεται στην ανάκτηση μέρους των οφειλών από τους δανειστές και όχι στην αναδιάρθρωση των χρεών, ιδίως, βάσει των ρυθμίσεων για τις «Πτωχεύσεις Μικρού Αντικειμένου» στις οποίες υπάγεται δυνητικά η συντριπτική πλειονότητα των ατομικών και εταιρικών επιχειρήσεων της χώρας.
Την ίδια στιγμή, σε δεινή θέση βρίσκονται οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ),αναφορικά και με ένα άλλο σημαντικό ζήτημα: τον τραπεζικό δανεισμό. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), οι συνθήκες δανεισμού των ελληνικών ΜμΕ είναι από τις χειρότερες στην Ευρωζώνη. Ειδικότερα, το 22% των αιτήσεων για δάνειο που υποβάλλουν στην Ελλάδα οι ΜμΕ απορρίπτεται, ενώ το ποσοστό αυτό στην Ε.Ε είναι μόλις 8%. Στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν λάβει από την ΕΚΤ «φτηνή» ρευστότητα περίπου 44,5 δισ. ευρώ, ενώ και οι καταθέσεις από το ξέσπασμα της πανδημίας έχουν αυξηθεί κατά περίπου 14 δισ. ευρώ.
Παρά ταύτα, είναι ενδεικτικό ότι στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2020 οι καθαρές ροές νέων δανείων αφορούσαν αποκλειστικά τις μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις, με τις καθαρές χρηματοδοτήσεις να ανέρχονται σε 5,2 δισ. ευρώ. Αντίθετα σε μόλις 76 εκατ. ευρώ ανήλθε το σύνολο των καθαρών χρηματοδοτήσεων προς μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες. Επομένως, επειδή η πλειονότητα των ελληνικών βιώσιμων επιχειρήσεων είναι μικρές ή μεσαίες, παρατηρείται μια έντονη δυσκολία στην εύκολη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό.
Η αρνητική αυτή εικόνα όμως δεν φαίνεται ότι μπορεί να ανατραπεί, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, παρά τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις που θα εισρεύσουν στη χώρα. Τα δάνεια μηδενικού επιτοκίου που θα λάβει η Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης θα ξεπεράσουν τα 12 δισ. ευρώ την περίοδο 2021 - 2026 και θα κατευθυνθούν στη χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων. Για την οικονομία ίσως να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο και από τις επιδοτήσεις που θα δοθούν για δημόσια έργα, διότι τα χαμηλότοκα δάνεια θα μοχλευθούν, με τραπεζικά δάνεια και ιδιωτικά κεφάλαια, που υπολογίζεται ότι θα κινητοποιήσουν συνολικές επενδύσεις της τάξεως των 30 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, σε αυτό το σχέδιο, τίθεταιτο ζήτημα με ποιον τρόπο θα οργανωθεί η διαφανής και αξιοκρατική αξιολόγηση των επενδυτικών σχεδίων, ώστε να αποφευχθούν διακρίσεις και ευνοϊκές (σε ημέτερους…) δανειοδοτήσεις. Η κυβέρνηση πρότεινε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλάβουν οι ίδιες οι ελληνικές τράπεζες τον κύριο όγκο αυτού του έργου, ενώ η Επιτροπή έχει σοβαρούς λόγους να αμφιβάλλει για την τεχνική επάρκεια των τραπεζών να ανταποκριθούν σε αυτή την αποστολή − οι εταίροι μας γνωρίζουν πολύ καλά τον παρεοκρατικό χαρακτήρα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι (στην πρόσφατη έκθεσή του για την ελληνική οικονομία) το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι μεταξύ των κινδύνων που αντιμετωπίζει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα περιλαμβάνεται και η ασθενέστερη από την αναμενόμενη απορρόφηση της χρηματοδότησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Σε όλα τα παραπάνω, πρέπει να προστεθεί η άγνωστη έκταση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που σχετίζονται με την πανδημία, πράγμα που θα μπορούσε να επηρεάσει τα σχέδια τιτλοποίησης των τραπεζών και να περιορίσει την αύξηση των πιστώσεων.
Έτσι λοιπόν, ενώ το ΔΝΤ στην έκθεσή του αναφέρει ότι η οικονομία αναμένεται να ανακάμψει τη διετία 2021-2022, εντούτοις, η ανάκαμψη αυτή θα στηρίζεται κατά βάση στη μεγάλη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, που θα έχει όμως ως συνέπεια μια υστέρηση της παραγωγής κατά 3% του ΑΕΠ. Αυτή η αρνητική εξέλιξη συνδέεται με τη σειρά της και με μια σημαντική αδυναμία του εθνικού σχεδίου για την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων: Δεν υπάρχει επικέντρωση των επενδύσεων στην παραγωγή, για να βελτιωθούν οι εξαγωγές, η ανταγωνιστικότητα και τελικά η Εθνική Προστιθέμενη Αξία.
Καταληκτικά, το σχέδιο της κυβέρνησης για την ανάπτυξη της οικονομίας φαίνεται πως βασίζεται σε μια πολιτική βίαιης συγκεντροποίησης της αγοράς, η οποία όμως δεν πρόκειται να αυξήσει την μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα αλλά να δημιουργήσει επενδυτικές ευκαιρίες εύκολου και βραχυπρόθεσμου χρέους για πάσης φύσεως fund.Η πρόσφατη «αναπτυξιακή» ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας Πειραιώς είναι αρκετά διαφωτιστική για την ποιότητα των επενδύσεων, με βάση τις οποίες «χτίζεται» το κυβερνητικό αναπτυξιακό αφήγημα…
(Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών)