Ένα ζήτημα που αναδεικνύεται συχνά στη δημόσια συζήτηση είναι το μεγάλο φορολογικό βάρος στη μισθωτή εργασία. To βάρος αυτό δεν είναι μόνο φορολογικό, με την αυστηρή έννοια του όρου, αφού εκτός από τη φορολογία εισοδήματος περιλαμβάνει και τις ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και εργαζόμενου, τη λεγόμενη «φορολογική σφήνα» (taxwedge).
Πράγματι, το εν λόγω βάρος είναι ιδιαίτερα μεγάλο στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης (Directorate-General for Taxation and Customs Union) η Ελλάδα βρίσκονταν το 2018 στη δεύτερη υψηλότερη θέση μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με έναν(implicit) συντελεστή της τάξης του 43,2%, έναντι μέσου όρου 36,3%. Μόνο η Σλοβακία βρίσκεται υψηλότερα από την Ελλάδα με συντελεστή 43,8% ενώ ακολουθούν η Ιταλία με 42,7%, η Αυστρία με 41,5% και το Βέλγιο με 41,2%. Στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης είναι η Βουλγαρία με 24,7%, το Ηνωμένο Βασίλειο με 25,6%, η Μάλτα με 25,7% και η Κύπρος με 26,6%. Με αυτά τα δεδομένα, είναι μάλλον εύκολο να διαπιστώσει κανείς την υψηλή φορολόγηση της μισθωτής εργασίας στη χώρα μας και να υποστηρίξει το αίτημα μείωσής της.
Οι εισφορές των ασφαλισμένων φτάνουν το 19,2%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου ευρωπαϊκού όρου που είναι μόλις 8,1%. Αντίθετα, η επιβάρυνση από τη φορολογία εισοδήματος είναι 8,4% στην Ελλάδα, δηλαδή αρκετά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 12,5%
Αξίζει ωστόσο να σκαλίσουμε λίγο περισσότερο την επιφάνεια. Στα ίδια στοιχεία, αναλύεται το βάρος στις τρεις βασικές συνιστώσες, τη φορολογία εισοδήματος των μισθωτών, τις εισφορές των ασφαλισμένων και τις εργοδοτικές εισφορές. Εκεί τα πράγματα περιπλέκονται κάπως αφού φαίνεται ότι η υψηλή θέση της Ελλάδας οφείλεται αποκλειστικά στις εισφορές των ασφαλισμένων που είναι ιδιαίτερα υψηλές, σε αντίθεση με τη φορολογία εισοδήματος που είναι μάλλον χαμηλή και στις εργοδοτικές εισφορές που είναι κοντά στο μέσο όρο. Συγκεκριμένα, οι εισφορές των ασφαλισμένων φτάνουν το 19,2%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου ευρωπαϊκού όρου που είναι μόλις 8,1%. Αντίθετα, η επιβάρυνση από τη φορολογία εισοδήματος είναι 8,4% στην Ελλάδα, δηλαδή αρκετά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 12,5%. Τέλος, οι εργοδοτικές εισφορές φτάνουν στο 15,5%, πολύ κοντά στο μέσο όρο του 15,7%. Συνεπώς η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας δεν πηγάζει από τη φορολογία εισοδήματος αλλά από τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων.
Με βάση τα παραπάνω, προκαλεί απορία η σύνδεση που γίνεται κάποιες φορές μεταξύ της ελάφρυνσης του βάρους στη μισθωτή εργασία και της μείωσης της εισφοράς αλληλεγγύης. Η τελευταία δεν αφορά μόνο τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία αλλά από κάθε πηγή, συνεπώς η μείωσή της δεν στοχεύει στην ελάφρυνση της μισθωτής εργασίας ειδικά αλλά στη φορολογική ελάφρυνση όλων των εισοδημάτων γενικά και κυρίως των σχετικά υψηλότερων.
Η εισφορά αλληλεγγύης, με όλα της τα προβλήματα, είναι μια έντονα προοδευτική φορολογία. Ξεκινώντας από 2,2% για εισοδήματα πάνω από 12.000 ευρώ, φτάνει το 10% για εισοδήματα πάνω από 220.000 ευρώ
Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε την προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος, δηλαδή την αυξανόμενη ποσοστιαία επιβάρυνση για τα υψηλότερα εισοδήματα. Η εισφορά αλληλεγγύης, με όλα της τα προβλήματα, είναι μια έντονα προοδευτική φορολογία. Ξεκινώντας από 2,2% για εισοδήματα πάνω από 12.000 ευρώ, φτάνει το 10% για εισοδήματα πάνω από 220.000 ευρώ. Επιπλέον, το γεγονός ότι περιλαμβάνει τα εισοδήματα από όλες τις πηγές, μετριάζει τη σαφώς προνομιακή φορολογική μεταχείριση των τόκων και των μερισμάτων που φορολογούνται αυτόνομα με συντελεστή 5% και αφορούν συντριπτικά τα υψηλά εισοδήματα. Η μείωση ή η κατάργησή της μπορεί να συνιστά το σύστημα ελαφρύτερο αλλά το καθιστά ταυτόχρονα και λιγότερο προοδευτικό.
Φυσικά, η προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος, για λόγους δικαιοσύνης και περιορισμού των ανισοτήτων, δεν είναι κάτι κοινώς αποδεκτό μεταξύ των οικονομολόγων. Εδώ και δεκαετίες έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ο περιορισμός της προοδευτικότητας, μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τα υψηλά εισοδήματα, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά για τα χαμηλά εισοδήματα και να οδηγήσει σε μείωση της ανισότητας. Ο λόγος είναι ότι οι κάτοχοι των υψηλών εισοδημάτων είναι εκείνοι που αποταμιεύουν και επενδύουν, δημιουργώντας θέσεις εργασίας για τους φτωχότερους. Αυτό το επιχείρημα, το λεγόμενο trickledowneffect, ήταν η βασική θεωρητική τεκμηρίωση των μεγάλων μειώσεων των φορολογικών συντελεστών στην κορυφή της εισοδηματικής κλίμακας που εφαρμόστηκαν από τη δεκαετία του 1980. Κρίνοντας όμως εκ του αποτελέσματος, η θεωρία δεν μπορεί να κριθεί επιτυχημένη. Οι μειώσεις των φορολογικών συντελεστών στα υψηλά εισοδήματα που εφαρμόστηκαν τα τελευταία σαράντα χρόνια όχι μόνο δεν μείωσαν την εισοδηματική ανισότητα αλλά την εκτόξευσαν σε πρωτοφανή επίπεδα, καθιστώντας τη μείζον πολιτικό και κοινωνικό θέμα.
Το συμπέρασμα είναι πως η εισφορά αλληλεγγύης δεν είναι το πλέον ενδεδειγμένο εργαλείο για την ελάφρυνση του βάρους στη μισθωτή εργασία. Ένας τέτοιος στόχος θα μπορούσε να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα με τη μείωση των εισφορών των μισθωτών, κάτι που θα οδηγούσε αυτόματα και σε μείωση του εργασιακού κόστους για τις επιχειρήσεις αλλά και σε απώλεια εσόδων για τα ασφαλιστικά ταμεία.
(Ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης είναι Συντονιστής, Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή)