Αντιλαμβάνομαι το θόρυβο που προκάλεσαν οι δηλώσεις του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Θεόδωρου Δρίτσα και φυσικά ο θόρυβος αυτός είναι απολύτως δικαιολογημένος. Όμως οι δηλώσεις αυτές είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου. Γιατί φυσικά ο κύριος Δρίτσας δεν κόμισε γλαύκα εις Αθήνας με όσα είπε. Διότι στον ρόλο του πάγιου υποστηρικτή των όποιων αιτημάτων λογικών και παράλογων του ισοβίτη Δημήτρη Κουφοντίνα το κόμμα του έχει μακρά προϊστορία. Μια ο ένας, μια ο άλλος, μόνο τις τελευταίες μέρες ο ίδιος ο κύριος Τσίπρας έχει επανέλθει επανειλημμένα και στη Βουλή και εκτός της Βουλής λειτουργώντας στην πράξη όχι ως πολιτικός αρχηγός αλλά ως συνήγορος υπεράσπισης ενός τρομοκράτη.
Λίγο πολύ όμως αυτά είναι γνωστά και όποιος δεν τα γνωρίζει μάλλον δεν κατοικεί σε αυτή τη χώρα. Κατά την άποψή μου το σημαντικό βρίσκεται αλλού. Γιατί αυτό που σοκάρει δεν είναι τόσο το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του κάνουν μια διαχρονική εκμετάλλευση του θέματος Κουφοντίνα εμφανιζόμενοι άλλοτε αλληλέγγυοι, άλλοτε υποστηρικτές του ακόμη και στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Αυτό να δεχτώ ότι στην καλύτερη περίπτωση αποτελεί πολιτική εκμετάλλευση και στη χειρότερη ιδεολογικό κυνισμό. Αυτό που πραγματικά σοκάρει είναι ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε σε στιγμές πανδημίας και με τη χώρα να αντιμετωπίζει μια δραματική οικονομική και κοινωνική στιγμή της ιστορίας της, σε καθημερινή βάση εκατοντάδες άνθρωποι στην Ελλάδα βγαίνουν στους δρόμους και διαδηλώνουν και μάλιστα με βίαιο τρόπο υπέρ των αιτημάτων ενός τρομοκράτη.
Και όχι μόνο αυτό αλλά φτάνουν σε τέτοιο σημείο προκλητικότητας, αδιαφορώντας παντελώς για τις ανθρώπινες ζωές που τόσο άδικα χάθηκαν από το δολοφονικό χέρι του υποτίθεται από μέρους τους «πολιτικού κρατουμένου», ώστε να ονομάζουν όλοι αυτή την επίδειξη μίσους προς την κοινωνία μας με τη εφιαλτική φράση «γεννήθηκα 17 Νοέμβρη». Και διερωτώμαι. Τρομοκράτες και αντάρτες πόλεις υπήρξαν και σε άλλες χώρες της Δύσης. Και εκεί αντιμετώπισαν τη δικαιοσύνη και εκεί καταδικάστηκαν και εκεί συνέχισαν ως κατάδικοι να ζητούν το ένα και το άλλο και εκεί υπήρχαν πάντοτε νομικοί και πολιτικοί συμπαραστάτες των αιτημάτων τους. Αυτό όμως που δεν υπήρχε πουθενά ήταν ανοικτή υποστήριξη έστω και από μια μικρή και θλιβερή μειοψηφία και μάλιστα ανατριχιαστικά επερώμενη ότι γεννήθηκε τη συμβολική ημέρα κατά την οποία και εξαιτίας της ιδεοληψίας τους κάποιοι άλλοι δολοφονήθηκαν.
Μόνο στην Ελλάδα συνέβησαν και συμβαίνουν αυτά. Αν πράγματι πρέπει να προβληματιστούμε πολύ για κάτι, είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι της διπλανής πόρτας που ακόμα και σήμερα τίποτα δεν έμαθαν, τίποτα δεν κατάλαβαν και οι οποίοι αντί να έχουν διδαχθεί κάτι από την υπόθεση της 17 Νοέμβρη το μόνο που δείχνουν είναι να έχουν περάσει στο στάδιο της πιο προκλητικής αγιοποίησης αυτών που θα έπρεπε να έχουν τεθεί σε απόλυτη συλλογική λήθη. Άραγε τι είδους κοινωνία είμαστε εμείς; Πως μια ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία ανέχεται στα σπλάχνα της τέτοιες συμπεριφορές; Γιατί φυσικά όσο ανεχόμαστε τέτοιες συμπεριφορές, ο κίνδυνος για μια νέα 17 Νοέμβρη παραμένει πάντα υπαρκτός.
Επομένως με δυο λόγια το πρόβλημα δεν είναι πρωτίστως ούτε νομικό ούτε πολιτικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός που είναι. Άλλωστε δεν θα έπρεπε να περιμένει κανείς κάτι καλύτερο από ανθρώπους που άφησαν τον Κουφοντίνα να πίνει καφέ και να σουλατσάρει στο Κολονάκι, γελοιοποιώντας την έννομη τάξη και σαρκάζοντας κάθε έννοια απονομής δικαιοσύνης. Το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Γιατί αυτό που τροφοδοτεί αυτές τις απίθανες συμπεριφορές και που γεννά τους προκλητικά αμετανόητους τους «γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» είναι κάτι ιδεολογικό και κοινωνικό. Έχει να κάνει με την παιδεία, έχει να κάνει με τις αντιστάσεις μας ως κοινωνία, έχει να κάνει με τη χαλαρότητα στην οποία έχει παραδοθεί γενικότερα η κουλτούρα μας.
Όσο δεν τα αντιμετωπίζουμε αυτά, όσο τα σχολεία και τα πανεπιστήμια αντί να μαθαίνουν τα παιδιά μας γράμματα γίνονται φυτώρια αυριανών ανταρτών πόλης και όσο ο πολιτικός διάλογος συνεχίζει να διεξάγεται με την αριστερά να θεωρεί ότι δικαιούται κάποιου είδους ασυλία από την κριτική της ανοικτής κοινωνίας τόσο το θέμα δεν θα λύνεται.
Και οι θλιβερές εικόνες του πεζοδρομίου των οποίων γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες θα στοιχειώνουν τις μνήμες όχι μόνο των θυμάτων και των οικογενειών τους αλλά και τη συνείδηση της ίδιας της δημοκρατίας. Για αυτό νομίζω ότι συμπεριφορές σαν του κυρίου Δρίτσα αποτελούν το έλασσον και θα τις βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας αν δεν επιλύσουμε κάποτε το μείζον.
Ο Κώστας Καραγκούνης είναι βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας της ΝΔ, πρώην υπουργός